100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τρεις επετειακές εκδηλώσεις σημαντικών φορέων στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εστίασαν σε -εν πολλοίς, άγνωστο- δημιουργικό έργο συνθετών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Μικρά Ασία, την εποχή ακμής του Ελληνισμού. Φιλόδοξα και ενδιαφέροντα, τα σχετικά προγράμματα εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά σε έργα εθνικοσχολικής αισθητικής ή ελληνικής έμπνευσης/θεματικής. Καθώς πολλά από αυτά ήσαν μάλλον άνισα, το ακρόαμα απέβαινε -δυστυχώς- ενίοτε κουραστικό.
Η αρχή έγινε στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" στις 10/11 με την υπό τον τίτλο "Μνήμη Μικράς Ασίας" συναυλία της ορχήστρας "Φιλαρμόνια" Αθηνών υπό τον ακάματο Βύρωνα Φιδετζή.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη "Βυζαντινή θυσία" (1935) του Πέτρου Πετρίδη, γραμμένη κατά την περίοδο που ο Καππαδόκης συνθέτης έπαιρνε αποστάσεις από την δημοτικοφάνεια, συνδυάζοντας τις τροπικές κλίμακες (με απηχήσεις βυζαντινού μέλους) με πιο δυτικά ακούσματα, έστω με κόστος έναν κάποιο σχολαστικισμό της γραφής (ιδίως στην καταληκτική φούγκα). Η επιτυχημένη ανάγνωση αξιοποίησε τη διαύγεια ήχου των εγχόρδων και τις αξιόπιστες παρεμβάσεις των ξύλινων (ωραίο σόλο αγγλικού κόρνου της Κρινιώς Τρούλλου), φωτίζοντας τον πολυφωνικό χειρισμό του μουσικού υλικού.
Ακολούθως, η υψίφωνος Σοφία Κυανίδου απέδωσε αξιοπρεπώς τις "Τρεις ελληνικές λαϊκές μελωδίες" (1915/26) του Κωνσταντινουπολίτη Γεωργίου Πονηρίδη, μια νεανική απόπειρα ιδιότυπης, αν όχι εξεζητημένης προσέγγισης του παραδοσιακού πρωτογενούς υλικού μέσα από μία πιο εκλεκτική, "δυτική" αρμονική επεξεργασία. Ζητούμενο παρέμενε διαρκώς η μουσική/εκφραστική/συγκινησιακή συμβατότητα της -μεμονωμένα θεωρούμενης, συχνά θαυμάσιας- ορχηστρικής γραφής (που ακολουθούσε τα εθνικοσχολικά προτάγματα) με αυτήν φωνητική, που αναδεικνυόταν εναργέστερα μόνο στα -λίγα- σημεία όπου η ενορχήστρωση διατηρούσε μιαν υποβλητική, ιμπρεσιονιστική διάσταση.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με την εκτενέστατη -σχεδόν 75λεπτης διάρκειας- σύνθεση "Από τη ζωή και τους καημούς του Καπετάν Λύρα" (1942/57) του Μανόλη Καλομοίρη, τα κατά τον Σμυρνιό συνθέτη και γενάρχη της Ελληνικής εθνικής σχολής "μουσικά απομνημονεύματά" του. Την εκτέλεση συνόδευσε ευπρόσδεκτα η προβολή υλικού (χειρόγραφα, φωτογραφίες, καρτ ποστάλ κλπ) από το Αρχείο Καλομοίρη.
18 χρόνια μετά από την τελευταία παρουσίασή του στο πλαίσιο των "Ελληνικών Μουσικών Γιορτών" που διοργάνωνε η ΚΟΑ, η νέα ακρόαση επιβεβαίωσε τις εντυπώσεις ενός σχοινοτενούς στα όρια του ανοικονόμητου, μάλλον φλύαρου, αυτοαναφορικού έργου, στο οποίο ο Καλομοίρης διατρέχει μουσικά την προσωπική του διαδρομή, συχνότατα ταυτισμένη με τις περιπέτειες του Ελληνισμού.
Ο "Καπετάν Λύρας" αποτελεί ουσιαστικά μία σπονδυλωτή συρραφή συμφωνικών ποιημάτων με τραγούδι, κάθε μέρος της οποίας παρουσιάζει -υπό τη συνοδεία ορχήστρας- αφηγητής. Τα φωνητικά μέρη απέδωσαν επαρκώς οι υψίφωνοι Νίνα Κουφοχρήστου και Σοφία Κυανίδου, ο τενόρος Φίλιππος Μοδινός και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (που ανέλαβε, με μικροφωνική ενίσχυση, και το ρόλο του αφηγητή).
