Σιγά σιγά ο Σιγανίδης μεταμορφώνεται σε Σαχτούρη. Σχεδόν κοντεύει να του μοιάσει. Πέρσι τον είχα δει στο χώρο του ΚΕΤ. Κάποια στιγμή σταμάτησε για να βγάλει τη ζακέτα του. Μετά συνέχισε να παίζει μπάσο όπως ακριβώς είχε κρεμάσει τη ζακέτα στην πλάτη της καρέκλας. Για μερικούς τα πράγματα είναι απλά.
Τώρα τον βλέπω στο YouTube παρέα με τον Larry Gus. Η σαραντάλεπτη συναυλία ανέβηκε στο κανάλι της Στέγης, στις 12 Φλεβάρη. Από τη μία η φωνή του Σαχτούρη, όπως ηχογραφήθηκε τη δεκαετία του ’70. Από την άλλη δύο μουσικοί που είναι ταυτόχρονα περφόρμερ. Ο Σιγανίδης είναι ένας βλοσυρός κωμικός και ο Larry Gus χρησιμοποιεί την αποτυχία ως υλικό. Όποτε τραγουδάει ο πρώτος, ακούγεται σαν άθεος ψάλτης και όταν τραγουδάει ο δεύτερος, ακούγεται σαν κάποιος που παραπονιέται επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει. Και τότε το παράπονο γίνεται τραγούδι.
Αν η Στέγη είχε την ιδέα να φέρει κοντά δύο ξεχωριστές ιδιοσυγκρασίες, τα κατάφερε: δεν υπήρξε καμία συνάντηση. Ωστόσο δημιουργήθηκε μια υπόγεια συνενοχή μεταξύ τους. Ο ένας έγινε σέσιον μουσικός στα κομμάτια του άλλου. Με ανιδιοτέλεια. Κάτι που δεν το βρίσκεις συχνά.
Μπορεί οι εκτελέσεις των κομματιών του Σιγανίδη να ακούγονται πιο ηλεκτρικές από τις πρωτότυπες ή τα κομμάτια του Larry Gus να διατηρούνται σχετικά ανέπαφα, μα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η εναλλαγή: πώς από την ποίηση του Σαχτούρη –"Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρό σας"- μεταπηδάς σ’ ένα πειραγμένο τσιφτετέλι –"Foreign Steps"- με στίχους του Ευθύμη Φιλίππου. Από τον μινιμαλιστή του τρόμου στον διαφημιστή του κυνισμού. Η αδικία είναι πως λειτουργεί περίφημα. Ο κόκκινος φωτισμός λιώνει σε παγωμένο μπλε και η υπόλοιπη μπάντα, Γιάννης Αναστασάκης στις κιθάρες και Μανώλης Παπαδόπουλος στα τύμπανα, έχει την ευελιξία ν’ ακολουθήσει τις πιθανές μεταμορφώσεις της. Από αυτοσχεδιαστικό σχήμα σε λαϊκή κομπανία και από ποπ συγκρότημα σε πειραματικό σύνολο, χωρίς ευτυχώς ο πειραματισμός να φέρει το στίγμα της εσωστρέφειας.
Ακόμα κι αν ήταν προτιμότερο να δεις ζωντανά τη μουσική αυτή σύμπραξη, τελικά υποκύπτεις στον πειρασμό. Το βλέμμα αντικαθίσταται από τις κάμερες της παραγωγής κι επομένως δεν χρειάζεται να γίνεις ιδιαίτερα ενεργητικός. Άλλωστε πρόκειται για μια άρτια καταγραφή, παρόλο που μερικές φορές έχεις την αίσθηση πως ο Χρήστος Σαρρής σκηνοθετεί όπως ένας συγγραφέας που έχει βαλθεί να γράψει ένα κείμενο μόνο με επίθετα.
Τουλάχιστον, στην πληθωρικότητα των λήψεων, αντιστέκονται οι διαφάνειες που προβάλλονται από το επιδιασκόπιο της Ναταλία Μαντά. Όσο πιο φευγαλέα εμφανίζονται, τόσο πιο συγκεκριμένες γίνονται. Θραύσματα που αποκωδικοποιούν το στίχο "Δεν αγαπάει το θάνατο ο κινηματογράφος" ο οποίος ακούγεται από τα χείλη του Σαχτούρη λες και βγαίνει από τους τοίχους του στούντιο, εκεί μάλιστα που κάποτε στεγαζόταν η Φίνος Φιλμ. Όλοι βέβαια γνωρίζουμε πως το σινεμά είναι μια παρέλαση νεκρών και μελλοθάνατων, μια νεκρόπολη χτισμένη από εικόνες, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.
Μόνο στην εκτέλεση του "Θηρίου", που αποτελεί την κορύφωση του σετ, η Ναταλία κάνει το λάθος να δώσει μορφή στο τέρας συρρικνώνοντας τον εφιάλτη του Σαχτούρη σε μια φιγούρα κομμένη από το θέατρο σκιών της. Λίγο πριν εκδοθεί η "Μεταμόρφωση" ο Κάφκα ήταν κατηγορηματικός στον εικονογράφο του εξωφύλλου: "Το έντομο δεν μπορεί να σχεδιαστεί". Ο Σαχτούρης ήταν ένας φανατικός του Κάφκα. και πέρα από τα λόγια, συγκρότημα και συνεργείο, στις καλύτερες στιγμές τους, δείχνουν να έχουν καταληφθεί από "μια μυστική δύναμη που τους απαγορεύει να βγουν από το δωμάτιο", για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τη νουβέλα του 1912.
Προς το τέλος ο Σιγανίδης απαγγέλλει τους στίχους από το "Ένας κόσμος νεκρός" του Σαχτούρη, επιτέλους με τη δική του φωνή, ο Larry Gus εγκαταλείπει τη θέση του, οι διαφάνειες της Ναταλίας πέφτουν πάνω στο σώμα του ενώ χορεύει, κι εμένα με φωνάζουν από το καθιστικό αλλά δεν απαντώ. Ένα πουλί έχει κολλήσει στην οθόνη του υπολογιστή μου.