Δύο θαυμάσια ρεσιτάλ όπερας και έντεχνου τραγουδιού από σπουδαίους καλλιτέχνες είχαν την τύχη να απολαύσουν οι Αθηναίοι φιλόμουσοι κατά την τρέχουσα σαιζόν.
Στις 15/10, σε μία κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής, έκανε το ντεμπούτο της στην Ελλάδα η συναρπαστική Νορβηγίδα δραματική υψίφωνος Λίζε Ντάβιντσεν. Στο -κατά βάση- οπερατικό γκαλά της την συνόδευσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον αρχιμουσικό Κορνήλιο Μιχαηλίδη.
Είναι ευλογία να ακούς έναν καλλιτέχνη στην απόλυτη ακμή του, και ακόμη μεγαλύτερη να τον απολαμβάνεις σε ρόλους που έχει ερμηνεύσει σκηνικά. 7 μόλις χρόνια μετά την ανάδειξή της στο διαγωνισμό "Operalia" του Πλάθιντο Ντομίνγκο, 6 μετά από μία αγέρωχη Μήδεια στο Φεστιβάλ Όπερας του Γουέξφορντ και 3 μετά από μία επιβλητική Ελίζαμπετ στον "Τάνχωυζερ" του Φεστιβάλ Βάγκνερ του Μπάυρωυτ, η Ντάβιντσεν είναι πλέον περιζήτητη στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της υφηλίου.
Κάτοχος μιας φωνής τεράστιου όγκου, εντυπωσιακά πλούσιας και ομοιογενούς σε όλη της την έκταση (που θυμίζει αρκετά αυτήν της θρυλικής συμπατριώτισσάς της Κίρστεν Φλάγκσταντ), αψεγάδιαστης τεχνικής αλλά και εντυπωσιακού παραστήματος, η Ντάβιντσεν είναι ιδανικά προορισμένη να αναλάβει σταδιακά βαρύτερους ρόλους του ρεπερτορίου για δραματική σοπράνο, όπως η Ιζόλδη, η Βρουγχίλδη ή ακόμη -αργότερα- η Τουραντότ.
Προς το παρόν, υποστηρίζει λυρικοδραματικούς ρόλους τόσο του γερμανικού (Βάγκνερ, Μπετόβεν, Βέμπερ, Ρίχ. Στράους), όσο και του ιταλικού (Βέρντι, Πουτσίνι, Κερουμπίνι) ρεπερτορίου. Σε αμφότερα ήταν -ισομερώς- αφιερωμένο το αθηναϊκό ρεσιτάλ.
Ολόκληρο το πρώτο μέρος κάλυψαν άριες βερντιανών ηρωίδων: η ποιότητα του τραγουδιού, ο έλεγχος της αναπνοής και της κολοσσιαίας φωνής (έξοχα πιάνι!), η καθαρότητα της άρθρωσης και η αριστοκρατική παρουσία υπηρέτησαν εξαιρετικά ρόλους, όπως αυτούς της Αμέλιας (από τον "Χορό μεταμφιεσμένων") και της Ελισάβετ ντι Βαλουά (από τον "Ντον Κάρλο"), λιγότερο ίσως αυτόν της πιο εύθραυστης -πλην αποφασισμένης- Δυσδαιμόνας (από τον "Οθέλλο"), παρότι και εδώ θαύμασε κανείς το legato των μουσικών φράσεων. Όσο και αν αληθεύει ότι το τραγούδι δεν ηχεί αυθεντικά "ιταλικό", παραμένοντας εκφραστικά και συναισθηματικά κάπως αποστασιοποιημένο, θα ήταν πραγματική μικροψυχία να εντοπίσει κανείς το τάδε ή το δείνα ψεγάδι στις ερμηνείες της. Με πόσο υποδειγματική φραστική, μουσικότητα και εσωτερικότητα ήχησε για παράδειγμα το πρώτο ανκόρ, η περίφημη άρια "Vissi d’arte" από την "Τόσκα" του Πουτσίνι!
Είναι, βέβαια, προφανές ότι η γερμανική όπερα αποτελεί το ιδανικό πεδίο ανάδειξης των αρετών της 35χρονης υψιφώνου, όπως κατέδειξε και πάλι η γεμάτη ορμή και λάμψη απόδοση του "Χαιρετισμού στην αίθουσα", της εισαγωγικής δηλ. άριας της Ελίζαμπετ από τον "Τάνχωυζερ". Ένα περισσότερο ελαφρύ και φωτεινό ηχόχρωμα θα δικαίωνε ίσως εντελέστερα τη μεγάλη άρια της Αγάθης από τον "Ελεύθερο σκοπευτή" αλλά και τα τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους ("Καικιλία" και -εκτός προγράμματος- "Αύριο"), που ερμηνεύθηκαν, πάντως, με σπάνια τέχνη και εκφραστικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, ήταν απολαυστική η ευχέρεια με την οποία η σπουδαία φωνή της αναπτυσσόταν πάνω από τον ήχο της ορχήστρας, ακόμη και όταν αυτή προσπαθούσε ενίοτε (όπως στην άρια από τον "Ντον Κάρλο") να την ανταγωνισθεί!
