Η 11η ημέρα του Release Athens έμελλε να είναι και η πιο αμφιλεγόμενη –ή, έστω, αυτή που έθεσε επί τάπητος ορισμένα επίμονα ερωτήματα, για τα οποία χωράει κάμποση συζήτηση. Άλλωστε το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, τύπου ποιος και γιατί τέθηκε επικεφαλής: αποτυπώθηκε και στην ίδια τη βραδιά, σε πηγαδάκια λ.χ. που αναρωτιούνταν φωναχτά πώς είναι δυνατόν να τα καταφέρουν οι Sabaton ως headliners, μετά από μια τόσο επιβλητική εμφάνιση των Blind Guardian.
Εκείνο που δεν αμφισβητείται, πάντως, είναι ότι καταγράφηκε ως μία ακόμα επιτυχημένη φεστιβαλική ημέρα γύρω από τη heavy metal κουλτούρα. Η οποία έφερε στην Πλατεία Νερού ένα πλήθος με ανάκατες ηλικίες, από έφηβους στα 15-16 τους, μέχρι και άτομα που είχαν πια πατήσει τα 50 έτη.
The Silent Rage
Το μικρό πλήθος που είχε ήδη μαζευτεί στις 17.25 θα χώραγε άνετα στο An Club, κάτι που αποδείχθηκε ευτύχημα για τους Silent Rage από τον Κορυδαλλό –πόσο μάλλον όταν κάμποσος κόσμος έσπευσε να λάβει θέσεις ενώπιόν τους, αψηφώντας τη μεσημεριανή κάψα. Η οποία πρέπει να ήταν έντονη και πάνω στη σκηνή, αφού σε κάποιο σημείο τη σχολίασε χιουμοριστικά και ο τραγουδιστής τους Μιχάλης Ρινακάκης, αναρωτώμενος πώς πάει εκείνο το κομμάτι (των Locomondo) που λέει ότι δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα. Φόραγε βέβαια και κάμποσα, η αλήθεια είναι, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν έλειψε ευτυχώς ένα καλοδεχούμενο θαλασσινό αεράκι.
Τα τραγούδια των Silent Rage μένουν φοβάμαι στην πεπατημένη ενός μελωδικού power στυλ, το οποίο υπηρετούν με σοβαρότητα, μα δίχως ιδιαίτερες ιδέες. Στη ζωντανή τους έκφανση, όμως, αποδείχθηκαν δυναμίτες. Πάθος, κιθαριστική ένταση και επιβλητικές μεταλλικές κραυγές διέτρεξαν όλο το σύντομο set, προκαλώντας αθρόο χειροκρότημα –με το "Sin Of A Pilgrim" να είναι μάλλον μια κορυφαία στιγμή. Έπαιξαν δε κι ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι ("Serpent" κάτι), δείχνοντας ότι ετοιμάζουν κάποιον καινούριο δίσκο.
Enemy Of Reality
Οι Αθηναίοι Enemy Of Reality κέρδισαν το κοινό με το που εμφανίστηκαν, εξαπολύοντας τόσο τον symphonic metal ήχο τους, όσο και τα ημι-οπερατικά φωνητικά της μαυροντυμένης Ηλιάνας Τσακιράκη, η οποία πρόσθετε κι έναν κάπως goth "αέρα" στο όλο μείγμα. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε με παλμό στα κελεύσματά τους κι έστησε μια αρκετά θερμή κερκίδα στο "The Taste Of Defeat", ενώ υποδέχθηκε με ενθουσιασμό το καινούριο "Downfall".