Σε κάθε ενότητα αξιοποιείτο παλιότερο μουσικό υλικό του Καλομοίρη με ευανάγνωστες αναφορές στους τόπους που τον σημάδεψαν, αντανακλώμενες και στη διαφορετική φωνητική επεξεργασία: από το Sprechgesang με δραματικές εξάρσεις για υψίφωνο ("Σμύρνη") στην πιο ηρωική ("Πόλη") ή λυρική ("Αθήνα") γραφή για τενόρο, από την πιο ανάλαφρη γραφή για λυρική κολορατούρα ("Βιέννη") στη δραματική εξαγγελία ("Ρωσία") ή τον λεβέντικο πεντοζάλη ("Κρήτη") για βαρύτονο. Η δεξιοτεχνικά πλέον απαιτητική γραφή επιφυλάχθηκε στην άρια για λυρική κολορατούρα "Ο Γέρο Βοσκός και τ’Αηδόνι", το πιο ευσύνοπτο/πυκνογραμμένο μέρος ήταν το εμβατηριακό "Μολών λαβέ" για βαρύτονο, ενώ όλοι οι μονωδοί συνέπραξαν μόνο στη "Σάμο".
Παρότι δεν έλειψαν κάποιες γοητευτικές, ατμοσφαιρικές σελίδες οριενταλίζουσας ορχηστρικής γραφής (θαυμάσιο "Ποστλούδιο"), παρά την φροντισμένη μουσική διεύθυνση και ορχηστρική απόδοση, παρά τη γλαφυρή αφήγηση του Χριστογιαννόπουλου, το ενδιαφέρον της εκτέλεσης -και του κοινού- έβαινε συνεχώς μειούμενο…
Την επομένη (11/11), ήταν η σειρά της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τη μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη να τιμήσει, στην ίδια αίθουσα, την επέτειο των 100 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης. Αποφεύγοντας -ορθά- τη μονοθεματική λογική, το πρόγραμμα της συναυλίας με τίτλο "1922" δεν περιορίσθηκε μόνο σε έργα συνθετών από τις χαμένες πατρίδες.
Αρχικά, ακούσθηκε το σύντομο "Βυζαντινό Τρίπτυχο για ορχήστρα εγχόρδων" (1946) του Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, μια καλογραμμένη, υποβλητική σύνθεση με σαφείς επιρροές από το βυζαντινό μέλος και τον ύστερο ρομαντισμό, η απέριττη ενορχήστρωση της οποίας καθιστά ιδιαιτέρως ανάγλυφη την περίτεχνη αρμονική ή αντιστικτική πλοκή.
Αμέσως μετά δόθηκε η πενταμερής σουίτα για (πολίτικη) λύρα και συμφωνική ορχήστρα "Μελίτα Γκαμπές" του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, ένα πρωτότυπο εγχείρημα σύνδεσης ενός παραδοσιακού οργάνου με τον κόσμο της συμφωνικής μουσικής. Ανεξαρτήτως των φιλόδοξων προθέσεων και της ποιότητας της γραφής τόσο για την πολίτικη λύρα -τις τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες της οποίας ανέδειξε έξοχα στα σολιστικά εδάφια ο σπουδαίος Σωκράτης Σινόπουλος- όσο και για την ορχήστρα (π.χ. το υποβλητικό ξεκίνημα του 1ου μέρους με άρπα και βιμπράφωνο, η α-λα-Γκλας χρήση των κρουστών στο 5ο, η επαναληπτικής λογικής "καταδίωξη" στα φινάλε 3ου και 4ου μέρους), η ιδιότυπη ώσμωση ηχοχρωμάτων, ύφους και διαθέσεων δύο διαφορετικών κόσμων (Ανατολής και Δύσης) δεν κατάφερε να οδηγήσει σε κάποιας μορφής δημιουργική συνάντησή τους. Η μελαγχολία και η λεπτότητα ήχου της -μικροφωνικά ενισχυμένης- λύρας ίσως απαιτούσε μία πιο λεπταίσθητη ενορχήστρωση…
Το πρώτο μέρος της βραδιάς έκλεισαν δύο συνθέσεις του Καλομοίρη για σόλο βιολί και ορχήστρα, το σύντομο "Νυχτερινό" και οι πιο εκτενείς "Νησιώτικες Ζωγραφιές", που απέδωσε ο Σίμος Παπάνας. Η κατά περίπτωση αποκατάσταση ή επιμέλεια του μουσικού υλικού αμφοτέρων έγινε από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
