Λίγους μήνες πριν, ήπιαμε μια μπίρα παρέα με τον Sivert Hoyem στo ηλιόλουστo roof garden του "Ολυμπιάς" και συζητήσαμε για τη νέα εποχή των επανενωμένων Madrugada, τον νέο τους δίσκο "Chimes at Midnight", τη διάλυση και αναθέρμανση μιας φιλίας και, φυσικά, για το πώς αισθάνονται πριν από… τη μεγαλύτερη συναυλία της καριέρας τους, αυτό το Σάββατο 24/9 στο Καλλιμάρμαρο.
Πώς ήταν η περιήγησή σας στο Καλλιμάρμαρο; Έχετε ξαναβρεθεί στο στάδιο στις προηγούμενες επισκέψεις στην Ελλάδα;
Ήταν μια φοβερή εμπειρία. Πρόκειται για ένα επιβλητικό μέρος, που όμως προκαλεί δέος, όχι τρόμο, κι αυτό επειδή οι διαστάσεις του είναι ανθρώπινες. Θα είναι ο τέλειος χώρος για τη συναυλία μας, αφού έχει πολύ καλή ακουστική. Στο παρελθόν, το είχα δει μόνο εξωτερικά. Μέχρι τώρα, μια συναυλία σε αυτό το μέρος δεν ήταν μια ρεαλιστική σκέψη, αλλά και εμείς ως μπάντα και ο μάνατζέρ μας έχουμε την αίσθηση ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουμε κάτι τέτοιο. Θα είναι επίσης μια ευκαιρία να γιορτάσουμε το δεσμό που έχουμε με τους ανθρώπους εδώ, είκοσι χρόνια τώρα.
Ας γυρίσουμε όμως στο παρελθόν. Η πρώτη σας συναυλία στην Ελλάδα ήταν το 2000, μόλις ένα χρόνο από την κυκλοφορία του ντεμπούτου σας "Industrial Silence". Πώς καταλήξατε εδώ από τη Νορβηγία;
Μέχρι εκείνη τη στιγμή εμφανιζόμασταν όπου μας υποδείκνυε η δισκογραφική και η βρετανική εταιρεία προώθησης που μας εκπροσωπούσε τότε. Δεν είχαμε τον έλεγχο των ζωών μας! (γέλια). Οπότε δεν είχαμε ιδέα τι να περιμένουμε από την Ελλάδα. Την είχαμε επισκεφτεί πολλές φορές, αλλά μόνο σε πλαίσιο διακοπών. Έτσι, έμεινα έκπληκτος από τον τρόπο με τον οποίο μας καλωσόρισε και μας αγκάλιασε το κοινό. Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη, απ’ όσο θυμάμαι, οι συναυλιακοί χώροι ήταν γεμάτοι· όχι ασφυκτικά, αλλά είχε έρθει πολύς κόσμος. Μέχρι κι εκείνη τη στιγμή όταν παίζαμε κάπου, στη Γερμανία, την Ολλανδία ή ακόμα και τη Νορβηγία, έπρεπε να "κερδίσουμε" αυτούς τους ανθρώπους, κι εκείνοι με τη σειρά τους να πουν στους φίλους τους για εμάς "Πρέπει να δεις τους Madrugada". Έτσι, όταν επιστρέφαμε για την επόμενη συναυλία, ο κόσμος αυξανόταν. Την πρώτη φορά, όμως, που ήρθαμε στην Ελλάδα, όλος αυτός ο κόσμος ήταν ήδη εκεί και γούσταρε ήδη τη μουσική μας.
Η σύνδεση έγινε από την αρχή.
Ακριβώς, ήταν ήδη εκεί! Από τότε, ανυπομονούμε πάντα να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Είναι σταθερά ένα από τα highlights των τουρ μας με τους Madrugada και των σόλο περιοδειών μου.
Και οι τελευταίες συναυλίες σας εδώ, το 2019, ήταν sold out.
Ναι, ήταν εκπληκτικά! Δεν ξέραμε καθόλου τι να περιμένουμε σε αυτό το comeback tour.
