Πατατάκια, χάρτινες συσκευασίες ξεχειλισμένες με ποπ κορν, κρύες μπύρες, ψητά καλαμπόκια, ακόμα και σουβλάκια (καλαμάκια) με ψωμί. Καθώς ανέμενες την Πέγκυ Ζήνα και τον Χρήστο Νικολόπουλοτο στο Αίθριο Θέατρο Αμαρουσίου –στον χώρο του ιστορικού οικοτροφείου θηλέων "Αμαλίειον"– ένιωθες λες και βρίσκεσαι σε θερινό σινεμά. Κάτι που υπενθύμιζε πόσο διαφορετικό συναυλιακό σύμπαν είναι τα καλοκαιρινά φεστιβάλ των Δήμων, από ό,τι έχουν ίσως κατά νου οι μουσικόφιλοι που συχνάζουν σε εμφανίσεις μεγάλων διεθνών ονομάτων.
Μέχρι το ρολόι να δείξει 9 ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τον χώρο, καταλαμβάνοντας πλήρως και τις κερκίδες, μα και όσες πλαστικές καρέκλες είχαν στηθεί στην ορχήστρα μπροστά από τη σκηνή: όσοι ήρθαν αργοπορημένοι, έμειναν όρθιοι. Γενικά, ο ηλικιακός μέσος όρος ήταν ανεβασμένος, δεν έλειπε πάντως ούτε η νεολαία, ούτε όσοι ήρθαν οικογενειακά, φέρνοντας δηλαδή και τα παιδιά τους. Άλλοι με τα καλά τους –αντιμετωπίζοντας την περίσταση ως έξοδο– κι άλλοι με τα απλά τους, σαν να είχαν βγει για μια βόλτα στη γειτονιά. Στην πρώτη σειρά, μάλιστα, καθόταν και ο Δήμαρχος Αμαρουσίου Θεόδωρος Αμπατζόγλου.
Το πρόγραμμα που είδαμε περιλάμβανε δύο μέρη: στο πρώτο πρωταγωνίστησε η Πέγκυ Ζήνα, στο δεύτερο συνόδευσε τον Χρήστο Νικολόπουλο, ερμηνεύοντας ορισμένα από τα πάμπολλα αριστουργήματά του. Και οι δύο διέθεταν την αρωγή μιας σφιχτοδεμένης και καλοπροβαρισμένης ορχήστρας, η οποία είχε ως μουσικό της διευθυντή τον Γιώργο Ζαχαρίου.
Για τον Χρήστο Νικολόπουλο, τώρα, κινδυνεύεις να γίνεις κουραστικός επαναλαμβάνοντας πράγματα που χαρακτηρίζουν σταθερά κάθε του εμφάνιση, σε κάθε περίσταση. Στο Αίθριο Θέατρο Αμαρουσίου επιβεβαίωσε απλά την κλάση και το βεληνεκές του ως συνθέτης και ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, όπως και τη σεμνότητα που τον διακρίνει. Στα λίγα λόγια τα οποία απηύθυνε στο κοινό, ας πούμε, στάθηκε στη συγκίνησή του που έπαιζε στη γειτονιά όπου κάποτε ζούσε ο διακεκριμένος στιχουργός Πυθαγόρας, τον οποίον και τίμησε τραγουδώντας όχι μόνο το "Και Φούμα-Φούμα" (πάντα το λέει ωραιότατα), αλλά και το "Αγριολούλουδο", που έγραψαν μαζί για τον Στέλιο Καζαντζίδη το 1968.
Αυτό ίσως να στάθηκε έκπληξη, καθώς ο Νικολόπουλος αποφεύγει γενικά να τραγουδάει στις ζωντανές του εμφανίσεις, πόσο μάλλον επιλογές με τέτοιες φωνητικές απαιτήσεις. Κατά τα λοιπά, προλόγισε με θέρμη την Πέγκυ Ζήνα, επαίνεσε ανοιχτά μία από τις ερμηνείες της κατά τη διάρκεια της βραδιάς και "αρκέστηκε" να αποτελέσει τον βασικό βράχο του δεύτερου μέρους της συναυλίας, συνεισφέροντας ασυναγώνιστες πενιές και παιξίματα.
Για την Πέγκυ Ζήνα, από την άλλη, αυτή η σύμπραξη αποτέλεσε εκπλήρωση ενός καλλιτεχνικού ονείρου, μα κι ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια που κάνει για να χτίσει ένα διαφορετικό προφίλ, "γεφυρώνοντας" το ποια υπήρξε μέχρι τώρα στη δισκογραφία με το ποια θέλει να είναι ως ερμηνεύτρια. Από μια άποψη, λοιπόν, μπορούμε ίσως να πούμε ότι η συναυλία στο Μαρούσι υπήρξε άτυπη συνέχεια της βραδιάς που παρουσίασε στην Τεχνόπολη τον Ιούνιο του 2021, συνεργαζόμενη με τον Νίκο Τουλιάτο.