Το τρυφερό, ρομαντικό "Νυχτερινό" (1932) συνιστά ουσιαστικά επεξεργασία του νεανικού (1906/1908) πιανιστικού "Νυχτιάτικου" για βιολί και μικρό ορχηστρικό σύνολο, που καλείται να αποδώσει μιαν ανάλαφρη, ατμοσφαιρική γραφή. Οι "Νησιώτικες Ζωγραφιές" (1928/1939) αποτελούν μια μάλλον ετερόκλητη σουίτα με σαφή δημοτικοφανή ακούσματα και ενίοτε πιο φλύαρη ανάπτυξη. Το ηδυπαθές, δεξιοτεχνικά και ορθοτονικά ανεπίληπτο παίξιμο του Παπάνα πρόβαλε γλαφυρά τις οριενταλίζουσες πινελιές της γραφής, εντασσόμενο αβίαστα στον ορχηστρικό καμβά (ωραίο σόλο αγγλικού κόρνου της Στέλλας Νικολαΐδη) που ύφανε με μεγάλη ακρίβεια και εκφραστικότητα ο Λογιάδης. Όμως, οι απολαυστικά χυμώδεις καλομοιρικές παρτιτούρες (ειδικά η δεύτερη) θα αναδεικνύονταν εντελέστερα, αν ο λαμπρός βιολιστής δεν ενέμενε σ’ένα παίξιμο mezzo piano, σε συστηματικά χαμηλές δυναμικές…
Ακολούθως, η αυστηρή "Ιωνική Σουίτα" (1934) του Πετρίδη επιβεβαίωσε τόσο την αρτιότητα αξιοποίησης από τον συνθέτη των αρχαίων τρόπων και την ευφάνταστη, τελειοθηρικά πλασμένη αρμονική πλοκή και ενορχήστρωση, όσο και την έλλειψη μιας πιο ευδιάκριτης "προσωπικής" υπογραφής. Αν στα πρώτα μέρη του εξαμερούς έργου η έμπνευση από τη γαλλική μουσική ήταν σαφής, στα τελευταία ήσαν πιο έντονες οι επιρροές από τον βρετανικό ύστερο ρομαντισμό. Παρά το προσεγμένο ορχηστρικό παίξιμο και τις καλλιεπείς συνεισφορές των πνευστών (και δη αυτές του κλαρινετίστα Κώστα Τζέκου), η ερμηνεία ηχούσε ενίοτε βαριά (π.χ. στο μενουέτο), ενώ και ο ειρμός αφήγησης και πρόσληψης διαρρηγνυόταν συνεχώς από τα χειροκροτήματα μετά από κάθε μέρος.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την απαιτητική "Χορευτική σουίτα" του Μπάρτοκ, μία εξαμερή σύνθεση "φαντασιακού φολκλόρ", στην οποία ο Ούγγρος μουσουργός εμπνέεται από παραδοσιακές μελωδίες διαφόρων χωρών, χωρίς να τις χρησιμοποιεί αυτούσιες. Ο Λογιάδης διέπλασε, με σβέλτα τέμπι, μία σφιχτή, ισορροπημένη εκτέλεση, που διέθετε τον αναγκαίο λικνιστικό βηματισμό και φώτισε επαρκώς την ευφάνταστη ενορχήστρωση, την ηχοχρωματική και ρυθμική πολυσχιδία, τις αντιθέσεις διαθέσεων. Καθοριστικές απέβησαν εν προκειμένω οι επιτυχημένες σολιστικές παρεμβάσεις ξύλινων (Γιάρκε, Βάμβας, Κ. Τζέκος, Αλέξανδρος Οικονόμου) και χάλκινων (Α. Πυλαρινός) πνευστών της ΚΟΑ.
Το τρίπτυχο εκδηλώσεων ολοκληρώθηκε τις προάλλες (14/12) στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" με αυτήν που διοργάνωσε ο "Σύλλογος Οι Φίλοι της Μουσικής", ένα ρεσιτάλ τραγουδιών συνθετών της Μικρασίας, στο οποίο συνέπραξαν, υπό την πιανιστική συνοδεία του Δημήτρη Γιάκα, που είχε και την επιμέλεια του προγράμματος, η υψίφωνος Μίνα Πολυχρόνου και η μεσόφωνος Έλενα Μαραγκού.
Σε αυτό ακούσθηκαν, πέρα από τραγούδια των Πονηρίδη, Πετρίδη, Καλομοίρη, τραγούδια λόγιας αλλά και ελαφράς μουσικής των Γιάννη Κωνσταντινίδη/Κώστα Γιαννίδη και Μιχάλη Σουγιούλ, αλλά και δημιουργίες των ελάχιστα γνωστών συνθετών Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, Δημοσθένη Μιλανάκη, Τιμόθεου Ξανθόπουλου και Αλέξανδρου Αλμπέρτη.
