Μισό αιώνα μετά, τα απέραντα χωράφια της νιότης του Κώστα Τουρνά έχουν πια τον δικό τους χώρο στη φαντασία και στις καρδιές πολλών από όσους άγγιξε η rock φλόγα, όπως έλαμψε στο μεταίχμιο μεταξύ των δεκαετιών του 1960 και 1970. Κι ας μην έζησαν ποτέ σε τέτοιο τοπίο· κι ας μην έτρεξαν ποτέ παρέα με τα άλογά τους. Αν και τα γνωρίσαμε στα αστικά μας διαμερίσματα –ίσως στην ίδια πόλη που πλήγωσε τον ρομαντισμό του ήρωα των στίχων– συναισθανθήκαμε τη διασύνδεσή τους και με τον θρυμματισμό των μεγάλων εφηβικών ονείρων, αλλά και με την ανάγκη της ουμανιστικής αγάπης να επιβιώσει κόντρα στην επέλαση μιας κυνικής πραγματικότητας.
Το 2012, γιορτάζοντας τα 40 χρόνια του δίσκου, ο Τουρνάς τον έπαιξε ολόκληρο στο "Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού". Στο τέλος της βραδιάς απευθύνθηκε στο κοινό, λέγοντας ότι ήταν 23 ετών όταν τον έγραψε, σε μια προσπάθεια να συμπυκνώσει το απόσταγμα όσων αισθάνεται κάθε νέος που άλλα πράγματα μαθαίνει κι άλλα συναντά βγαίνοντας στη ζωή. Τόσο η επιτυχία εκείνης της συναυλίας, όσο και η παρούσα επανέκδοση –η οποία έγινε από την Cobalt Music σε 300 αντίτυπα βινυλίου, ειδικά για το "Public"– δείχνουν ότι η σαγήνη αυτής της ανώμαλης προσγείωσης καλά κρατεί.
Άλλωστε δεν είναι η πρώτη επανέκδοση: τα "Απέραντα Χωράφια" επανεμφανίστηκαν και κατά τη δεκαετία του 1980, ντυμένα με διαφορετικό εξώφυλλο (με ηλιοβασίλεμα και στάχυα), πέρασαν έπειτα στην εποχή του CD το 1994, ενώ το 2009 κυκλοφόρησαν και σε 300 αντίτυπα βινυλίου 180 γραμμαρίων από την Anazitisi, με επιπλέον, δίγλωσσα πληροφοριακά στοιχεία. Η νυν επανέκδοση δεν περιέχει κάτι ανάλογο, όμως αναπαράγει πιστά την αυθεντική κόπια του 1972, ενσωματώνοντας και το πόστερ εποχής που τη συνόδευε, με τη σκιτσαρισμένη μορφή του Τουρνά.
Ωστόσο, παρά το διαρκές ενδιαφέρον που μαρτυρούν τέτοιες κινήσεις, ελάχιστα ουσιαστικά πράγματα γράφτηκαν για τα "Απέραντα Χωράφια" στο διάβα αυτού του μισού αιώνα που γιορτάζουν τώρα. Σε πρόσφατα χρόνια, ας πούμε, μόνο ο Φώντας Τρούσας τα έχει ορθώς τοποθετήσει στο πλαίσιο της διάλυσης των Poll, επισημαίνοντας ότι στο δεύτερο και τελευταίο τους άλμπουμ ("Poll", επίσης 1972) ο Κώστας Τουρνάς και οπισθοχωρεί ως βασικός συνθέτης και δείχνει παράλληλα να προμηνύει τα όσα θα έρχονταν. "Τα Απέραντα Χωράφια γράφτηκαν μέσα σε ένα μόλις απόγευμα, το καλοκαίρι του 1972, όταν δουλεύαμε στο κέντρο Μαϊμού", μου είπε ο Τουρνάς το 2016, σε μια συζήτηση στο στούντιό του στο Πολύγωνο. Επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, ότι ο όποιος μύθος δημιουργήθηκε εν καιρώ: η εταιρία δίστασε στην προοπτική χρήσης συμφωνικής ορχήστρας, ενώ ο δίσκος πούλησε μόλις 3.000 αντίτυπα, νούμερο απογοητευτικό για την εποχή. Παρά ταύτα παίχτηκε στη "Σοφίτα" της Πλάκας, ενώ τον Φεβρουάριο του 1973 παρουσιάστηκε και στο κινηματοθέατρον "Άστρον" των Αμπελοκήπων.
Αναλόγως υποφωτισμένα, πάντως, είναι και τα ηχητικά επιτεύγματα του δίσκου. Παρά τους εκπληκτικούς στίχους, δηλαδή, το ειδικό του βάρος οφείλεται στη σύμπλευσή τους με τη μουσική –η οποία εκτελέστηκε από το συγκρότημα Ρουθ (Γιώργος Στεφανάκης, Γιώργος Φιλιππίδης & Χρήστος Στασινόπουλος) και την Ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, σε διεύθυνση Κώστα Κλάββα– όπως και από το γεγονός ότι εδώ είχαμε το πρώτο ελληνικό concept album. Παρά τα 23 του χρόνια ο Τουρνάς πραγματοποίησε ένα γενναίο συνθετικό άνοιγμα, συνταιριάζοντας αρμονικά την ελληνική γλώσσα και τη φωνητικότητά της σε έναν αγγλοαμερικανικό ηλεκτρικό ήχο με pop ξέφωτα και progressive/folk rock ταυτότητα (ανά σημεία έρχονται κατά νου οι Jethro Tull), στον οποίον προσπάθησε να εντάξει και λόγια, συμφωνικά στοιχεία.
Θα είχε ενδιαφέρον αν μαθαίναμε τις πωλήσεις αυτής της νέας επανέκδοσης των "Απέραντων Χωραφιών", γιατί, με δεδομένο ότι οι παλιοί τα έχουν, θα αντανακλά το χειροπιαστό ενδιαφέρον μίας ακόμα ηλικιακής φουρνιάς ακροατών. Επιτρέποντας, ίσως, να ξαναβγούν κι άλλοι δίσκοι της ίδιας εποχής, η οποία υπήρξε πολύ δημιουργική για τα εγχώρια pop/rock πράγματα.