Αν αληθεύει ότι το τρίπτυχο σπουδαίο έργο - δυνατή σκηνοθεσία - ικανοί τραγουδιστές διασφαλίζει την επιτυχία μιας οπερατικής παραγωγής, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η απόφαση της Λυρικής να προτείνει για τρίτη φορά (μετά το 2012 και το 2015) αυτήν του Ούγκο ντε Άνα για την "Τόσκα" του Πουτσίνι, θα γεμίσει και πάλι ασφυκτικά το Ηρώδειο.
Εν αρχή ην το έργο! Η ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στην ντίβα της όπερας Φλόρια Τόσκα και το ζωγράφο και ιδεαλιστή δημοκράτη Μάριο Καβαραντόσι διαδραματίζεται στη Ρώμη του 1800, μέσα σε μια πολιτική κατάσταση, στην οποία η έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης έρχεται σε μοιραία σύγκρουση με τη δεσποτική, ανάλγητη εξουσία του Σκάρπια. Επιθυμώντας να κάνει την Τόσκα δική του, ο κυνικός αρχηγός της αστυνομίας καθορίζει με διαβολικό τρόπο μια ροή εξελίξεων, που τελικά επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του Καβαραντόσι και τη θεαματική αυτοκτονία της ντίβας.
Κινούμενη σ’ ένα ιστορικό περιβάλλον όπου οι συνθήκες κινδύνου και βίας βοηθούν την ανάπτυξη έντονων συναισθημάτων, η "Τόσκα" αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του μουσικού κινήματος του βερισμού. Έχοντας παρακολουθήσει θεατρική παράσταση του αιματοβαμμένου δράματος του Γάλλου συγγραφέα Σαρντού, ο Πουτσίνι είχε γοητευθεί όχι μόνον από τη βιαιότητα των παθών του τριγώνου των χαρακτήρων, αλλά και από το ιστορικό πλαίσιο της πλοκής, το οποίο φρόντισε να εντάξει στη μελοποίησή του με αξιοθαύμαστη σκηνική πυκνότητα και οικονομία.
Όχι τυχαία, λοιπόν, οι συνεχείς επεμβάσεις του στο λιμπρέτο συνέβαλαν στη θεατρική κορύφωση στις πιο κρίσιμες στιγμές και των τριών πράξεων, ώστε να κρατούν σε αγωνία και διαρκή εγρήγορση το θεατή. Η επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, η αναζήτηση σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, τα οξυμένα συναισθήματα –έρωτας, μίσος, πνεύμα θυσίας, αγάπη για την πατρίδα, σκληρότερες, υποδόρια νοσηρές όψεις– αλλά και οι αποσπασματικοί, φορτισμένοι με έντονη δραματικότητα διάλογοι έχουν δίκαια προσδώσει στην "Τόσκα" το χαρακτηρισμό ως ενός από τα πρώτα μουσικά "θρίλερ".
Η "Τόσκα" αποτελεί αγαπημένο έργο των σκηνοθετών. Η ιδανική για κλειστή αίθουσα δράση της έχει μεταφερθεί πολλές φορές –και συχνά με επιτυχία– στη σύγχρονη εποχή. Ο Ούγκο ντε Άνα, ο οποίος υπογράφει επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια της αθηναϊκής παράστασης, φημίζεται, αντιθέτως, για τις εντυπωσιακές νατουραλιστικές δουλειές του σε μεγάλους ανοιχτούς χώρους. Οι αναμνήσεις από τα δύο προηγούμενα ανεβάσματα παραπέμπουν σε μια καλαίσθητη και μεγαλόπρεπη, παραδοσιακή σκηνοθετική ματιά. Τα εντυπωσιακά σκηνικά (με προεξάρχοντα τον παρόντα σε όλες τις πράξεις υπερμεγέθη Εσταυρωμένο) σε συνδυασμό με την έξοχη χρήση φωτισμών και προβολών βίντεο –που αναπαριστούν τους χώρους της αυθεντικής δράσης– δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην όλη παραγωγή, την αναβίωση της οποίας επιμελείται η Κατερίνα Πετσατώδη.
Η "Τόσκα" απαιτεί, τέλος, για την απόλυτη δικαίωσή της και τρεις εξίσου ικανούς μουσικοδραματικά πρωταγωνιστές. Και τούτο διότι η μουσική του Πουτσίνι χαρακτηρίζεται από ασύλληπτο μελωδικό πλούτο αλλά και έντονη θεατρικότητα. Η ιδιαίτερα προσωπική μουσική γλώσσα του Ιταλού συνθέτη, στην οποία αντανακλώνται με σαφήνεια ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ερμηνευτών, παραμένει ως τις μέρες μας εξαιρετικά δημοφιλής. Οι περίφημες άριες "Vissi d’arte" και "E lucevan le stelle" συγκαταλέγονται στις πλέον εμβληματικές του λυρικού ρεπερτορίου.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος, τον οποίο απογείωσε μία Κάλλας, αποτελεί το πρότυπο της οπερατικής ντίβας. Όλες οι πράξεις και τα συναισθήματα της Τόσκα στοιχειοθετούν το κατεξοχήν στερεότυπο της ματαιόδοξης και παραδομένης στα δυνατά της ένστικτα ηρωίδας. Εύλογα, απαιτεί από την ερμηνεύτριά του μεγάλη σκηνική άνεση και τραγούδι ικανής δραματικής εξαγγελίας. Με ενδιαφέρον αναμένεται η αναμέτρηση σε αυτόν της Λετονής υψιφώνου Κριστίνε Οπολάις με την Αρμένια ομόλογό της Λιάνα Χαρουτουνιάν, δύο μονωδών με διακριτά φωνητικά και υποκριτικά χαρίσματα.
Τον φλογερό πατριώτη Καβαραντόσι, ρόλο που βοά για τραγούδι μεσογειακής θέρμης, ερμηνεύουν ο διάσημος Μεξικανός τενόρος Ραμόν Βάργκας και ο Ιταλός Τζόρτζιο Μπερούτζι. Τον σαδιστή και λάγνο αριστοκράτη Σκάρπια θα ενσαρκώσουν οι σπουδαίοι μας βαρύτονοι Δημήτρης Πλατανιάς και Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Ο πολύπειρος Γάλλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν θα διευθύνει τα σύνολα της ΕΛΣ.
Ξέρατε ότι...
…η πρώτη ερμηνεύτρια (1900) του πρωταγωνιστικού ρόλου ήταν η διάσημη, ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ, το γένος Χαρικλή;
…η "Τόσκα" μπήκε στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, στο ανοιχτό θέατρο της οδού Δραγατσανίου, με πρωταγωνίστρια τη 19χρονη Μαρία Κάλλας;
…στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ρώμη εκτυλισσόταν η δράση της προηγούμενης α-λα-φιλμ νουάρ παραγωγής της ΕΛΣ, επί εποχής Στέφανου Λαζαρίδη (2007), σε σκηνοθεσία Νίκου Πετρόπουλου, με την –άγνωστη ακόμη– Κριστίνε Οπολάις ως Φλόρια Τόσκα;