Κανένας δίσκος από όσους έχουν χριστεί ως σπουδαίοι δεν ήταν άμοιρος της εποχής στην οποία γεννήθηκε: κάθε τέτοια περίπτωση ανέπτυξε διαλεκτική σχέση με τους καιρούς της, άσχετα αν συμπορεύτηκε ή αν συγκρούστηκε μαζί τους. Έτσι και το Legendary Tales των Rhapsody Of Fire (που τότε λέγονταν ακόμα Rhapsody). Μπορεί να ήρθε από το πουθενά, όμως με τον τίτλο, το εξώφυλλο και τα τραγούδια του κατάφερε να προκαλέσει, να κλονίσει και –τελικά– να ραγίσει την άποψη που κυριαρχούσε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για ό,τι λογίζουμε σήμερα ως "παραδοσιακό metal". Και είναι ακριβώς εκεί όπου εδράζεται η δική του σημαντικότητα.
Ασφαλώς, για να την καταλάβει κανείς, θα πρέπει να ανακαλέσει (ή να κατανοήσει) το κλίμα που είχε δημιουργηθεί γύρω στο 1995, ύστερα από τα συντριπτικά χτυπήματα τα οποία επέφεραν στον σκληρό ήχο των 1980s αφενός η άνοδος των Nirvana και του grunge, αφετέρου δίσκοι σαν το Black Album των Metallica (1991) και το ομώνυμο ντεμπούτο των Rage Against Τhe Machine (1992), όπως βέβαια και η εμφάνιση συγκροτημάτων σαν τους Neurosis και τους Pantera.
Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, δηλαδή, είχε ανατείλλει ένας πολυφασματικά εναλλακτικός κόσμος, ο οποίος χαιρόταν να διακηρύσσει τον θάνατο του παραδοσιακού heavy metal. Άλλωστε ο Rob Halford είχε εγκαταλείψει τους Judas Priest (1992), ο Bruce Dickinson είχε φύγει από τους Iron Maiden (1993), οι Accept διαλύονταν για δεύτερη φορά (1997). Οπότε ο Τύπος της εποχής αισθανόταν άνετα να κοροϊδεύει ως γραφικούς όσους επέμεναν να κυκλοφορούν με μπλουζάκια Helloween –που είχαν γίνει κι αυτοί από δυο χωριά χωριάτες το 1993. Μπάντες όπως οι Stratovarius και οι Blind Guardian μπορεί να συνέχιζαν, θεωρούνταν όμως ότι εκφράζουν μια συντηρητική ευρωπαϊκή αναδίπλωση, καταδικασμένη να γίνεται όλο και πιο περιθωριακή.
Αλλά το 1997 αποδείχθηκε παράξενη χρονιά. Την ίδια στιγμή που οι Radiohead οδηγούσαν την κυρίαρχη alternative κουλτούρα στο ζενίθ μα και στην κόπωση, έμπαιναν στη δισκογραφία νέα συγκροτήματα, με διαφορετικές αξίες. Οι Φινλανδοί Nightwish, οι Ολλανδοί Within Temptation, οι Σουηδοί HammerFall και οι Ιταλοί Rhapsody –καθένας με τον τρόπο του– τράβηξαν μια κόκκινη γραμμή αντίστασης στην περιρρέουσα εναλλακτικότητα, ξανασηκώνοντας τις ξεφτισμένες σημαίες του παραδοσιακού metal. Λες και ο ημίγυμνος ήρωας με το μακρύ ξανθό μαλλί και το αστραφτερό ξίφος στο Legendary Tales δεν αντιμετώπιζε τον δράκο του εξωφύλλου καβάλα στον μονόκερώ του, αλλά όσους είχαν βαλθεί να στείλουν την επική και power πλευρά του heavy metal στα αζήτητα της μουσικής ιστορίας.