Ασφαλώς, συναυλίες σαν κι αυτή δεν είναι η καταλληλότερη περίσταση για να βγάλεις συμπεράσματα για τέτοιου είδους στοιχήματα. Κάτι που φάνηκε από νωρίς, καθώς ο κόσμος αντέδρασε μουδιασμένα στο ξεκίνημα της Ζήνα. Ίσως γιατί τον ξένισαν κάποιες πιο rock ενορχηστρώσεις με έντονη τη χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που κι εγώ σημείωσα ότι δεν μου άρεσαν στην περίπτωση λ.χ. της επιτυχίας της "Ένα". Από τη στιγμή πάντως που το πάνω χέρι πήραν τα λαϊκά στοιχεία, το πλήθος αφυπνίστηκε κι άρχισε να επευφημεί την Αθηναία σταρ, τραγουδώντας με ενθουσιασμό διάφορα ρεφρέν κάθε που εκείνη έτεινε το μικρόφωνο στην πλατεία. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος έγινε ηλίου φαεινότερον ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν να κρίνει ερμηνευτικές επιδόσεις, ενορχηστρώσεις ή οτιδήποτε παρόμοιο. Σημασία είχε μόνο να παίζονται αναγνωρίσιμα και αγαπημένα κομμάτια, ώστε να ανάψει το κέφι, να αρχίσουν χοροί και να σιγοτραγουδηθούν στίχοι ενόσω ποπ κορν, σουβλάκια και μπύρες γίνονταν ανάρπαστα.
Κρίνοντας λοιπόν τη συναυλία με το μέτρο μιας "λαϊκής απογευματινής", ας την πούμε, υπήρξε πέρα για πέρα επιτυχημένη. Αποτιμώντας την όμως ως κρίκο στα όσα επιδιώκει να πετύχει η Πέγκυ Ζήνα, ξεκινάει μια διαφορετική συζήτηση, αρκετά πιο περίπλοκη. Στην οποία θα κάνουμε μεγάλο λάθος αν υποτιμήσουμε τη δημοφιλή τραγουδίστρια, μα δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε και σε υπερβολές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, δηλαδή, για το πόσο έχει δουλέψει η Πέγκυ Ζήνα μέσα στα χρόνια, κάνοντας την έκπληξη για όσους την πρωτομάθαμε μέσω κοροϊδιών για τραγούδια τύπου "Αν Πας Με Άλλη" (1995). Είπε βέβαια και στη συνέχεια της καριέρας της κομμάτια αμφιβόλου ποιότητας –κι ας έγιναν επιτυχίες– κατόρθωσε όμως να δώσει και διαπιστευτήρια μιας διαφορετικής πλεύσης. Και στο Αίθριο Θέατρο Αμαρουσίου πραγματικά θαύμαζες ότι στεκόταν αξιοπρεπώς σε απαιτητικές επιλογές σαν τη "Ρόζα", το "Ζήλια Μου" ή το "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα", που φέρουν και το επιπλέον ειδικό βάρος των ερμηνειών (αντίστοιχα) του Δημήτρη Μητροπάνου, της Χάρις Αλεξίου, του Στράτου Διονυσίου. Δεν συζητάω δε για το πόσο καλή ήταν σε δικά της στιγμιότυπα: κανείς δεν έμεινε ασυγκίνητος από τον θεσπέσιο τρόπο με τον οποίον είπε το "Δυστυχώς (Έχει Σύννεφα Απόψε)" ή το "Έφυγες".
Εξίσου αληθές, όμως, είναι και το ότι η Ζήνα διαθέτει μια φωνή με συγκεκριμένες δυνατότητες. Οι οποίες ενισχύονται μεν από τις ερμηνείες της, μα δεν επαρκούν για όλα τα ξανοίγματα που αποτολμά. Δεν της πάει ο Στέλιος Καζαντζίδης, για παράδειγμα: το "Βραδιάζει" υπήρξε Βατερλώ. Αλλά ούτε το "Νύχτα Στάσου" έπιασε, ούτε το "Μια Γυναίκα Μπορεί". Ούτε χρειαζόταν να αποδώσει ωραίες στιγμές του προσωπικού της ρεπερτορίου σαν τα "Ρώτησα", "Νόημα" και "Μη Ρωτάτε" προσεγγίζοντας τόσο πολύ στο Παράδειγμα της Άννα Βίσση. Δεν είναι η Άννα Βίσση, είναι η Πέγκυ Ζήνα. Και στέκεται πραγματικά μια χαρά όταν μένει στο μέτρο των δικών της δυνάμεων, θέτοντας στο προσκήνιο το χρώμα της και την ήρεμη δραματικότητά της. Δεν χρειάζονται λοιπόν άγχη καταξίωσης και υπερβολικά απλώματα· ούτε καν σε βραδιές σαν κι αυτή στο Μαρούσι όπου –όπως είπαμε– ο κόσμος ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πρόγραμμα, παρά για τις εκτελέσεις.