Τόσο σε επίπεδο συνοδείας όσο και στα εμβόλιμα ερμηνευμένα ορχηστρικά αποσπάσματα από όπερες ("Μάκβεθ", "Τραβιάτα", "Ελεύθερος σκοπευτής" και "Λόενγκριν"), η ενθουσιώδης μουσική διεύθυνση του Κορνήλιου Μιχαηλίδη εστίαζε -λόγω και των γενικά πολύ γρήγορων ταχυτήτων- μάλλον στον εντυπωσιασμό, χωρίς ιδιαίτερη έγνοια για εκλεπτύνσεις και, κυρίως, αφήγηση…
Λίγες εβδομάδες αργότερα (3/11), ένας εξίσου σπουδαίος -και πολύ εμπειρότερος!- καλλιτέχνης, ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος έδωσε, στο μικρό υπόγειο αμφιθέατρο του "Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη" (που γιορτάζει φέτος 13 χρόνια προσφοράς), ένα ρεσιτάλ με το "Χειμωνιάτικο ταξίδι" του Σούμπερτ. Στο πιάνο τον συνόδευσε η Ντόρα Μπακοπούλου.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την εμφάνισή τους με δύο σημαντικούς κύκλους τραγουδιών του Σούμαν στο Ωδείο Αθηνών, οι δύο καλλιτέχνες αναμετρήθηκαν φέτος με έναν από τους μείζονες κύκλους της εργογραφίας του έντεχνου ρομαντικού τραγουδιού.
Καθώς ο Χριστογιαννόπουλος θεωρείται εξαιρετικός ληντερίστας -και αυθεντία στα γαλλικά τραγούδια (τις καλούμενες "mélodies")!- κάθε σχετική εμφάνισή του συνιστά γεγονός. Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης βραδιάς επιτάθηκε, περαιτέρω, από το γεγονός ότι σε περισσότερα από τα μισά (εν συνόλω 24) τραγούδια, της ερμηνείας προηγήθηκε αφήγηση των ποιημάτων του Βίλχελμ Μύλλερ από την ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου στην ελληνική γλώσσα (η οποία βασίσθηκε κυρίως στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη).
Όπως και οι άλλοι 2 μείζονες κύκλοι τραγουδιών του Σούμπερτ, το "Χειμωνιάτικο ταξίδι" μπορεί να αποδοθεί από ανδρική ή γυναικεία φωνή, ανεξαρτήτως μάλιστα τεσσιτούρας. Η χειμωνιάτικη μελαγχολία και η υποβλητικότητα του συγκεκριμένου κύκλου δικαιώνονται, πάντως, πληρέστερα από φωνή βαρύτονου, ενώ το μέτρο και το ευγενές συναίσθημα του πρώιμου ρομαντισμού αντέχουν οριακά μιαν -ιδιαιτέρως- εξπρεσιονιστική ερμηνευτική προσέγγιση.
Εν προκειμένω, ο Χριστογιαννόπουλος -με μέταλλο λυρικού/ελαφρού βαρυτόνου (Kavalierbariton)- διέθετε τις κρίσιμες ποιότητες: αφενός ένα εύπλαστο, γεμάτο αποχρώσεις τίμπρο, μια πεντακάθαρη άρθρωση, μια σπάνια τέχνη εκφοράς του αδόμενου λόγου και φραστικής, αφετέρου ένα ιδανικό συνδυασμό αφηγηματικής δεινότητας και θεατρικότητας!
Και πράγματι, η ταύτιση του ερμηνευτή με τον οδοιπόρο και τη μοίρα του ήταν συνεχώς ορατή, χωρίς όμως επιτήδευση ή ερμηνευτικά a priori, χωρίς δηλ. την αίσθηση μιας μοιρολατρικής αντιμετώπισης της διαδρομής ως ενός ταξιδιού προς την απελπισία, το θάνατο. Πολλά τραγούδια, ιδίως της κεντρικής ενότητας (π.χ. "Η ταχυδρομική άμαξα", "Γκρίζο κεφάλι", "Το κοράκι", "Στο χωριό", "Ο Οργανοπαίχτης"), διαμορφώθηκαν σαν αυτοτελείς δραματικές σκηνές. Η δυνατότητα χρωματισμού και υπαινιγμών ανεδείκνυε τις εναλλαγές διάθεσης και τον ιδιαίτερο συναισθηματικό κόσμο κάθε τραγουδιού. Αν σε κάποια ("Στο ποτάμι", "Ματιά πίσω", "Θάρρος"), η ένταση της δραματικής εξαγγελίας γινόταν αισθητή, ενίοτε μέχρι υπερβολής ("Η πρωινή θύελλα"), σε άλλα δεν έλειψε η τρυφερότητα ("Πλάνη") ή η νηφαλιότητα ("Οδοδείκτης").
Άξια και πιστή συνοδοιπόρος (έξοχη συνοδεία στο "Όνειρο της άνοιξης"), η Μπακοπούλου ανεδείκνυε συχνά την εκφραστική δύναμη της μουσικής του Σούμπερτ (οι απειλητικές τρίλιες στον "Ανεμοδείκτη"!), ανεξάρτητα από τον λόγο. Πρόσθετη απόλαυση παρήγαγε η γλαφυρότητα και αισθαντικότητα της απαγγελίας του ποιητικού λόγου από την Ηλιοπούλου. Τέλος, την αμεσότητα και το δραματικό αντίκτυπο της όλης ερμηνείας επέτεινε -για μια φορά!- και η ιδιαίτερη, μάλλον άχαρη ακουστική της υπόγειας αίθουσας…
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Η Νορβηγίδα υψίφωνος Λίζε Ντάβιντσεν ερμηνεύει άριες από όπερες του Βέρντι στο πρώτο μέρος του ρεσιτάλ της στην "Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής (15/10), συνοδευόμενη από την ΚΟΑ υπό τον Κορνήλιο Μιχαηλίδη