Ούτε κι εμείς! Δεν είχα την ευκαιρία να σας δω πριν το ’19 ως Madrugada, οπότε δεν ήξερα τι να περιμένω. Ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν τεράστιος και είναι μια από τις αγαπημένες μου αναμνήσεις.
Οι δύο εκείνες νύχτες στην Αθήνα και η μία στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ ξεχωριστές για εμάς. Κάναμε την επανένωση και η περιοδεία πήγαινε τόσο καλά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που πραγματικά αναρωτιόμασταν τι επρόκειτο να ζήσουμε στην Ελλάδα. Ήμασταν φοβερά ενθουσιασμένοι
Το '19 θυμάμαι το σχεδόν μυστικιστικό κλίμα που επικρατούσε. Ποια είναι τα δικά σας συναισθήματα on stage;
Διαφέρει πολύ από συναυλία σε συναυλία. Επίσης, το να παίζεις με μια μπάντα έχει πολλές τεχνικές απαιτήσεις. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να πάνε λάθος. Κατά κάποιον τρόπο κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά εκείνη την ώρα. Προσπαθείς να παίξεις τα τραγούδια και να μην κάνεις κάποιο λάθος. Κάναμε τόσες πρόβες όμως πριν από εκείνη την περιοδεία, οπότε ήταν η πρώτη φορά που, βγαίνοντας στη σκηνή, μπορούσαμε πραγματικά να απολαύσουμε αυτό που συνέβαινε, να συνδεθούμε με τον κόσμο. Στο παρελθόν, δεν ήμασταν ποτέ τόσο προετοιμασμένοι οπότε επικρατούσε πανικός. Ο φόβος και ο πανικός, όμως, δίνουν επίσης ενέργεια. Ως εσωστρεφής άνθρωπος, νιώθω πολύ έντονα το φόβο της έκθεσης, αλλά με τα χρόνια θα έλεγα ότι έχω εθιστεί σε αυτόν, λειτουργεί η αδρεναλίνη. Σε κάθε συναυλία, την ώρα που παίζεις, τίποτα που έχει ή που πρόκειται να συμβεί δεν έχει πια σημασία. Όταν ανεβαίνω στη σκηνή, κάθε βραδιά φαντάζει μνημειώδης. Πλέον, δεν φοβάμαι τόσο και απολαμβάνω να παίζω ζωντανά περισσότερο από ποτέ.
Υπάρχει κάτι που θέλετε να κάνετε κάθε φορά που επιστρέφετε εδώ;
Πάντα απολαμβάνω μια χωριάτικη σαλάτα! Δεν έχει ποτέ την ίδια γεύση όταν τη φτιάχνω στο σπίτι μου. (γέλια) Πλάκα κάνω. Έχουμε πολλούς παλιούς φίλους εδώ που συναντάμε και περνάμε πάντα ωραία. Επίσης, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με το ελληνικό nightlife!
Μετά την επανένωσή σας, πώς είναι να παίζετε και να ηχογραφείτε μαζί τόσα χρόνια μετά; Τι έχει αλλάξει η απόσταση που δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση του σχήματος; Έχει διευκολύνει τη μεταξύ σας επικοινωνία;
Νομίζω ότι τώρα είναι πιο εύκολο. Όταν ήμασταν νέοι, η μπάντα ήταν το μοναδικό πράγμα που είχαμε στις ζωές μας, κι αυτό δημιουργούσε μεγάλη πίεση στις μεταξύ μας σχέσεις. Όταν είσαι τόσο κοντά με ανθρώπους για τόσο μεγάλο διάστημα, ταξιδεύετε και περνάτε ίσως υπερβολικά πολύ χρόνο μαζί, θα υπάρξει τριβή. Και όταν είσαι νέος και άπειρος, μπορεί να μην το διαχειριστείς πολύ καλά. Μας έκανε καλό που περάσαμε κάποια χρόνια χωριστά. Έχουμε μεγάλη κοινή ιστορία. Δυστυχώς, ο Robert [σ.σ. Buras, ο κιθαρίστας της μπάντας] δεν είναι πια μαζί μας, αλλά ήταν ωραίο που μπορέσαμε να μοιραστούμε κάποιες από τις στιγμές που ζήσαμε. Δεν μου βγάζει νόημα να μιλήσω για τον Robert με κάποιον άλλον εκτός από τον Jon [σ.σ. Lauvland Pettersen, ντράμερ] και τον Frode [σ.σ. Jacobsen, μπασίστας]. Η επανένωση μας βοήθησε σε "πνευματικό" επίπεδο σε κάποιο βαθμό. Επίσης, πιστεύω ότι παίζουμε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι παλιότερα. Αν ο Robert ήταν ακόμα εδώ, θα ήμασταν ακόμα καλύτεροι ίσως, ποτέ δεν ξέρεις. Τουλάχιστον για εμάς τους τρεις, μπορώ να πω ότι ποτέ δεν ήμασταν καλύτεροι απ’ ό,τι στο τελευταίο άλμπουμ. Δεν έχω νιώσει ποτέ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη σκηνή με αυτή την μπάντα από αυτή που νιώθω τώρα.
