Η παρουσία δύο κορυφαίων σύγχρονων βιολιστών, του Λεωνίδα Καβάκου και της Βικτόριας Μούλλοβα, κόσμησε τα πρώτα ρεσιτάλ του κύκλου "Violin Masters" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του. To ενδιαφέρον και το κύρος των δύο βραδιών αύξησε η σύμπραξη δύο σημαντικών πιανιστών.
Τις προάλλες (30/11), καρφίτσα δεν έπεφτε στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" για το ρεσιτάλ του Καβάκου, τον οποίο συνόδευσε η εξίσου διάσημη Κινέζα πιανίστα Γιούτζα Ουάνγκ. Τακτικοί συνεργάτες, οι δύο μουσικοί εμφανίσθηκαν ξανά στον ίδιο χώρο μετά από 8 χρόνια (14/10/2014). Τότε, με αφορμή και τη σχετική δισκογραφική τους καταγραφή, είχαν ερμηνεύσει όλες τις "Σονάτες για βιολί και πιάνο" του Μπραμς.
Με την 1η Σονάτα του Μπραμς ξεκίνησε και το πρόσφατο ρεσιτάλ, σε μία ερμηνεία, πάντως, συγκριτικά χαμηλότερης δραματικής θερμοκρασίας σε σχέση με αυτήν του 2014. Παρά τον ευαίσθητο -αλλά λιγότερο γεμάτο του συνήθους- ήχο του βιολιού και την υποδειγματικά υποστηρικτική πιανιστική συνοδοιπορία, το τρυφερό, μελαγχολικό έργο αποδόθηκε συγκρατημένα, αυστηρά, ενίοτε υποτονικά. Παρά το ευπρόσδεκτο εύρος ανάλυσης, έλειψαν ένας πιο έντονος λυρισμός, μία μεγαλύτερη εκφραστική γενναιοδωρία. Έλειψε ακόμη το cantabile – τόσο κρίσιμο για ένα έργο στο οποίο ο Γερμανός συνθέτης αξιοποιεί θεματικό υλικό από τραγούδι του, αυτό "της βροχής" [Regenlied]. Σίγουρα έλειψε και η στοιχειώδης αγωγή του θορυβώδους, παραδοσιακού κοινού του Μεγάρου, που δεν έχανε την ευκαιρία να χειροκροτά επιδεικτικά μετά από κάθε μέρος της σονάτας ή να καθυστερεί τη σίγαση των κινητών του τηλεφώνων, διαρρηγνύοντας τη συγκέντρωση και τον ειρμό της ερμηνείας. Η ενόχληση και οι αυστηρές ματιές του Καβάκου αποκατέστησαν, ευτυχώς, σχετικά γρήγορα την τάξη και την εστίαση στη μουσική…
Ακολούθησε η ερμηνεία (αν δεν σφάλλουμε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Καβάκο) της πανέμορφης όσο και απαιτητικής, μοναδικής "Σονάτας για βιολί και πιάνο" του Γιάνατσεκ, στην οποία προβλήθηκε άριστα -λόγω της ισότιμης, ολοζώντανης και συγκινησιακά φορτισμένης συνομιλίας βιολιού-πιάνου- η ανήσυχη δραματουργία και ο ιδιότυπος λυρισμός της. Αν ο Καβάκος φώτισε έξοχα τα μοντερνιστικά στοιχεία της παρτιτούρας, με την αιχμηρή διατύπωση των κοφτών, σύντομων φράσεων και τις νευρώδεις παρεμβάσεις του βιολιού, η Ουάνγκ ανέδειξε με πρωτοφανή ρευστότητα την άλλοτε μελωδική, άλλοτε ρυθμική, ενίοτε κρουστή διάσταση της πιανιστικής γραφής.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την θυελλώδη, απερίφραστα ρομαντική "Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2" του Σούμαν, που ο Καβάκος είχε και πάλι ερμηνεύσει στις αρχές του έτους (6/2/2022) στην ίδια αίθουσα, συνοδευόμενος από τον Ιταλό πιανίστα Ενρίκο Πάτσε.
Όπως και τότε, αν και με λιγότερη ένταση, η γλαφυρότητα του διαλόγου βιολιστή-πιανίστριας ανέδειξε πειστικά τις εναλλαγές διαθέσεων και την εμπύρετη ψυχολογική φόρτιση του έργου. Ανεπίληπτη ορθοτονία ήχου, μουσικότητα, προσεγμένη φραστική και άρθρωση με καλά μελετημένες στίξεις και αβίαστες μεταβάσεις, πεντακάθαρη προβολή του μουσικού συντακτικού, αξιοποιήθηκαν ξανά με γνώση, τέχνη και μοναδική ευγένεια συναισθήματος!
Σε όλα τα έργα του προγράμματος εντυπωσίασε η άνεση και ευφυία, με την οποία η -συνήθως εκρηκτική- Ουάνγκ ακολούθησε τις ερμηνευτικές επιλογές του Καβάκου, ενισχύοντας την ισορροπία των εκτελέσεων.
Στο θερμό χειροκρότημα του κοινού, οι δύο σολίστ αντιχάρισαν τρία εκτός προγράμματος, πλην απολύτως συναφή κομμάτια: το πρώτο μέρος από την 1η "Ραψωδία για βιολί και πιάνο" του Μπάρτοκ, και τα Σκέρτσι από δύο Σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπραμς, τη νεανική F-A-E (που συνέθεσε από κοινού με τους Σούμαν και Ντήτριχ) και την 3η.
Ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση είχε προκαλέσει σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα (26/10) η εμφάνιση στην ίδια αίθουσα, ενώπιον ενός αισθητά μικρότερου και πιο νεανικού -αλλά υποδειγματικού!- ακροατηρίου, της Βικτόριας Μούλλοβα και του πιανίστα Άλασνταιρ Μπήτσον, διδύμου σπάνιας χημείας. Το πολυσυλλεκτικό, πλην κάπως ετερόκλητο πρόγραμμα συνθέσεων του κλασικισμού, του (πρώιμου) ρομαντισμού και του 20ού αιώνα, που είχε σε μεγάλο βαθμό ηχογραφηθεί πρόσφατα από τους δύο καλλιτέχνες, προκάλεσε αισθητική και διανοητική ευχαρίστηση.
Ολόκληρο το πρώτο μέρος κάλυψαν δύο "Σονάτες για βιολί και πιάνο" του Μπετόβεν, οι υπ’αρ. 4 και 7, οι μόνες σε ελάσσονα τονικότητα. Από τις πρώτες κιόλας νότες, έγινε αισθητή η -τόσο καθοριστική στα συγκεκριμένα έργα- ισοτιμία διαλόγου. Το καθαρό, δωρικό, ορθοτονικά ανεπίληπτο, με περιορισμένο βιμπράτο παίξιμο της 62χρονης Ρωσοβρετανής βιολίστριας συμπληρωνόταν από το ακριβές, ουσιώδες πλην γεμάτο αποχρώσεις παίξιμο του Σκωτσέζου πιανίστα σε σύγχρονο "Steinway" (αντί φορτεπιάνου στην ηχογράφηση).
Έχοντας εμφανώς αφομοιώσει τα διδάγματα της ιστορικής ερμηνευτικής, η ευχάριστα ανεπιτήδευτη, απολλώνιας ηχητικής διαύγειας ερμηνεία τους υπήρξε απόλυτα κλασική σε περίγραμμα, αναλογίες και αφήγηση. Η εξαιρετική οικονομία εκφραστικών μέσων (ιδίως σε τέμπι και δυναμικές) και η ευφάνταστη προσέγγιση των αγωγικών ενδείξεων επέτρεπαν την αβίαστη προβολή των μεταπτώσεων διαθέσεων των έργων, όπου την πιο δραματική, αλλά ουδέποτε μεγαλόστομη χειρονομία (π.χ. στα εναρκτήρια μέρη) διαδεχόταν η δροσιά και το χιούμορ (στα scherzi). Μουσικότητα και κομψότητα διαλόγου ολοκλήρωσαν ένα ακρόαμα ασύλληπτης ποιότητας!
Πολύ περισσότερο αυστηρό ήχησε το ιδιότυπο δίπτυχο σύντομων κομματιών των μεταπολεμικών χρόνων, που παίχθηκε μετά το διάλειμμα και χωρίς παύση. Αμφότερα ήσαν τεκμήρια γόνιμης συνύπαρξης επαναληπτικών μοτίβων και έμπνευσης αντλημένης από ευρύ φάσμα πολιτισμικών αναφορών. Στη -βασισμένη σε ποίηση Ιάπωνα σουρεαλιστή- νεανική (1951), αιθέρια σύνθεση του Ιάπωνα Τακεμίτσου "Τα περιτριγυρίσματα μιας νεράιδας" ("Distance de fée") ήσαν έντονα ορατοί οι απόηχοι Ντεμπυσσύ και Μεσσιάν.
Το "Fratres" ("Αδελφοί") του Περτ υπήρξε το πρώτο δείγμα της -βασισμένης στη μελέτη της μουσικής του Μεσαίωνα- τεχνικής "Tintinnabuli" που ο Εσθονός συνθέτης επινόησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, και συνοψίζεται στη συνοδεία μιας βασικής μελωδικής γραμμής από μία και μοναδική τρίφωνη συγχορδία. Παρότι αρχικά αφέθηκε χωρίς ενορχήστρωση, ώστε να αποδίδεται ελεύθερα από οποιονδήποτε συνδυασμό οργάνων, σήμερα υφίστανται 17 διαφορετικές -ενορχηστρωμένες- εκδοχές του "Fratres". Η χρονολογικά πρώτη εξ αυτών για βιολί και πιάνο (1980) αναδεικνύει άρτια τη στοχαστική/μυστικιστική διάθεση, τόσο εμβληματική του λεγόμενου "ιερού μινιμαλισμού" για τον οποίο έγινε διάσημος ο Περτ. Πτητικότητα ήχου και εσωτερικότητα προσέγγισης αξιοποιήθηκαν εν προκειμένω στην ερμηνεία, δικαιώνοντας αβίαστα την ατμοσφαιρική διάσταση και των δύο έργων.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε σε πιο ευχάριστη διάθεση με το άκρως μελωδικό "Ροντό μπριλάντε σε σι ελάσσονα D.895" του Σούμπερτ, που αποδόθηκε με εξαιρετική καθαρότητα άρθρωσης, σφριγηλό ρυθμικό βηματισμό από τον πιανίστα και την δέουσα δεξιοτεχνική άνεση. Η συναισθηματική νηφαλιότητα με την οποία ήχησε η ρομαντική σύνθεση επιβεβαίωσε, πάντως, την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο ιδίωμα είναι λιγότερο ταιριαστό στην ιδιοσυγκρασία της βιολίστριας.
Ανταποκρινόμενοι στην ενθουσιώδη υποδοχή του ακροατηρίου, Μούλλοβα και Μπήτσον προσέφεραν ως ανκόρ το αργό μέρος από τη "Σονάτα αρ. 5, της Άνοιξης" του Μπετόβεν.
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ του Λεωνίδα Καβάκου και της Γιούτζα Ουάνγκ που έλαβε χώρα στην "Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (30/11)