Μιαν ακόμη σημαντική όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου, τον "Βέρθερο" του Μασνέ, παρουσιάζει αυτές τις ημέρες (μέχρι τις 4 Απριλίου) η Εθνική Λυρική Σκηνή. Πρόκειται για την αναβίωση -με επιμέλεια των Ίωνα Κεσούλη και Τότας Πρίτσα- της καλαίσθητης, πλην συμβατικής παραγωγής, που συνυπέγραψαν το 2014 δύο σημαίνουσες και αλησμόνητες μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος (1940-2017) και ο σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γιώργος Πάτσας (1944-2018).
Αυτή ήταν η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Ευαγγελάτου σ’ένα φορέα, του οποίου διετέλεσε κατά το παρελθόν καλλιτεχνικός διευθυντής και Πρόεδρος του Δ.Σ. Σχεδιασμένη για το θέατρο "Ολύμπια", η παραγωγή προσαρμόσθηκε αυτή τη φορά δίχως πρόβλημα στη μεγάλη σκηνή της "Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος" του ΚΠΙΣΝ.
Το αφαιρετικό μονοτοπικό σκηνικό του Πάτσα οριοθέτησε ένα στενό χώρο δράσης (μεταξύ δύο γκρίζων συμμετρικών τριγωνικών επιφανειών), επιτρέποντας την εστίαση στον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών αλλά και στον κλειστό κοινωνικό περίγυρο και τις συμβάσεις, που αποδείχθηκαν μοιραία για τον έρωτα του νεαρού ιδεαλιστή ποιητή.
Την αναγκαία ρομαντική ατμόσφαιρα δημιούργησαν, πέρα από τα -δια χειρός Πάτσα- κοστούμια "εποχής", κυρίως οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και οι επιτυχημένες βιντεοπροβολές της Ειρήνης Βιανέλλη, που σχεδιάσθηκαν για το καινούργιο ανέβασμα.
Η σκηνοθετική ματιά του Ευαγγελάτου υπήρξε απόλυτα ευανάγνωστη πλην αποστασιοποιημένη, μην καταφέρνοντας να βρει αντίδοτο στην εγγενή στατικότητα της δράσης, ενώ και η εκ του ασφαλούς σκηνική καθοδήγηση των μονωδών είχε συχνά σαν αποτέλεσμα απώλειες σε δραματική ένταση. Αναπόφευκτα, η διάχυτη στο έργο συναισθηματική φόρτιση και εν τέλει συγκίνηση επαφίεντο πρωτίστως στη μουσική και τις ικανότητες της διανομής, που αποτέλεσαν -ευτυχώς- το δυνατό σκέλος της παράστασης που παρακολουθήσαμε (26/3).
Σε μουσικό επίπεδο, είναι γνωστές οι ιδιαίτερες και αυξημένες στυλιστικές και εκφραστικές απαιτήσεις του γαλλικού οπερατικού ρεπερτορίου. Από πλευράς ενορχήστρωσης, η παρτιτούρα του Μασνέ ξεχωρίζει όχι μόνο για τον μελωδικό πλούτο και την ιδιότυπη ποιητική της, αλλά και για το σταδιακό πέρασμα από το βαθύ λυρισμό στη μεγάλη δραματική ένταση, που αντανακλά αυτό από την περιγραφή της αθωότητας και των απλών χαρών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής στην εξέλιξη της συναισθηματικής ζωής και στην απόδοση του περίπλοκου εσωτερικού κόσμου των δύο βασικών χαρακτήρων.
Παρότι ακριβής και καλόγουστη, η μουσική διεύθυνση του πολύπειρου Καναδού αρχιμουσικού Ζακ Λακόμπ διέθετε πρωτίστως συμφωνικές ποιότητες, ιδίως στις δραματικές κορυφώσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν από πλευράς στάθμισης των ηχητικών μεγεθών, κάλυψης των φωνών και συνοχής του ειρμού της μουσικής δραματουργίας. Εξασφάλισε, πάντως, επαρκή ρευστότητα αφήγησης, ενώ εκμαίευσε από την Ορχήστρα της ΕΛΣ παίξιμο αξιοπρόσεκτης πληρότητας και ηχητικών αποχρώσεων, από το οποίο δεν έλειψαν και μεμονωμένες όμορφες στιγμές, είτε σολιστικές (από φλάουτα και όμποε) είτε συνόλου (όπως π.χ. στο ιντερμέδιο μεταξύ Γ’ και Δ’ πράξης).
Από πλευράς τραγουδιού, η κρίσιμη κομψότητα οφείλει να συνοδεύεται -ιδανικά- όχι μόνο από κρυστάλλινη άρθρωση, αλλά και από νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου. Καθώς ο "Βέρθερος" αποτελεί αδιαμφισβήτητα όπερα κυρίως πρωταγωνιστή, η παραγωγή της Λυρικής ευτύχησε να βρει στο πρόσωπο του 45χρονου Ιταλού τενόρου Φραντσέσκο Ντεμούρο έναν -κάπως απρόσμενα- θαυμάσιο ερμηνευτή! Φωτεινό αλλά ισχυρό φωνητικό ηχόχρωμα (κοντά στην επιθυμητή εδώ voix mixte), με εύρος δυναμικής που του επέτρεπε να αναμετράται αβίαστα με την τεράστια ορχήστρα, τραγουδιστικό legato, λαγαρή εκφορά της γαλλικής γλώσσας, ευγένεια έκφρασης και προσεγμένη υπόκριση με αρκετές ψυχολογικές εκλεπτύνσεις αποτέλεσαν ένα πρώτης τάξεως εκφραστικό οπλοστάσιο για τον κεντρικό ρόλο. Απόλυτα δικαιολογημένη η αποθέωση από το κοινό που κατέκλυσε τη μεγάλη, κόκκινη αίθουσα.
Εξίσου θερμής υποδοχής έτυχε και η Ανίτα Ρατσβελισβίλι, μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες της εποχής μας, η μετάκληση της οποίας αποτέλεσε τον έτερο πόλο ενδιαφέροντος της παραγωγής. Σ’αυτήν την πρώτη αναμέτρηση με το ρόλο της Σαρλότ, η Γεωργιανή μεσόφωνος κατέβαλε αξιόλογη προσπάθεια ελέγχου ενός ρωμαλέου, εγνωσμένου πλούτου τίμπρου (που διέθετε τις αναγκαίες θερμές χαμηλές νότες) αλλά και καθαρής άρθρωσης της γαλλικής γλώσσας. Όμως, στις δύο τελευταίες πράξεις, η εξαιρετικά ισχυρή μουσικοδραματικά, ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία πρόβαλε ξένη προς το ύφος και την αισθητική της μουσικής, ενώ ανέτρεπε και τις ισορροπίες, λόγω της ατελούς σκιαγράφησης της εξέλιξης του χαρακτήρα της ηρωίδας και της όχι ιδανικής σκηνικής χημείας με τον συμπρωταγωνιστή.
Οι υπόλοιποι, δευτεραγωνιστικοί ρόλοι αποδόθηκαν μεν αξιοπρεπώς, αλλά με ανεπαρκή εκφορά/νοηματοδότηση της γαλλικής γλώσσας, με την εξαίρεση του αξιόπιστου Διοικητή του μπασοβαρύτονου Γιάννη Γιαννίση και του καθ’όλα επιτυχημένου ζεύγους των Σμιτ/Γιοάν (Νικόλας Μαραζιώτης / Μαρίνος Ταρνανάς). Παρότι διέθετε την ποιότητα φωνής που απαιτείται για τον Αλμπέρ, ο βαρύτονος Νίκος Κοτενίδης πρόβαλε μουσικοδραματικά σφιγμένος, ενώ από την καλοτραγουδισμένη Σοφί της υψιφώνου Χρύσας Μαλιαμάνη έλειψε η κρίσιμη φωνητική δροσιά και ευελιξία.
Καλή υπήρξε, τέλος, η συμμετοχή της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ (διεύθυνση: Κων/να Πιτσιάκου).
Υπότιτλος κεντρικής φωτογραφίας: Από το φινάλε του "Βέρθερου" του Μασνέ που παρουσιάζεται (μέχρι τις 4/4) στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ: ο αποχαιρετισμός του αυτόχειρα Βέρθερου (Φραντσέσκο Ντεμούρο) στην Σαρλότ (Ανίτα Ρατσβελισβίλι)
Περισσότερες πληροφορίες
«Βέρθερος»
Η κορυφαία μεσόφωνος Ανίτα Ρατσβελισβίλι κάνει το ντεμπούτο της στο ρόλο της Σαρλότ, στην αναβίωση της τελευταίας όπερας που σκηνοθέτησε ο αείμνηστος Σπύρος Ευαγγελάτος. Διευθύνει ο διεθνώς καταξιωμένος Καναδός αρχιμουσικός Ζακ Λακόμπ, ενώ το ρόλο του τίτλου ερμηνεύει ο σπουδαίος Ιταλός τενόρος Φραντσέσκο Ντεμούρο.