Από όλους αυτούς τους δίσκους ο μακράν καλύτερος ήταν το Legendary Tales. Με χορωδίες να ψάλλουν ανδραγαθήματα, με τραγουδάρες να διαδέχονται η μία την άλλη διηγούμενες πολεμικές συγκρούσεις πολύ μακρινών καιρών, με μπαρόκ και συμφωνικά στοιχεία να καλπάζουν από τα synths του συνιδρυτή (και αδιαφιλονίκητου ηγέτη, σήμερα) Alex Staropoli, πριν πλεχτούν σταυροβελονιά με τις γοργόφτερες κιθάρες του Luca Turilli και με τον Fabio Leone να ερμηνεύει με αψεγάδιαστη αίσθηση δράματος και μεγαλείου, προσφέροντας επική λάμψη σε στιγμές σαν τα "Land Of Immortals", "Legendary Tales", "Flames Of Revenge", "Warrior Of Ice", "Lord Of The Thunder" και "Rage Of Winter".
Χάρη σε τέτοιες ποιότητες οι Rhapsody γεφύρωσαν εκπληκτικά τους Helloween, τους Manowar, τον Yngwie Malmsteen και τον Jason Becker, εμφανιζόμενοι σαν metal ραψωδοί βγαλμένοι από τους μύθους του Μελνιμπονέ και άλλων high fantasy βασιλείων της λογοτεχνίας. Γι' αυτό και, εν καιρώ, το Legendary Tales έγινε φάρος για νεότερους καλλιτέχνες, όσους έμελλε να ανοικοδομήσουν το παραδοσιακό metal, χαρίζοντάς του την αναγνώριση που απολαμβάνει στις δικές μας ημέρες.
Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι αφανής σκαπανέας της προσπάθειάς τους στάθηκε ο Γερμανός παραγωγός Sascha Paeth (των Heavens Gate), ο οποίος, πέρα από την κονσόλα, ανέλαβε εκτάκτως να παίξει και μπασίστας, καταθέτοντας ποιοτική δουλειά στα μετόπισθεν. Κάτι που γίνεται αντιληπτό εάν αναρωτηθεί κανείς από πού ξεφύτρωσε αυτή η μπάντα, φτάνοντας πίσω στο 1993, όταν ιδρύθηκαν στην Τεργέστη ως Thundercross, καταθέτοντας το demo "Land Of Immortals". Εκεί βρίσκονται οι πρωτόλειες ρίζες του Legendary Tales, αλλά εκεί αποδεικνύεται επίσης ότι, αν είχαν συνεχίσει με τον αρχικό τραγουδιστή Cristiano Adacher, δεν θα πήγαιναν μακριά: ήταν η έλευση του Leone που σφράγισε το όραμά τους, χρίζοντάς τους ως πιονέρους του υποείδους που πλέον αναγνωρίζουμε ως symphonic power metal.
Όλα αυτά μας τα θυμίζει τώρα η θέση που παίρνουν στο φετινό Release Athens, ερχόμενοι στην Αθήνα για να πλαισιώσουν τη μεγάλη συναυλία των Manowar (Τετάρτη 22/6, Πλατεία Νερού) –μαζί με τους Rotting Christ και τους Meden Agan. Συμμετοχή που δείχνει παράλληλα και το στάτους τους, αφού μιλάμε για μια μπάντα με παγιωμένο κοινό στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ιαπωνία, η οποία επιβίωσε από την καθοριστική διάσπαση του 2011 (όταν έφυγε ο Turilli), αλλά και από την έξοδο του Leone (2016), φτάνοντας αισίως στους 13 στούντιο δίσκους. Άσχετα με το κατά πόσο τιμούν πλέον το Legendary Tales στις setlists, όλα ξεκίνησαν από εκεί: από έναν δίσκο που εξέφρασε απόλυτα εκείνο το "έπος και συνάμα οδυρμός" με το οποίο περιέγραψε κάποτε, σε ανύποπτο χρόνο, το heavy metal ο Αργύρης Ζήλος.
Περισσότερες πληροφορίες
Release Athens 2022: Manowar
Οι βασιλιάδες του metal με μια setlist γεμάτη κλασικά τραγούδια, τους Rotting Christ και τους Rhapsody of Fire.