Έχετε βρει καλύτερους τρόπους να εκτονώνετε αυτές τις καταστάσεις πια;
Όλοι έχουμε ζωές και οικογένεια πλέον, πέρα από τη μουσική, πράγμα που βοηθάει. Μπορούμε να πάρουμε χρόνο και να κάνουμε κάτι άλλο. Εγώ, π.χ., δουλεύω και solo projects. Ο Jon και ο Frode έχουν, επίσης, άλλες δουλειές. Πλέον η συνεργασία μας δεν πηγάζει από κάποια άλλη ανάγκη πέρα από τη θέλησή μας να είμαστε οι Madrugada, κι αυτό μας δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Βλέπουμε την μπάντα να συνεχίζει. Είμαι πολύ ευγνώμων που είχαμε αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία, ίσως επειδή νιώθω περισσότερο περήφανος τώρα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Ο θάνατος του Robert σας έκανε να νιώσετε κάποια ηθική υποχρέωση απέναντι στην μπάντα;
Ίσως να είναι έτσι. Η αίσθηση που είχαμε ήταν ότι τελείωσε και ίσως αυτό περίμεναν κι από εμάς. Αλήθεια ένιωθα ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να συνεχίσουμε, αλλά ο χρόνος περνάει και "είναι απλά αυτό που είναι". Αργότερα ξεκίνησαν να μου λείπουν αυτοί οι τύποι, κι ήταν ο Jon που πήρε την πρωτοβουλία να μας "μαζέψει" πάλι.
Πώς έγινε ακριβώς αυτό; Σας πήρε τηλέφωνο;
Βασικά, φάγαμε μεσημεριανό και ήπιαμε μερικές μπίρες. Δύο τάκος και τέσσερις μπίρες νομίζω… (γέλια)·Και απλά μου λέει "σε δύο χρόνια κλείνει μια εικοσαετία από την κυκλοφορία του "Industrial Silence”. Θα σε ενδιέφερε να το κάνουμε;", εννοώντας την επετειακή περιοδεία του ’19. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μέχρι τη στιγμή που το πρότεινε. Τότε είπα "μπορεί", αλλά όσο περισσότερο το επεξεργαζόμουν τόσο πιο σίγουρος ήμουν ότι το ήθελα. Εντέλει ήταν μια καλή απόφαση να συνεχίσουμε από εκεί που το αφήσαμε, βλέποντας τι σημαίνει αυτή η μπάντα για τον κόσμο τόσα χρόνια μετά. Από μέσα, είμαστε απλώς οι τρεις μας και φυσικά ο Robert. Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσεις και να κατανοήσεις τι πραγματικά σημαίνει η μουσική σου μέχρι να δεις ξανά το κοινό σου.
Ο τίτλος του πρόσφατου άλμπουμ σας, "Chimes at Midnight", προέρχεται από ένα σαιξπηρικό έργο που μιλάει για την προδοσία μιας φιλίας. Εμείς, όμως, γιορτάζουμε την επανένωσή σας. Πώς καταλήξατε στον τίτλο;
Όπως προείπα υπάρχει τριβή, διαμάχες, δεν θα έλεγα προδοσία... Το να γνωρίζεις πραγματικά κάποιον είναι μεγάλη εμπειρία, με καλές και κακές στιγμές. Αυτό πήρα εγώ από το έργο. Είναι μια σκηνή με τον Φάλσταφ και τον Ερρίκο Ε΄ που πρόκειται να γίνει βασιλιάς και αφήνει πίσω τους παλιούς φίλους του. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια πολύ τρυφερή στιγμή. Επίσης, το "Chimes at Midnight" μου ακουγόταν πάντα σαν τίτλος ενός iconic δίσκου, σαν τίτλος ενός άλμπουμ των Madrugada. Θα δούλευε ακόμη και χωρίς το "Midnight", που μοιάζει σαν αναφορά στη… νυχτόβια μουσική μας.
"Σε κάθε συναυλία, την ώρα που παίζεις, τίποτα που έχει ή που πρόκειται να συμβεί δεν έχει πια σημασία. Όταν ανεβαίνω στη σκηνή, κάθε βραδιά φαντάζει μνημειώδης. Πλέον δεν φοβάμαι τόσο και απολαμβάνω να παίζω ζωντανά περισσότερο από ποτέ".
Η ιστορία του τραγουδιού "The World Could Be Falling Down" ξεκινάει πριν από την κυκλοφορία του "Industrial Silence". Πώς και δεν το συμπεριλάβατε στο ντεμπούτο σας και γιατί το ξαναπιάνετε τώρα;
Νομίζω ήταν ιδέα του Frode να το επαναφέρει. Δεν μπήκε στο "Industrial Silence", επειδή νιώθαμε ότι ήταν παρόμοιο σε ύφος με το "Shine" και νιώθαμε ότι έπρεπε να έχουμε μόνο ένα τέτοιο τραγούδι στο άλμπουμ. Υποθέτω ότι όλα αρχίζουν από το τουρ το 2019 και μια συνέντευξη Τύπου που κάναμε μετά την ολοκλήρωσή του, όπου αναφέραμε ότι το "Chimes at Midnight" είναι στενά συνδεδεμένο με το "Industrial Silence". Είχαμε μόλις ανακαλύψει εκ νέου και εκτιμήσει πραγματικά την ποιότητα του παλιού μας ήχου. Οι καταβολές μας φάνταζαν ξαφνικά εμβληματικές. Νιώθαμε σχεδόν σαν fans των Madrugada, επειδή είχαμε απομακρυνθεί για τόσο καιρό. Αν δεν είχαμε βρεθεί σε αυτήν τη θέση μπορεί να μη μας έβγαζε τόσο πολύ νόημα να έχουμε ένα παλιό τραγούδι, από μια περασμένη εποχή, στον νέο δίσκο. Είναι μια σύνδεση με το παρελθόν μας. Είναι περίεργο, εν τω μεταξύ, ότι οι στίχοι του είναι εγώ στα είκοσί μου. Θυμάμαι έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης.
Άρα δεν έχει να κάνει με το φόβο της καθημερινότητας.
Όχι, δουλέψαμε πάνω στο άλμπουμ πριν τον Covid και τα επακόλουθά του. Αλλά μου φαίνεται ότι ζούσαμε σε μια περίεργη εποχή ήδη πριν από την πανδημία, με το Brexit, τον Trump κ.λπ. Δεν χρειαζόταν να ζήσει κανείς τη δυστοπία της καραντίνας για να αντιληφθεί πόσο χαοτική είναι η κατάσταση.
Τα τραγούδια του "Chimes…" είναι πιο παραδοσιακά δομημένα απ’ ό,τι σε προηγούμενους δίσκους των Madrugada. Ήταν μια συνειδητή επιλογή;
Έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο που δουλέψαμε. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα άλμπουμ-διαδρομή από την αρχή μέχρι το τέλος, και τα τραγούδια να ταιριάζουν μεταξύ τους. Δεν το έχουμε εφαρμόσει αυτό συχνά στο παρελθόν. Έχουμε ενσωματώσει πολλά διαφορετικά στιλ σε όλα μας τα πρότζεκτ. Αυτήν τη φορά είπαμε ότι, αν κάτι δεν ταιριάζει, δεν θα μπει στο tracklist. Θα υπάρξει όμως και μια συλλεκτική έκδοση με τραγούδια που δεν μπήκαν στο "Chimes…". Παλιότερα, γράφαμε κάτι ξεκινώντας από ένα riff και συζητήσεις. Με αυτό τον τρόπο μπορείς να γράψεις πολύ ξεχωριστά τραγούδια, που δεν έχουν συγκεκριμένη δομή. Τώρα, υποθέτω, είμαι πια τραγουδοποιός και σκέφτομαι πράγματα που τότε δεν μου περνούσαν απ’ το μυαλό.
Ηχογραφήσατε το άλμπουμ μέσα σε 10, 12 μέρες. Θα μπορούσατε να κάνετε κάτι τέτοιο στα πρώιμα χρόνια της μπάντας;
Όχι, έχει να κάνει περισσότερο με την αυτοπεποίθηση που έχουμε πια και με το γεγονός ότι ήμασταν σε περιοδεία έναν ολόκληρο χρόνο. Οπότε είχαμε κάνει πολλές πρόβες και δεν είχαμε δημιουργικές διαφωνίες. Μπήκαμε στο στούντιο χαλαροί, χωρίς πίεση και το απολαύσαμε.
Από πού αντλείς έμπνευση για τους στίχους και πώς έχει αλλάξει αυτό μέσα στα χρόνια;
Αρχικά, είναι πολύ σημαντικό για μένα οι λέξεις να ταιριάζουν με τη μουσική. Να μην σε τραβάνε από τη διάθεση της μελωδίας. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η μουσική είναι το πιο σημαντικό. Οι στίχοι πρέπει, τρόπον τινά, να την υποστηρίζουν και να βγάζουν νόημα. Συνήθως, μου παίρνει πολύ καιρό να βρω αυτό που θέλω. Τραγουδώντας και κάνοντας πειραματισμούς, βρίσκω τα λόγια στην πορεία. Συχνά οι άλλοι νομίζουν ότι έχω έτοιμους τους στίχους, αλλά δεν ισχύει. Στο "Chimes at Midnight" προσπάθησα να απομακρυνθώ από τον αυτοβιογραφικό στίχο, επειδή είναι λίγο βαρετό και περιοριστικό. Και ειλικρινά δεν είμαι τόσο ενδιαφέρων. (γέλια) Μπορείς πάλι να κάνεις κάτι προσωπικό χωρίς να γράφεις απαραίτητα για τη ζωή σου. Το "Empire Blues", για παράδειγμα, λέει μια ιστορία που δεν έχει καμία σχέση μ’ εμένα.
Πώς καταλήξατε στα video clips του "Chimes at Midnight";
Μεγαλώσαμε στη Vesteralen, την πόλη που γυρίσαμε τα video clips. Όταν φτάσαμε στο σημείο να φτιάξουμε τα βίντεο, ήταν πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε σε οτιδήποτε. Πράγμα που έχει συμβεί άπειρες φορές σ’ αυτή την μπάντα όσο αναφορά το visual κομμάτι, αφού κανείς μας δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις. Η μουσική μας καθαυτή δημιουργεί πολλές εικόνες, οπότε είναι πολύ δύσκολο να δεσμευτούμε σε μια οπτικοποιημένη προσέγγισή της. Έβγαζε περισσότερο νόημα, λοιπόν, να παίξουμε ζωντανά. Ήταν πιο αυθεντικό έτσι. Άλλωστε, το να βλέπεις μια μπάντα να παίζει ζωντανά δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο βαρετό. Ειδικά μπροστά από ένα φλεγόμενο σπίτι.
Περισσότερες πληροφορίες
Madrugada
Η ιδιαίτερα αγαπητή μπάντα από τη Νορβηγία επιστρέφει στην Ελλάδα με την πρώτη δισκογραφική δουλειά της ύστερα από 14 χρόνια, το «Chimes At Midnight».