Μέσα σε 4 χρόνια από τη διάλυση των Buffalo Springfield (1968), ο Neil Young γεύτηκε τη νούμερο 1 επιτυχία τόσο στην πατρίδα του (Καναδάς), όσο και στις μεγάλες μουσικές αγορές της εποχής (Η.Π.Α., Αυστραλία, Βρετανία). Και αιτία γι' αυτό υπήρξε το "Harvest". Ένας δίσκος που κράτησε τον μύθο του μέσα στις δεκαετίες, συνεχίζοντας να χαίρει εκτίμησης και από νεότερες φουρνιές ακροατών, αγέννητες το 1972, όταν και πρωτοκυκλοφόρησε. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2019 ο τραγουδοποιός δέχτηκε και μια πρόταση εκατομμυρίων δολαρίων ώστε να περιοδεύσει ανά τον κόσμο παίζοντάς το, την οποία όμως αρνήθηκε, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στο AARP.
Ήταν δεδομένο, λοιπόν, ότι τα 50 χρόνια "Harvest" δεν θα περνούσαν έτσι. Ακόμα και με τον μπελά της πανδημίας στη μέση, μια deluxe επανέκδοση μπήκε έγκαιρα σε τροχιά ώστε να κυκλοφορήσει λίγο πριν το φινάλε του 2022, προσφέροντας ένα κουτί με: το αυθεντικό άλμπουμ, τρία στούντιο outtakes, μια ζωντανή performance στο BBC, το αδημοσίευτο ντοκιμαντέρ "Harvest Time" (δίωρο, γεμάτο πλάνα από τις ηχογραφήσεις του 1971 στο ράντσο Broken Arrow στη βόρεια Καλιφόρνια, στο Νάσβιλ και στο Λονδίνο), ένα πόστερ εποχής, συν ένα σκληρόδετο βιβλιαράκι με άγνωστες φωτογραφίες και καινούρια liner notes από τον Joel Bernstein.
Το υλικό αυτό αποδεικνύεται πολύτιμο και για το παζλ της δημιουργίας του "Harvest", αλλά και για μια εκ νέου αποτίμησή του, πιο ολικής φύσης από ό,τι ίσως έχουν στο μυαλό τους ακόμα και ακροατές καλά εξοικειωμένοι μαζί του. Κάτι, βέβαια, που αποδεικνύεται συνάμα και ως δοκιμασία για το θρυλικό στάτους το οποίο απολαμβάνει, γιατί, ενώ το διατηρεί ως περίφημο folk rock έμβλημα των αρχών της δεκαετίας του 1970, θέτει και ορισμένα πράγματα σε λιγότερο λαμπρές βάσεις.
Το κουβάρι ξετυλίγεται καλύτερα αν εκκινήσει κανείς από το DVD με τη συναυλία του Φεβρουαρίου 1971 στο BBC: παρά τα κάποια ζητήματα ήχου, που παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Young, είναι εκεί όπου πρωτοπαρουσιάζονται ζωντανά μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια που θα περιέχονταν στο "Harvest". Δίνοντας έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο έτοιμα ήταν ήδη από εκείνο το πρώιμο στάδιο το "Old Man", το "Out On The Weekend" ή το "Heart Of Gold", αλλά και πόσο αφοπλιστικός έδειχνε πάνω στη σκηνή ο Καναδός τραγουδοποιός, είτε κρατώντας την κιθάρα του, είτε καθισμένος στο πιάνο, είτε απευθυνόμενος χιουμοριστικά στο κοινό.
Τη σκυτάλη παίρνει το "Harvest Time", από το οποίο παρελαύνουν όλες οι φιγούρες που κάπως μπλέχτηκαν τότε με τη δημιουργία του άλμπουμ. Βλέπουμε δηλαδή ακόμα και την ηθοποιό Carrie Snodgress (μούσα του Young για το "Heart Of Gold") ή τον επιστάτη του ράντσου του Louis Avila, που υπήρξε έμπνευση για το "Old Man", αν και την παράσταση κλέβει ο δωδεκάχρονος Gil Gilliam στον ραδιοσταθμό του Νάσβιλ, αφού κάνει καλύτερες και πιο τολμηρές ερωτήσεις από τον μάλλον βαριεστημένο παραγωγό. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο θαυμαστό αν συνυπολογίσουμε τα προβλήματα υγείας τα οποία τον βάραιναν: οι πατερίτσες που αντικρίζουμε οφείλονται στο ότι γεννήθηκε με ένα μόνο νεφρό, με αποτέλεσμα τα πόδια του να μη μπορέσουν να αναπτυχθούν σωστά. Θα ζούσε ως το 1992.
