Στην έξοδο από την Εθνική Λυρική Σκηνή, οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από το ποιητικό κείμενο του "Αντρέι". Ήταν μια μάλλον αναμενόμενη αντίδραση, με δεδομένο τον πήχη που άγγιξε ο δημιουργός του, ο Παντελής Μπουκάλας. Παρεμπιπτόντως, λοιπόν, να πούμε ότι η πρεμιέρα της παράστασης συνέπεσε με την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου "Ο Χριστός στα Χιόνια: Εφτά Νύχτες στον Κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι".
Καθώς κάτσαμε πάντως να δούμε το έργο της Δήμητρας Τρυπάνη –με την ίδια να βρίσκεται στο δεξί μέρος της αίθουσας, κάτω ακριβώς από τη σκηνή, διευθύνοντας το 8μελές μουσικό σύνολο– ήταν τα σκηνικά της Έλενας Σταυροπούλου που τράβηξαν την προσοχή. Κλέβοντας (για λίγο, τουλάχιστον) τις εντυπώσεις, αφού το μάτι περιπλανήθηκε για κάμποση ώρα σε αυτή την κατασκευή με τον διττό χαρακτήρα.
Θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο μας, ως σιωπηλός μάρτυς μιας εγκαταλελειμμένης περιοχής, όπου κάποτε υψώνονταν δομές, μα πλέον υπήρχαν μόνο τα υπολείμματά τους, με ένα ρυάκι να τα διατρέχει –ακούγαμε άλλωστε τον κελαρυστό του ήχο και το βλέπαμε να κυλά, στο αριστερό κάτω άκρο της σκηνής. Την ίδια στιγμή, όμως, όλα τούτα μπορούσαν να ιδωθούν και ως ποιητική υποδήλωση ενός κόσμου υπαρκτού μόνο στη φαντασία. Τμήμα του οποίου αποτέλεσαν και οι 18 ερμηνευτές της παράστασης, που αναδύθηκαν επιβλητικά στο άνω μέρος της σκηνογραφίας προκειμένου να δώσουν σάρκα, οστά και κυρίως φωνή στους ήρωες και στις ηρωίδες των ταινιών του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Το έργο που οραματίστηκε η Τρυπάνη χαρακτηρίστηκε ως "παράσταση ήχου", με την ίδια να προειδοποιεί ότι δεν είναι ούτε θέατρο, ούτε όπερα, ούτε συναυλία. Πράγματι, ενώ παρέπεμπε διαρκώς σε τέτοιες κατηγοριοποιήσεις, ταυτόχρονα διέφευγε από τα γνώριμα "κουτάκια", κατά τρόπο γοητευτικό και σύγχρονο. Ο οποίος αντανακλά και τους καλλιτεχνικούς στόχους της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αφού, ως απευθείας ανάθεση, το "Αντρέι" υπηρετεί και την πρόθεσή της να στηρίξει τη συνέχεια της εγχώριας μουσικοθεατρικής avant-garde, όπως τη διαμόρφωσαν φιγούρες σαν κι αυτές του Γιάννη Χρήστου ή του Νίκου Μαμαγκάκη.
Φυσικά, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η Τρυπάνη έχει καταστεί ανάλογο μέγεθος με τον Μαμαγκάκη και τον Χρήστου. Αληθεύει, όμως, ότι έχει φανερώσει δυνατότητες που, μελλοντικά, αν της δοθούν και οι ευκαιρίες, μπορούν πράγματι να της δώσουν αυτή την άτυπη σκυτάλη. Το "Αντρέι", λοιπόν, συνιστά μία ακόμα απόδειξη τέτοιων διαπιστευτηρίων· ίσως την ισχυρότερη, μέχρι στιγμής. Έστω και με έναν αστερίσκο.
Ήδη πυκνό και λίαν απαιτητικό ως έχει, δηλαδή, δεδομένης και της επιχειρούμενης διασύνδεσής του με το λουθηρανικό Ρέκβιεμ, το έργο προαπαιτεί μια αρκετά έως πολύ καλή σχέση με τα πονήματα του Ταρκόφσκι: δίχως αυτήν, η πλοήγηση στις 8 σκηνές ενδέχεται να χαθεί, ενώ ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες δεν πρόκειται νομίζω να αναδειχθούν. Ποιώντας avant-garde, απευθυνόμαστε εξ ορισμού στους λίγους, ειδικά εφόσον δεν βρισκόμαστε πια στα ύστερα 1960s, αλλά σε μια εποχή που δείχνει να μην ευνοεί το ενδιαφέρον του νεότερου κοινού για τέτοια ακούσματα. Γιατί, λοιπόν, να ρισκάρουμε οι λίγοι να γίνουν ακόμα λιγότεροι; Η απάντηση των συντελεστών πρόκρινε τη συγκίνηση που θα δημιουργούσε η παράσταση, έχοντας έπειτα ως πιθανό παράγωγο τη σκέψη. Είναι ένα βάσιμο επιχείρημα, αν και εξακολουθώ να θεωρώ ότι την πιο βαθιά εμπειρία έζησαν μάλλον όσοι ήρθαν ως δεδομένοι φίλοι του Ταρκόφσκι.