Κοινοί τόποι σπουδών, καλλιτεχνικοί στόχοι και συνεργασίες συνδέουν ποικιλότροπα τους συνθέτες αυτούς που οι δρόμοι τους συναντήθηκαν συχνά. Ο Μιλανάκης υπήρξε δάσκαλος του Κωνσταντινίδη, ενώ ο Ξανθόπουλος δίδαξε πιάνο στον μικρό Καλομοίρη στην Αθήνα. Ο Αλμπέρτης σπούδασε θεωρητικά πλάι στον Καλομοίρη και στη συνέχεια εργάσθηκε -όπως και ο Μιλανάκης- στο ωδείο του (Ελληνικό Ωδείο).
Αναπόδραστα, όλα τα τραγούδια δεν είχαν την ίδια αξία ή τον ίδιο βαθμό (ερμηνευτικής) δυσκολίας ή έμπνευσης. Η απόδοσή τους εξαρτήθηκε επίσης από το τίμπρο και την προσέγγιση της κάθε μονωδού. Το τραγούδι της Μαραγκού ήχησε με τη γνωστή ευγένεια και καλαισθησία, αλλά και με γενικά θολή άρθρωση και κυρίως μια κάποια εκφραστική αποστασιοποίηση (έντονα αισθητή στα δημοφιλέστατα -πιο θεατρικά- ελαφρά τραγούδια των Σουγιούλ και Γιαννίδη). Αντιθέτως, εξαιρετική υπήρξε η απόδοση των ατμοσφαιρικών, άκρως εκλεπτυσμένων "Πέντε τραγουδιών της προσμονής από τη Λυρική Προσφορά του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ" του Γιάννη Κωνσταντινίδη, των οποίων πρώτη ερμηνεύτρια υπήρξε η μεσόφωνος Καίτη Κοπανίτσα, εκλεκτή ληντερίστα και δασκάλα της Μαραγκού.
Καταξιωμένη λυρική ερμηνεύτρια -την οποία, παραδόξως, έχουμε καιρό να ακούσουμε!- η υψίφωνος Μίνα Πολυχρόνου χάρισε εύλογα πιο εξωστρεφείς, θεατρικές ερμηνείες, με καθαρή νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου (αν και με ενίοτε αδόκητες επιλογές άρθρωσης). Αντιμετώπισε επίσης με γενναιότητα -αλλά και μια κάποια υπερβολή- τα πιο απαιτητικά από φωνητικής άποψης τραγούδια, όπως αυτά του Καλομοίρη ή το εναρκτήριο "Ανέβηκα στα Άγραφα", ένα από τα "Έξι ελληνικά δημοτικά τραγούδια" για φωνή και πιάνο του Πονηρίδη.
Η ακρόαση ενός ακόμη μη ενορχηστρωθέντος τραγουδιού ("Η Παπαδιά") αλλά και της αρχικής εκδοχής του -ενορχηστρωθέντος- "Ένα καράβι από τη Χιο" αυτού του τελευταίου (που ερμήνευσε η Μαραγκού) επιβεβαίωσε την υποψία ότι η κάπως εγκεφαλική προσέγγιση του παραδοσιακού ήχου με τη σαφή έμφαση στο χρωματικό στοιχείο αναδεικνύεται καλύτερα από το πιάνο παρά από την ορχήστρα. Η όμορφη βραδιά ενώπιον ενός πολυάριθμου ακροατηρίου ολοκληρώθηκε με το ντουέτο Βασίλισσας των άσπρων νησιών-Αραπίνας από την σπανιότατα παιζόμενη όπερα "Ανατολή" του Καλομοίρη.
Με τις μυριάδες αποχρώσεις, τη ρυθμομελωδική σαφήνεια και την αφηγηματική ευφράδεια του παιξίματός του, το πιάνο του Γιάκα υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του αφιερώματος. Άριστος γνώστης του ελληνικού τραγουδιού και έξοχος συνοδός, ο Γιάκας παραμένει εδώ και 3 δεκαετίες ένας από τους πολυτιμότερους λίθους της μουσικής μας ζωής…
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την παρουσίαση ("Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 10/11) της σύνθεσης "Από τη ζωή και τους καημούς του Καπετάν Λύρα" του Καλομοίρη από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Βύρωνα Φιδετζή και 4 μονωδούς (εκατέρωθεν του αρχιμουσικού και από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι υψίφωνοι Νίνα Κουφοχρήστου και Σοφία Κυανίδου, o τενόρος Φίλιππος Μοδινός και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος)