Ενδιαφέρουσα μεν, άνιση δε υπήρξε η πρώτη από τις δύο τακτικές συναυλίες που έδωσε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η δεύτερη στόχευε και πάλι στο ευρύ κοινό: τιμώντας τον Μάνο Χατζιδάκι, διευθυντή της κατά την περίοδο 1976-1982, η ΚΟΑ ερμήνευσε -για πολλοστή φορά!- το "Χαμόγελο της Τζοκόντας", καθώς και τη μουσική του για τους "Όρνιθες" του Αριστοφάνη.
Ο Μάισκυ ουδέποτε φημιζόταν για την "ομορφιά" του ήχου του. Οι ερμηνείες του διέθεταν, όμως, πάντοτε ένα προσωπικό στίγμα, ακόμη και όταν μπορεί συχνά να πρόβαλαν ως ιδιοσυγκρασιακές.
Στην αρχική συναυλία μ’ένα δημοφιλές ρομαντικό πρόγραμμα σ’ένα αρκετά γεμάτο Ηρώδειο (2/7), τα φώτα τράβηξαν οι εκλεκτοί ξένοι καλεσμένοι του συνόλου: ο διάσημος Ρωσοεβραίος τσελίστας Μίσα Μάισκυ και ο γνωστός Γάλλος αρχιμουσικός Λιονέλ Μπρενγκέ. Ο 74χρονος Μάισκυ, που έχει επανειλημμένα εμφανισθεί στην Ελλάδα, αναμετρήθηκε με το (2ο) "Κοντσέρτο για βιολοντσέλο" του Ντβόρζακ, το πλέον κοσμαγάπητο έργο του ρεπερτορίου για το όργανο αυτό.
Εν προκειμένω, ο σολίστ χάρισε μία μάλλον "κλασική" -για τα δικά του στάνταρντς- ερμηνεία: οι λυρικές και οι δραματικές διατυπώσεις του έργου δόθηκαν ισορροπημένα, η ρευστότητα αφήγησης ήταν επαρκής, το συναίσθημα είχε τη σωστή θερμοκρασία, χωρίς υπερβολικό πάθος και ένταση. Όμως, και πάλι ο ήχος δεν διέθετε την -εκ των ων ουκ άνευ- πληρότητα και ορθοτονία (αρκετές αστάθειες και οξύτητες στα τέλη των δύο πρώτων μερών!), το πλάσιμο της -τραγουδιστού παλμού- μελωδικής φραστικής απαιτούσε μια πιο γενναιόδωρη έμφαση (και ένα καλύτερο φινίρισμα), ενώ και η κόπωση στο φινάλε ήταν εμφανής.
Ιδιαίτερα ευχαρίστησαν ο συντονισμός και η αγαστή συνοδοιπορία με τον σολίστα στο εισαγωγικό allegro, η τρυφερότητα διαλόγου με τα ξύλινα (Βάμβας, Μουρίκης!) στο μαγευτικό ενδιάμεσο μέρος, η ανάλαφρη λικνιστική διάθεση του καταληκτικού allegro moderato.
Ευτυχώς, καθοριστική για τις συνολικά θετικές εντυπώσεις απέβη η πολύ προσεγμένη -και τόσο κρίσιμη στο συγκεκριμένο κοντσέρτο, όπου το βιολοντσέλο επέχει συχνά ρόλο "πρώτου μεταξύ ίσων"- ορχηστρική συνοδεία που διέπλασε ο Μπρενγκέ. Αυτή πρόδιδε σε βάθος γνώση της εμβληματικά ρομαντικής παρτιτούρας με την έντονη μελωδική και ρυθμική πληθωρικότητα – ίσως γιατί παράλληλα με τη διεύθυνση ορχήστρας ο αρχιμουσικός είχε σπουδάσει και βιολοντσέλο! Τα τόσο σημαντικά χάλκινα (και δη, τα υπό τον Σαλβάνο κόρνα) βρέθηκαν σε πολύ καλή φόρμα, ενώ επιτυχημένος υπήρξε ο διάλογος του Μάισκυ με τον εξάρχοντα Φαίδωνα Μηλιάδη στο φινάλε.
Η ενθουσιώδης υποδοχή του κοινού του Ηρωδείου σε όλους τους συντελεστές "ανταμείφθηκε" με δύο ανκόρ του τσελίστα.
Παρά τις προσδοκίες για ανάλογες ορχηστρικές επιδόσεις, η ερμηνεία της 2ης Συμφωνίας του Ραχμάνινωφ, που κάλυψε ολόκληρο το δεύτερο μέρος του προγράμματος, δεν άρθηκε στα ίδια ύψη. Μολονότι προσεγμένη, ισορροπημένη, ρυθμομελωδικά ακριβής, φροντισμένη σε επίπεδο λεπτομέρειας, με ευγενές συναίσθημα, η όλη προσέγγιση υπήρξε εξαιρετικά "σφιγμένη" εκφραστικά, ακόμη και στο περίφημο σόλο κλαρινέτου (του έξοχου Σπύρου Μουρίκη) που εισήγαγε το υποβλητικής μελωδικότητας adagio.
Στην ερμηνεία της 2ης Συμφωνίας του Ραχμάνινωφ απουσίασε η μεγάλη πνοή και ορμή της αφήγησης, τόσο αναγκαία για την προβολή της χαρακτηριστικής "ρωσικής" νοσταλγικότητας ενός έργου που πέφτει συχνά στην παγίδα μιας "χολλυγουντιανά" λιγωτικής θεώρησης…
Για να δικαιωθεί η γοητευτική, απερίφραστα ρομαντική σύνθεση με τον ραψωδικό λυρισμό -που δόθηκε με ελάχιστες περικοπές- απαιτείται και μεγαλύτερος αριθμός δοκιμών (από αυτόν που συνήθως τηρεί η ΚΟΑ, ιδίως όταν τη διευθύνουν ξένοι αρχιμουσικοί) και μεγαλύτερη συναυλιακή εξοικείωση. Η απουσία αμφοτέρων ήταν ορατή, ανεξαρτήτως της καλής διδασκαλίας του 36χρονου Μπρενγκέ και της καταφανούς βελτίωσης της ποιότητας ήχου των εγχόρδων (τόσο καθοριστικής για την άρτια απόδοση του πλουσιότατου μελωδικού υλικού). Παράλληλα, έλειψαν και άλλες κρίσιμες παράμετροι. Η περισσότερο ανάγλυφη προβολή των εναλλασσόμενων σύντομων θεμάτων, επί των οποίων βασίζεται η αέναη εξέλιξη του συμφωνικού ειρμού, πυροδοτώντας διαρκώς εντάσεις που οδηγούν σε εκφραστικές κορυφώσεις. Οι πιο αβίαστες εναλλαγές και διαφοροποιήσεις διαθέσεων μεταξύ των τριών γρήγορων μερών και του εμβόλιμου αργού. Η εξίσου αβίαστη αξιοποίηση των διάσπαρτων ορχηστρικών εφέ και των ηχοχρωμάτων των μαλακών ξύλινων (που σπάνια "τραγούδησαν" εν προκειμένω) και των λαμπερών χάλκινων πνευστών, ώστε να φωτισθεί με νηφαλιότητα η πυκνή ενορχήστρωση. Κυρίως όμως, απουσίασε η μεγάλη πνοή και ορμή της αφήγησης, τόσο αναγκαία για την προβολή της χαρακτηριστικής "ρωσικής" νοσταλγικότητας ενός έργου που πέφτει συχνά στην παγίδα μιας "χολλυγουντιανά" λιγωτικής θεώρησης…
Η βραδιά είχε ανοίξει με μια πολύ επιτυχημένη, γεμάτη πλαστικότητα ανάγνωση της ολιγόλεπτης "Εισαγωγής σ’ ένα δράμα" του Αντίοχου Ευαγγελάτου. Όπως συμβαίνει συχνά όταν ξένοι αρχιμουσικοί αναμετρώνται με -άγνωστες σ’αυτούς- συνθέσεις του εθνικού μας ρεπερτορίου, ο Μπρενγκέ αποκωδικοποίησε άριστα το μουσικό συντακτικό, φωτίζοντας με σπάνια καθαρότητα το έντονα συναισθηματικό -άλλοτε ορμητικού άλλοτε λυρικού χαρακτήρα- θεματικό υλικό.
Εξίσου αντιπροσωπευτικές συνθέσεις του Αντίοχου Ευαγγελάτου είχαν προσφερθεί δύο μήνες νωρίτερα (7/5) στο θέατρο "Ολύμπια" από την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων (ΣΟΔΑ) υπό τον αρχιμουσικό Μιχάλη Οικονόμου, στο πλαίσιο ενός πολύτιμου μουσικού αφιερώματος του ΟΠΑΝΔΑ στον επιφανή εκπρόσωπο της ελληνικής Εθνικής Σχολής με έργα που κάλυψαν μια παραγωγική 30ετία. Η πυκνή μουσική δραστηριότητα εκείνων των ημερών του Μάη δεν επέτρεψε να παραστούμε στη συναυλία, αλλά η ευγενική άδεια της διοίκησης των μουσικών συνόλων του Δήμου κατέστησε δυνατή την παρακολούθηση του πρώτου μέρους της γενικής δοκιμής της, που έλαβε χώρα την προηγουμένη (6/5).
Αρχικά ακούσθηκαν η σύντομη "Βυζαντινή Μελωδία" για ορχήστρα εγχόρδων και το συμφωνικό ποίημα "Ακρογιάλια και Βουνά της Αττικής". Σε αμφότερα τα πρόδηλης ελληνικότητας έργα, τα έγχορδα χαρίζουν συνοδεία εν είδει ισοκράτη βυζαντινού χορού. Στο πιο παραδοσιακό, λιτά ενορχηστρωμένο πρώτο έργο σε αργή χρονική αγωγή, η παρουσίαση των βυζαντινών μελωδιών διαμορφώνει ένα κλίμα υποβλητικότητας. Αντιθέτως, οι περιγραφικές αρετές αλλά και το διακριτικό συναίσθημα του περίπου 12λεπτου δεύτερου έργου με τις σαφείς εξωμουσικές επιρροές -τα πρώτα βιολιά περιγράφουν τα βουνά και τα δεύτερα τα ακρογιάλια του ειδυλλιακού αττικού τοπίου!- συνδυάζονται με μια πιο ελεύθερη αρμονία (πολυάριθμες διαφωνίες), αρκετά απομακρυσμένη από δημοτικοφανή εθνικοσχολικά ακούσματα. Υπό το άγρυπνο μάτι του Οικονόμου, η ΣΟΔΑ τα απέδωσε με ακρίβεια, συγκέντρωση και αρκούντως διαυγή ήχο στα έγχορδα.
Στο γεμάτο οκτάβες κοντσέρτο, τις εκτενείς ρομαντικές μελωδίες διαδέχονται έντονες εναλλαγές ρυθμού και μέτρου, ή επιβραδύνσεις δυναμικής.
Με ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αναμενόταν η εκτέλεση του διόλου απλού δεξιοτεχνικά "Κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα" με σολίστα τον εξαίρετο Απόστολο Παληό. Ο Καρδιτσιώτης πιανίστας απέδωσε με καταφανή άνεση και μεγάλο ήχο το ανήσυχο ανάγλυφο ενός έργου ιδιότυπα "ελληνικού", στο οποίο και πάλι εντυπωσιάζει η ελεύθερη, "μοντέρνα" αρμονική γλώσσα. Απόλυτα κυρίαρχος στα δύσκολα σολιστικά μέρη, ο Παληός διαλεγόταν σε άλλα σημεία με αυτοπεποίθηση με μια ορχήστρα σε πλήρη εγρήγορση (ιδίως τα πνευστά), παρά κάποιους τοπικούς αποσυντονισμούς. Άλλοτε αναλυτική, άλλοτε πιο εύροη η διεύθυνση του Οικονόμου ανέδειξε άριστα και τη διαφάνεια της ενορχήστρωσης και την εναλλαγή διαθέσεων του έργου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, και η συναυλία, που ολοκληρώθηκε με την απαιτητική 2η Συμφωνία του Αντ. Ευαγγελάτου -τη δοκιμή της οποίας δεν μπορέσαμε, δυστυχώς, να παρακολουθήσουμε- κινήθηκε στο ίδιο υψηλό επίπεδο…
Κεντρική φωτογραφία: Ο Μίσα Μάισκυ ερμηνεύει το 2ο "Κοντσέρτο για βιολοντσέλο" του Ντβόρζακ, συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον αρχιμουσικό Λιονέλ Μπρενγκέ κατά τη διάρκεια συναυλίας του συνόλου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Ηρώδειο, 2/7).