Τα πράγματα στο "Μουσικό Κουτί" ήταν απλά και συγκεκριμένα: η Κατερίνα Κυρμιζή και ο Νίκος Γρηγοριάδης με τις κιθάρες τους (η πρώτη και με κάποια κρουστά χειρός, ενίοτε), συν τον Άκη Μουχλιανίτη στο πιάνο, απέναντι στα γεμάτα τραπεζάκια της φιλόξενης σκηνής του Κεραμεικού. Αλλά "οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ", όπως λέει το αρχαίο ρητό. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, πρωτοειπώθηκε (στην αρχική του μορφή) ως σχόλιο περί μουσικής.
Πέτυχαν πολλά εκείνο το βράδυ, Κυρμιζή & Γρηγοριάδης. Θύμισαν ή ξαναφώτισαν γωνιές μιας ουσιαστικής εγχώριας τραγουδοποιίας, η οποία συνεχίζει την πορεία της μέσω υπόγειων (συνήθως) διαδρομών, μακριά από τους προβολείς της επικαιρότητας. Έδωσαν μια συναυλία που δεν κλυδωνίστηκε από σκαμπανεβάσματα, ούτε όταν δεν ήσουν σίγουρος ότι ήθελες όντως να ακούσεις το "Θα Κάνω Ντου Βρε Πονηρή" του Βασίλη Τσιτσάνη στη μορφή που το έπαιξαν. Και γέμισαν τον χώρο με τις φωνές και τις κιθάρες τους, καθηλώνοντας τους παρευρισκόμενους.
Πάνω από όλα, όμως, μας έκαναν να ξεχάσουμε ότι βρισκόμασταν σε μια μουσική σκηνή κάπου στον Κεραμεικό. Ήταν τόση η θαλπωρή που εξέπεμψαν, δηλαδή, ώστε αισθανόσουν ότι τους έχεις επισκεφθεί στο σπίτι τους, ότι κάθεσαι στο σαλόνι τους και τους ακούς να παίζουν εκεί. Κλίμα που δεν χάθηκε στιγμή μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν τέλειωσαν και όσα encore ήρθαν ως απάντηση στις φωνές που ζήτησαν "κι άλλο" ή, έστω, "ένα ακόμα".
Κάτι που προξένησε εντύπωση, είναι ότι η Κατερίνα Κυρμιζή εξακολουθεί και αγχώνεται όταν ανεβαίνει στη σκηνή. Δεν το περιμένεις από μια καλλιτέχνιδα που βρίσκεται στα πράγματα από το 1994, όμως δεν φαίνεται καθόλου άσχημο. Ίσα-ίσα, δίνει την εντύπωση ότι η σχέση που διατηρεί με την τέχνη της είναι τέτοια, ώστε αντιμετωπίζει την κάθε περίσταση έκθεσης ως κάτι καινούριο. Είχε λοιπόν κάτι πολύ χαριτωμένο αυτό το τρακ, συνδυαστικά με το τραγουδιστικό καλησπέρα που μας επεφύλαξε. Στο οποίο χώρεσε και τα "χρόνια πολλά" προς τη Μάνια που γιόρταζε τα γενέθλιά της εκείνο το βράδυ, αλλά και μια προτροπή για κλειστά κινητά και ανοιχτά αφτιά.
Βέβαια, όταν η Κυρμιζή έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να τραγουδά, το τρακ εξαφανίστηκε. Και ο τρόπος με τον οποίον προσέγγισε το μελοποιημένο (από τον Νίκο Γρηγοριάδη) ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη "Κι Αν Έσβησε Σαν Ίσκιος..." ήταν θεσπέσιος –δίνοντας μια διαφορετική αίσθηση από εκείνη που αποτυπώθηκε δισκογραφικά με τον Γιώργο Νταλάρα.
Το πρόγραμμα στάθηκε και σε άλλα κομμάτια του δίσκου Ο Βασιλιάς Της Λύπης (2021, πιο πρόσφατος για τον Γρηγοριάδη), με τους δυο τους να λένε όμορφα ντουέτο το "Red Roses". Κι έπειτα άρχισε να πηγαίνει πίσω στον χρόνο: από τον κύκλο των Κάκτων που απασχόλησαν την Κυρμιζή το διάστημα 2017-2020 μεταβήκαμε στη Λάρβα του 2015 για να φτάσουμε τελικά στο Παιδί Με Την Κεραία (2001) και στα καθοριστικά άλμπουμ Κοντσέρτο Για Σοκολάτα Και Τριαντάφυλλα (1996) και Στη Μοναξιά Του Φάρου (1995). Εκείνα που έχτισαν δηλαδή το όνομα της Κυρμιζή και του Γρηγοριάδη, τοποθετώντας τα τραγούδια τους σε μια δεξαμενή με συλλογικές μνήμες, η οποία παραμένει κραταιά σχεδόν 30 χρόνια αργότερα.
Αυτό σημαίνει ότι η κανονική ροή της βραδιάς έληξε με το αγαπημένο 1990s χιτάκι "Στην Πίσω Τσέπη Του Blue Jean", αν κι έπειτα έγινε το χατήρι του κοινού και υπήρξε (όπως είπαμε) και σύντομο encore. Στην πορεία μέχρι εκεί ακούσαμε πολλά ωραία τραγούδια, που μπορούσαν να σταθούν μια χαρά και στο λιτό πλαίσιο παρουσίασης της βραδιάς: δεν έλειψε, λ.χ., η φινετσάτη ενορχήστρωση ούτε στην "Παραμυθένια", ούτε στο "Αν Δε Μ' Αγαπάς". Ο τρόπος δε που ερμηνεύτηκαν στιγμές σαν τα "Χαμένες Γιορτές", "Της Καρδιάς Μου Οι Κάκτοι", "Το Κοράλι" και "Γυμνή Από Αγάπη" ήταν αφοπλιστικός –καλύτερος με μια unplugged έννοια και από τις γνώριμες στούντιο εκδοχές. Ακούσαμε βέβαια και επιλεγμένες διασκευές από το διεθνές, αγγλόφωνο ρεπερτόριο, με την Κυρμιζή να αποδεικνύει την ερμηνευτική της κλάση σε μια από καρδιάς απόδοση στο "Hallelujah" του Leonard Cohen, αλλά και τις ικανότητές της ως performer στο "Mercedes Benz" της Janis Joplin.
Φεύγοντας τόσο γεμάτος από το "Μουσικό Κουτί" σκεφτόσουν ότι θα άξιζε να εμφανίζονται συχνότερα η Κατερίνα Κυρμιζή με τον Νίκο Γρηγοριάδη· και θα τους άξιζε και λίγο φως παραπάνω σε επίπεδο δημοσιότητας, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν μια μεγαλύτερη συναυλιακή εξωστρέφεια. Όμως αυτή είναι η μία όψη των πραγμάτων. Η άλλη, εκείνη που αποτυπώθηκε επί σκηνής, δείχνει πόσο έχουν ευτυχήσει στην κοινή τους καλλιτεχνική ζωή, γιατί διαθέτουν ένα δικό τους ρεπερτόριο ουσίας, το οποίο είναι σε θέση να παρουσιάζουν ωραιότατα ακόμα και χωρίς πολλά-πολλά. Αρκετοί ομότεχνοί τους δεν φτάνουν ούτε στα μισά μιας τέτοιας διαδρομής.