Περισσότερο από όλα, πάντως, το ντοκιμαντέρ κοινωνεί μια ωμή αλήθεια περί Neil Young, η οποία και τον τιμά, μα και κάπως τον απομυθοποιεί. Μπορεί πλέον να τον θεωρούμε σεβάσμια μορφή, δίνοντας βάση και στις απόψεις του πέρα από τα τραγούδια του, ωστόσο στα πλάνα αυτά του 1971 αποτυπώνεται ως ένας εικοσιεξάχρονος που δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να πει για τις διεργασίες πίσω από τη μουσική του, ούτε και γνωρίζει τις ευρύτερες rock εξελίξεις: στο Λονδίνο, π.χ., όταν ο David Meecham τον ρωτά για τους Pink Floyd, απαντά ότι τους αγνοεί.
Δεν αποφεύγεις λοιπόν την εντύπωση ενός νεο-ευκατάστατου χίπη, που όμως διέθετε ένα εκπληκτικά πηγαίο ταλέντο να γεννά όμορφες μελωδίες, μα και να τις "ακούει" στο κεφάλι του με έναν συγκεκριμένο τρόπο, στον οποίον κι επέμεινε έπειτα διεξοδικά, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Ακόμα και απέναντι στη London Symphony Orchestra, όπου δεν ήταν μεν σε θέση να εξηγήσει με τεχνικούς όρους τι δεν του καθόταν σωστά στο αφτί, μα πέτυχε να το καταστήσει σαφές.
Έτσι, όταν ξαναφτάνεις στο ίδιο το "Harvest", βλέπεις πιο καθαρά πού ακριβώς στεκόταν στον rock ορίζοντα του 1972. Δεν επρόκειτο δηλαδή για το κραυγαλέο αριστούργημα που ζωγραφίστηκε αργότερα, αν και ήταν ανώτερο από τον προκάτοχό του "After The Gold Rush" (1970) –δίσκο καλό, μα εσχάτως υπερεκτιμημένο, λόγω της προπατορικής του θέσης για την αμερικάνικη indie αισθητική που θαυμάζεται στις μέρες μας.
Η επανέκδοση, ας πούμε, αφήνει εμφανώς μετέωρους τους πειραματισμούς με τη London Symphony Orchestra, είτε τους δούμε ως ξάνοιγμα προς ένα κοινό με πιο μεσοβέζικα γούστα, είτε ως δευτεροκλασάτο φλερτ με τους Beatles. Επιπλέον, η στιχουργική αποκαλύπτεται συχνά ως συγκεχυμένη και ολίγον άτσαλη, ειδικά στα "A Man Needs A Maid" (όπου η λέξη maid ξένισε και τότε) και "Alabama", που προκάλεσε και την απάντηση των Lynyrd Skynyrd με το θρυλικό "Sweet Home Alabama" –μια δίκαιη απάντηση, όπως θα παραδεχόταν αργότερα ένας πιο ώριμος και κατασταλαγμένος Young. Χάρη βέβαια στην κλάση όσων τραγουδιών πρωτοπαρουσιάστηκαν στο BBC, αλλά και στον σαγηνευτικό ηλεκτρισμό των "Words" και "Alabama", το "Harvest" αποτυπώνεται ως η πιο δυνατή και αυτόνομη κατάθεση του Neil Young στο rock μεσοδιάστημα που αναζητούσε μεταξύ Bob Dylan και Rolling Stones.
Κάπως έτσι, το βάθρο στο οποίο έχουμε μάθει να καθίζουμε το "Harvest" ίσως να κονταίνει, από την άποψη ότι ορισμένες αδυναμίες αναδεικνύονται πλέον πιο καθαρά, συγκριτικά με ενστάσεις προηγούμενων δεκαετιών. Ταυτόχρονα, πάντως, βρίσκει κανείς και καινούριους τρόπους να αγαπά αυτόν τον πραγματικά θαυμάσιο δίσκο –νέες οδούς επανασύνδεσης με την κομψότητα των σπουδαίων του τραγουδιών. Ίσως γιατί μερικές φορές αγαπάμε πιο έντονα το μη τέλειο, ως κάτι πιο ανθρώπινο.