Από εκεί και πέρα, το ξεκίνημα προσωπικά δεν με έπεισε. Η εισαγωγή κύλησε άνευρα, ενώ στα "Παιδικά Χρόνια του Ιβάν" αισθανόμουν ότι οι λέξεις έβγαιναν από τα στόματα των πρωταγωνιστών κι έπεφταν στο κενό –κάτι στην εκφορά τους ήταν σαν να τις απογύμνωνε από τα όσα επεδίωκαν να μεταφέρουν– ότι η μουσική ήταν σαν να κινούταν παράλληλα, ότι ο σκληρός, άπελπις τόνος της ταινίας δεν είχε εκπροσωπηθεί πειστικά. Σύντομα, όμως, τα πάντα άλλαξαν.
Από τον "Αντρέι Ρουμπλιόφ" και μετά, δηλαδή, είδαμε ένα ουσιαστικό, πολυμεσικό θέαμα, με ωραία, μετρημένη κίνηση (δουλειά της χορογράφου Ερμίρα Γκόρο), με άριστα τοποθετημένα κρουστά και με εύστοχες πινελιές από βιόλα, βιολί, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο, άρπα, όργανο και φλάουτα με ράμφος. Μέσω αυτών, η Δήμητρα Τρυπάνη άρθρωσε μια μουσική γλώσσα με καταγωγή από το κλασικό σύμπαν, μα με επίκαιρες συνθετικές αναζητήσεις, η οποία πέτυχε να δέσει άψογα με όσα βλέπαμε και ακούγαμε.
Ο θίασος, τώρα, μιλούσε άλλοτε με μία φωνή (σαν χορός αρχαίας τραγωδίας) κι άλλοτε με πρόζες. Οπτικά μα και ηχητικά εντυπωσίασε με τα σωματικά του κρουστά, προπάντων, όμως, τραγούδησε εκπληκτικά στο τέλος κάθε σκηνής, σε πολυφωνικό ύφος, αποδίδοντας τμηματικά όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία των Λουθηρανών –και μάλιστα στα γερμανικά. Μια επιλογή της Τρυπάνη πολύ επιτυχημένη, η οποία συμπλήρωσε το έργο της με μια ανθρωποκεντρική διάσταση που ορθά, όπως παρατήρησε, λείπει από το λατινικό κείμενο του Ρέκβιεμ. Ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφέρουμε και τα 18 ονόματα των ερμηνευτών, ανάμεσά τους βρέθηκαν πάντως φιγούρες γνώριμες τόσο από τη μουσική, όσο και από την ηθοποιία ή/και από τον χορό, όπως η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Φώτης Σιώτας, η Ηρώ Μπέζου, η Χριστίνα Μαξούρη, ο Αλέξανδρος Ψυχράμης ή η Νάντια Κοντογεώργη.
Κομβικός παράγοντας για το δέσιμο της παράστασης και την τελική της επιτυχία αποδείχθηκε βέβαια το κείμενο του Μπουκάλα. Είναι αυτό που ένιωθες να νοηματοδοτεί τις κινήσεις της μουσικής και να κατευθύνει τα φωνητικά και ερμηνευτικά χρώματα του θιάσου. Πετυχαίνοντας να αναβλύσει θαρρείς από τα σπλάχνα της ταρκοφσκικής παρακαταθήκης, αλλά ως μια ξεχωριστή οντότητα –ποιηθείσα μεν, μα ομοούσια των 7 φιλμ που κληροδότησε ο μέγας σκηνοθέτης της σοβιετικής εποχής του ρώσικου σινεμά.
Έχοντας λοιπόν ως κορυφαίες στιγμές/σκηνές το "Στάλκερ", το "Σολάρις" και τη "Νοσταλγία", η παράσταση απέδωσε με μουσικοθεατρικο-οπερατικό σφρίγος ένα πνευματικό σύμπαν χλιδανό (με την ηροδότεια έννοια), γεμάτο με άχρονες διερωτήσεις για τον κόσμο, τον Άνθρωπο, τον Θεό, την ύπαρξη, τον έρωτα, την ελευθερία, τον θάνατο. Διαφεύγοντας έξυπνα από την παροχή "απαντήσεων", καθώς είχες τη διαρκή εντύπωση ότι ο θίασος απηύθυνε σε εσένα τα (συχνά αμείλικτα) ερωτήματα, ενόσω διαχειριζόταν θαυμάσια ένα απαιτητικό και διόλου εύκολο υλικό.
Παράλληλα, ασφαλώς, ζωντάνευε ενώπιόν σου και ο γνώριμος κόσμος των κινηματογραφικών ταινιών του Ταρκόφσκι, που έδειχναν σαν να συνοψίζονται, μεταπλαθόμενες σε ενιαία αφήγηση. Η οποία εκκίνησε από τον 12ετή Ιβάν και κατέληξε στον μικρό της "Θυσίας", να αντανακλά έναν "σμιλευτή του Χρόνου" (για να θυμηθούμε και το ομώνυμο βιβλίο του Ταρκόφσκι), μαζί κι ένα αισιόδοξο μήνυμα για την Ανθρωπότητα, καταγόμενο από την εποχή του Ομήρου: η μοίρα μας δεν είναι αυτή των φύλλων, μα εκείνη των δέντρων.