Κι εκεί που είχες αρχίσει να σκέφτεσαι τα ναι μεν αλλά, ότι δηλαδή μια χαρά ήταν το live μόνο που όλα έδειχναν δανεισμένα, ίσως και ξεσηκωμένα από το σύμπαν που πρεσβεύουν πολλά τέτοια ονόματα, ήρθε εκείνο το "Την πατρίδα μ' έχασα, άκλαψα και πόνεσα". Για να θυμίσει τόσο την ωραιότατη διασκευή που παρουσίασαν πέρυσι στο ποντιακό άσμα "Την Πατρίδα Μ' Έχασα" –με το γουστόζικο βιντεοκλίπ, όπου παίζει και ο Σπύρος Μπιμπίλας– όσο και το ότι δεν πρέπει να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα: ίσως να υπάρχουν περισσότερα στη συγκεκριμένη μπάντα, από ένα ορντέβρ πριν τους Epica.
Epica
Καθώς πλησίαζε η ώρα των Epica έγινε φανερή και η δημοφιλία την οποία απολαμβάνουν στη χώρα μας, καθώς το πλήθος πύκνωνε με σταθερό ρυθμό. Και ήταν κόσμος που έσπευδε στην Πλατεία Νερού αποφασισμένος να μην τους χάσει (μερικοί με ομπρέλες, μάλιστα, ώστε να αντιμετωπίσουν τον απογευματινό ήλιο), όπως έδειξε και η έκρηξη με την οποία έγιναν δεκτοί με το που εμφανίστηκαν στη σκηνή, μέσα σε ένα δραματικό κρεσέντο με έγχορδα και "κινηματογραφική" αίσθηση, ξεκινώντας αμέσως μετά με το "Abyss Of Time - Countdown To Singularity".
Αυτή η υποδοχή, ο έκδηλος ενθουσιασμός τον οποίον πυροδότησαν στο κοινό στη 1 ώρα και 20 λεπτά που έπαιξαν, αλλά και τα 20 χρόνια παρουσίας που συμπληρώνουν φέτος –στα οποία πέτυχαν να αναδειχθούν σε σημείο αναφοράς για τον symphonic metal ήχο– έφερε σε δύσκολη θέση όσους τους αντιμετωπίζουν ως κάτι σαν "Nightwish του φτωχού". Πόσο μάλλον αν δεν έχουν ούτε τους Nightwish σε υπόληψη.
Μερικά πράγματα, βέβαια, τα σέβεσαι ακόμα κι αν δεν τα εκτιμάς ή δεν τα καταλαβαίνεις. Δεν γίνεται δηλαδή να αγνοήσεις τόσο κόσμο που έδειξε να ξέρει απέξω κι ανακατωτά τους στίχους των Epica ή να διονυσιάζεται με τα "The Skeleton Key" και "Cry For The Moon"· υπάρχουν δυνάμεις εδώ ικανές να διαμορφώσουν –και να συντηρήσουν, προφανώς– μια γνήσια fanbase.
Και η κυριότερη ανάμεσά τους ήταν πασιφανής: η Simone Simons με το λευκό της αμπίρ φόρεμα, σε ρόλο σειρήνας βγαλμένης από την Οδύσσεια, σήκωσε το Epica οικοδόμημα στις οιμωγές της κρυστάλλινης (ψευδο)οπερατικής της φωνής, όντας αλάθητη και σταθερά σαγηνευτική. Ακόμα κι αν δεν έπαιξαν ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια τους –όπως διατείνεται ο Βαγγέλης Χαλικιάς, που ξέρει το ρεπερτόριο– ακόμα κι αν ο ηγέτης Mark Jansen θεώρησε αστείο να πει κάτι δικά του για το επεισόδιο με τον Bruce Dickinson στην πρόσφατη συναυλία των Iron Maiden (θέλοντας μάλλον να κολακέψει το ελληνικό κοινό), ακόμα κι αν ο Coen Janssen ανανοηματοδότησε την παλιά έννοια της ποζεριάς με τα φορητά του πλήκτρα και το παίξιμό του σε αυτά.
Blind Guardian
Οι Blind Guardian είναι μπάντα με παλιές και γερές ρίζες, αγαπημένη ήδη από τη δεκαετία του 1990, που είχε και κάποια χρόνια να φανεί στην Ελλάδα. Υπήρχε κλίμα προσμονής, λοιπόν, το οποίο κι εκτονώθηκε με πανηγυρική υποδοχή καθώς οι Γερμανοί ορμούσαν στη σκηνή με το "Into The Storm". Αλλά την τιμητική του στο Release Athens δεν θα είχε το άλμπουμ Nightfall Ιn Middle-Earth που το περιείχε, μα το προγενέστερο Somewhere Far Beyond (1992), το οποίο γιορτάζει φέτος 30 στρογγυλά χρόνια.
Παρά το φορτσάτο μπάσιμο των Blind Guardian, όταν έφτασε η ώρα να ακούσουμε κολλητά τις δύο εναρκτήριες κορωνίδες αυτού του άλμπουμ –το "Time What Is Time" και το "Journey Through The Dark"– φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε και πολύ καλά. Ναι μεν η αίσθηση των κομματιών ήταν εκεί, ναι μεν ο κόσμος τραγουδούσε ενθουσιωδώς, όμως ο Hansi Kürsch ζοριζόταν: αποτυπωνόταν μονοκόμματα τραχύς, αφήνοντας τα πιο μελωδικά σημεία των ρεφρέν στο πλήθος ή στη βοήθεια των συνοδοιπόρων του στα δεύτερα φωνητικά. Και ζήτημα ήχου δεν ήταν, αν και για λίγο τα μπάσα ακούστηκαν κάπως υπερβολικά.
Όπως θα διάβαζα αργότερα, ο Kürsch ταλαιπωρείται από χορδίτιδα, παρότι μας δήλωσε ότι περνάει πάντα καλά όταν έρχεται στην Αθήνα, μιλώντας μας για το υπέροχο φαγητό και το υπέροχο κρασί μας. Και μάλλον θα έλεγε πολλά περισσότερα αν έπαιζαν headliners. Περιόρισε όμως την τάση του προς την πάρλα (το κατά δύναμη), ανασκουμπώθηκε και –αντλώντας ίσως ενέργεια από τις ιαχές "Guardian, Guardian!"– οδήγησε τη μπάντα σε μια επιβλητική εμφάνιση, υπερβαίνοντας ακόμα και τα προβλήματα στις φωνητικές του χορδές.
Κάπως έτσι, οι Γερμανοί έφτασαν σε μια καταπληκτική εκτέλεση στο "Theatre Of Pain", την οποία στεφάνωσαν με μια λαμπρή απόδοση στο "The Quest For Tanelorn" –που τους είδε να λούζονται σε ωραία πράσινα και πορτοκαλί φώτα– κι έπειτα με μια κατσαπλιάδικη εφόρμηση στο "Ashes To Ashes", άκρως μεταλλική. Το εκστασιασμένο πλήθος απάντησε φωτίζοντας τη νύχτα με τις οθόνες των κινητών του και τραγουδώντας όταν ήρθε η ώρα του κοσμαγάπητου "The Bard's Song", με τη συναυλία να αγγίζει έπειτα νέες κορυφές στο "Somewhere Far Beyond" και στο "Mirror Mirror", που έκανε όλη την Πλατεία Νερού να κοπανιέται μανιασμένη.
Οφείλουμε βέβαια να επαινέσουμε και το κιθαριστικό δίδυμο της μπάντας, γιατί ο συνιδρυτής André Olbrich και ο θαυμάσιος Marcus Siepen –του οποίου το μακρύ μαλλί έχει πια ασπρίσει, μα παραμένει θεαματικό– τα έδωσαν όλα, παίζοντας κολασμένα riffs. Στάθηκαν έτσι ως μόνιμοι πυλώνες δυνατών ηλεκτρικών εκκενώσεων δίπλα στην ψυχωμένη προσπάθεια του Kürsch, συνεισφέροντας στον θρίαμβο των Blind Guardian. Ακόμα κι όσοι είχαν εκκρεμότητες μαζί τους, ακόμα κι όσοι δεν ακολουθούν πια τους δίσκους της τελευταίας δεκαετίας, τους έβγαλαν το καπέλο.
Sabaton
Μετά από μια τέτοια θύελλα βαπτισμένη στα νάματα του κεντροευρωπαϊκού power metal, οι "παλιοί" ανάμεσα στο κοινό, όσοι έφαγαν ψωμί κι αλάτι με τους Blind Guardian στα ιστορικά χρόνια του "Ρόδον" στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, απορούσαν ακόμα περισσότερο για το γεγονός ότι δεν είχαν τεθεί επικεφαλής. Εδώ κι εκεί, μάλιστα, εκφράζονταν απορίες για το πώς θα φαίνονταν οι Sabaton και πώς θα κατάφερναν να σταθούν απέναντί τους. Όμως αυτοί έμελλε να παραδώσουν ένα σκληρό μάθημα περί του περάσματος των καιρών και των επίκαιρων ζυμώσεων στον metal μικρόκοσμο.
Η αλλαγή φρουράς έγινε γρήγορα φανερή ανάμεσα στο κοινό, καθώς –έστω και με το πρόσχημα της τουαλέτας– οι στάμπες Blind Guardian οπισθοχώρησαν και οι μπροστινές σειρές πύκνωσαν από μια μπριζωμένη νεολαία με μπλουζάκια Sabaton. Αν και τμήμα αυτού του κοινού είχε τραγουδήσει με πάθος στο "Bard's Song" και στο "Mirror Mirror", πολλοί απλά περίμεναν να τελειώσει η παρέα του Hansi Kürsch, ίσως και με κάποια αμηχανία για το τι γινόταν γύρω τους όσο έπαιζαν: το βροντερό παρών στην Πλατεία Νερού το έδιναν για τους Σουηδους από το Falun. Ζητωκραύγασαν λοιπόν από άκρη σε άκρη όταν τους είδαν να παίρνουν θέσεις στη σκηνή, εξαπολύοντας εκρηκτική επίθεση με το "Ghost Division".
Το "εκρηκτική", εν προκειμένω, δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε ένα ακόμα κουρασμένο δημοσιογραφικό κλισέ. Έχοντας διαμορφώσει τη σκηνή έτσι ώστε να μοιάζει με χαρακώματα, με τα ντραμς του Hannes Van Dahl να βρίσκονται (όπως πάντα) πάνω σε ένα χαρακτηριστικό τανκ, οι Sabaton έριχναν κατά ριπάς από το κανόνι του· ωθώντας τους οπαδούς σε ακόμα περισσότερο ιδρώτα, ακόμα μεγαλύτερη πώρωση καθώς προχωρούσαν στο "Stormtroopers" κι έπειτα στο "The Great War", με φλόγες και κακό. "What a fucking welcome!", αναφώνησε ο μπροστάρης Joakim Brodén. Και πώς μπορούσες να τον διαψεύσεις;
Το σκηνικό έμεινε αμετάβλητο ως το τέλος της μακράς συναυλίας, στην οποία οι Sabaton, για να είμαστε δίκαιοι, τίμησαν τους δεσμούς που έχουν χτίσει με τη χώρα μας παίζοντας 2 τραγούδια παραπάνω από όσα παρουσιάζουν συνήθως στα υπόλοιπα φεστιβάλ –το "Sparta" (για την αρχαία Σπάρτη) και το εμπνευσμένο από το Έπος του '40 "Coat Of Arms". Ο δε Pär Sundström έκανε φιλότιμη προσπάθεια να απευθυνθεί στη γλώσσα μας, αποκαλύπτοντάς μας ότι μαθαίνει ελληνικά. Κατά τα λοιπά, τα βίντεο πίσω τους συνέχιζαν να εστιάζουν σε διάφορες πολεμικές αναμετρήσεις, το γκρουπ έμεινε αμετακίνητο στη σφιχτή του εκτελεστική απόδοση και ο κόσμος εξακολούθησε να κάνει σαν τρελός, ανάβοντας καπνογόνα, χοροπηδώντας και τραγουδώντας παλαβωμένος τους στίχους του "The Last Stand", του "Steel Commanders" ή του "Carolus Rex". Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν στην έναρξη του πρώτου encore, όταν παίχτηκε το "Primo Victoria", αλλά και στην απίστευτη παντομίμα κωπηλασίας που συνόδευσε τα ντρακάρ του "Swedish Pagans".
Δυστυχώς, όπως συμβαίνει και με την ευρύτερη rock 'n' roll οικογένεια, έτσι και στο metal έχουμε μπει σε μια άβολη μεταιχμιακή περίοδο. Όπου ναι μεν οι "Μεγάλοι Παληοί" κρατάνε ακόμα –όπως έδειξαν οι φετινές συναυλίες των Iron Maiden, των Judas Priest και των Manowar– μα με τον χρόνο να κυλάει εναντίον τους: αναπόφευκτα, έρχεται το τέλος της διαδρομής. Παράλληλα, το νεότερο κοινό αναζητά καινούριους ήρωες, οι οποίοι κι αρχίζουν να προωθούνται ως επόμενοι headliners έχοντας με το μέρος τους μια κεκτημένη μαζικότητα (που εγγυάται εισπράξεις), όχι όμως και την ανάλογη ποιότητα.
Προσωπικά, δηλαδή, δεν μπορώ να μη διατυπώσω την απογοήτευσή μου για το ότι οι Sabaton χαίρουν τέτοιας αποδοχής, όταν σε 19 τραγούδια μετά βίας ξεχώρισα ένα –το "Bismarck", το οποίο κι απέδωσαν εξαιρετικά. Κατά τα λοιπά η μεγαλεπήβολη πρόσοψη στέκει θεαματικά κενή, ο πομπώδης ήχος καλείται να υπηρετήσει τριτοτέταρτες συνθέσεις και ο Joakim Brodén είναι ένας από τους πιο μονότονους και βαρετούς τραγουδιστές στο metal στερέωμα.
Επιπλέον, η όλη πολεμική θεματολογία δεν έχει τίποτα από τη βάρβαρη αίγλη της προνεωτερικής στρατιωτικής αριστοκρατίας που πρωταγωνιστεί στο ρεπερτόριο των Manowar, των Virgin Steele κι άλλων ανάλογων γκρουπ: εκείνοι, τουλάχιστον, "lived and died by the sword", όντας συνεπείς και με την ταξική τους θέση και με τους καιρούς τους, υπακούοντας σε ένα ηρωικό αρχέτυπο με αρχαίες ρίζες, που φτάνουν μέχρι την Ιλιάδα.
Αντιθέτως, στους Sabaton κυριαρχεί ένας ισοπεδωτικά μεταμοντέρνος σχετικισμός, που αναγνωρίζει μόνο διαφορετικές οπτικές γωνίες πάνω σε αιματοβαμμένες ανδραγαθίες, αδιαφορώντας για το πλαίσιο στο οποίο έλαβαν χώρα. Κάπως έτσι, δηλαδή, τραγουδήσαμε στην Πλατεία Νερού και για τους Έλληνες του '40 που πάλεψαν ενάντια στους Ιταλούς εισβολείς, αλλά και για το θωρηκτό "Μπίσμαρκ" –το καμάρι της Ναζιστικής Γερμανίας, που έσπερνε τον τρόμο στις θάλασσες της ίδιας εποχής. Ασφαλώς κι αναγνωρίζω τη γοητεία και το δέος που προκαλούσε το "Μπίσμαρκ". Ίσως η διαφορά μου με τους Sabaton να είναι ότι δεν λυπάμαι για το τέλος του.