Μπορεί να είναι φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, ωστόσο ο Ιάννης Ξενάκης βρίσκεται αντιμέτωπος με την Αιωνιότητα εδώ και κάμποσο καιρό –τουλάχιστον από το 1953 ή το 1955, όταν και ξεκινά η ώριμη δημιουργική του εποχή με δουλειές σαν τις "Μεταστάσεις" και τα "Πιθοπρακτά". Εν έτει 2022, μάλιστα, η φήμη του ονόματός του υπερβαίνει την επαφή με το έργο του, αφού αναγνωρίζεται (πλέον) ως βασική φιγούρα της πρωτοπορίας του 20ού αιώνα ακόμα και από ένα κοινό που επί της ουσίας δεν ξέρει τη μουσική και τη σκέψη του.
Ακριβώς γι' αυτό, η βραδιά "Xenakis Alive" που έστησε η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση –συμπράττοντας με το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, με το Université Paris 8 Musidanse, με την The Friends of Xenakis Association και με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου– είχε ιδιαίτερη σημασία, προσφέροντας μια ξεχωριστή νότα στα εορταστικά δρώμενα για το Έτος Ξενάκη. Εδώ, δηλαδή, η παρακαταθήκη του επιφανούς συνθέτη αναμετρήθηκε δημιουργικά με το σήμερα (πρωτίστως) και το αύριο (ενδεχομένως), εμπνέοντας μουσικούς προερχόμενους από τον επίκαιρο ηλεκτρονικό πειραματισμό. Οι οποίοι προ(σ)κλήθηκαν να παρουσιάσουν καινούρια έργα, βρίσκοντας τρόπους να ανοίξουν διάλογο με τη δουλειά του ή/και με το πνεύμα του. Συνθήκη που αποδείχθηκε ικανή ώστε το υπόγειο αίθριο του Ωδείου Αθηνών να γεμίσει από ένα απρόσμενα alternative πλήθος, κατά βάση νεανικό, αν και υπήρχαν και μεγαλύτερες ηλικίες.
Τρόπον τινά, πάντως, την έναρξη ανέλαβε ο ίδιος ο Ξενάκης με το που έσβησαν τα φώτα κι έμειναν μόνο κάποιοι μακρόστενοι μωβ προβολείς να φωτίζουν τον χώρο: από τα ηχεία ξεχύθηκε το "Orient-Occident" του στην εκδοχή του 1969 για τέσσερα μέρη, επεξεργασμένο από τον ακαδημαϊκό και συνθέτη Paul Goutmann. Μια θαυμάσια εισαγωγή αν αναλογιστεί κανείς τον χαρακτήρα της βραδιάς (την επιμέλεια του προγράμματος μοιράστηκαν σημειωτέον οι Χρήστος Καρράς, Μάκης Σολωμός, Ορέστης Καραμανλής, Δημήτρης Μαρωνίδης & Αναστασία Γεωργάκη), αφού πρόκειται για έργο με ήχους δανεισμένους από το Groupe de Recherches Musicales, που το "υποχρεώνουν" να κινηθεί κοντά στη musique concrète. Έτσι, αν και το αποτέλεσμα δεν προκύπτει και πολύ "ξενάκειο", ρίχτηκαν γέφυρες τόσο προς τον avant-garde πειραματισμό των 1960s, όσο και προς τους ηλεκτρακουστικούς του διαδόχους. Στους οποίους μπορούν γενικά να ενταχθούν και οι τρεις συμμετέχοντες καλλιτέχνες της βραδιάς, ο "δικός μας" Πάνος Αλεξιάδης, η Γερμανίδα AGF και η Κινέζα Pan Daijing.
Κατά τη δική μου τουλάχιστον γνώμη, αυτός που πέτυχε διάνα ήταν ο Πάνος Αλεξιάδης. Το "Hollow Shell" του αποπειράθηκε να αντικατοπτρίσει το ουτοπικό αρχιτεκτονικό όραμα του Ξενάκη περί της Κοσμικής Πόλης (1965), παίζοντας σε ηχητικό επίπεδο με τη δική του μέθοδο της κοκκώδους σύνθεσης, που πρωτοεμφανίστηκε το 1959 και έμελλε να αναδειχθεί σε σημαντικό δημιουργικό εργαλείο για όσους αντιμετώπισαν τα ηλεκτρονικά με πειραματική διάθεση. Ο Αλεξιάδης πέτυχε τη ζητούμενη σύμπνοια, προσφέροντας ένα συναρπαστικό οικοδόμημα γεμάτο αιωρήσεις και καταβυθίσεις, με ονειρικές ανοιχτωσιές διακατεχόμενες από μια σχεδόν διαστημική αισθητική: έμοιαζαν λες και διακτινίστηκαν στο Ωδείο Αθηνών από ένα μέλλον όπου η Ανθρωπότητα έχει μια πιο άμεση, καθημερινή τριβή με "τον τεράστιο χώρο του ουρανού και των άστρων". Το θερμό χειροκρότημα και οι ιαχές ενθουσιασμού ήρθαν ως δίκαιο επιστέγασμα μιας αληθώς συναρπαστικής πρόσδεσης του Ιάννη Ξενάκη στον 21ο αιώνα.
Η AGF, από την άλλη, εμπνεύστηκε τόσο από το έργο του Ξενάκη, όσο και από τη ζωή του, στοχεύοντας σε μια σύνδεση ήχου και μνήμης μέσω ενός μη δομημένου ποιήματος. Είναι μια οδός που γνωρίζει καλά λόγω της δικής της διαδρομής και μία από τις λέξεις-κλειδιά που ακούστηκε πεντακάθαρα ήδη από το ξεκίνημα ("fragmentation") όρισε την κατεύθυνση της προσπάθειάς της, η οποία έλαβε χώρα κάτω από υποβλητικώς θαμπά κόκκινα φώτα. Το αποτέλεσμα προέκυψε ευθαρσώς εγκεφαλικό, καθώς η αποδόμηση δεν αφορούσε μόνο λέξεις και νοήματα, μα και την ίδια τη φωνή της Γερμανίδας δημιουργού, που πότε χανόταν σε "σπασμένες" ατραπούς και πότε αλληλοεπικαλυπτόταν από επαναληπτικά σημεία που παρείσφρυαν στη γραμμικότητα της ζωντανής ροής. Η εμπειρία ήταν δυσπροσπέλαστη μα διόλου αδιάφορη. Σε ορισμένες στιγμές, μάλιστα, θύμισε το ηχητικό κόμικ "Einsame Ameisen Amnesie", το οποίο παρουσιάστηκε στο Wien Modern 2021 απηχώντας την παρακαταθήκη ενός άλλου διεθνή Έλληνα της συνθετικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, του Ανέστη Λογοθέτη.
Η Pan Daijing, πάλι, ήταν αυτή που κάπου έχασε τον συντονισμό με το ζητούμενο της βραδιάς. Παρά την απρόσμενη διάθεσή της να πει δυο λόγια στην έναρξη, παρά τα στοιχεία performance που εισήγαγε εκτελώντας ένα μέρος του set κάτω από το τραπέζι της σκηνής με τα μηχανήματα, παρά την έξυπνη χρήση ενός συναγερμού πυρκαγιάς ή την απροσδόκητη στροφή προς πιο σκληρά ηλεκτρονικά λίγο πριν το φινάλε, παρουσίασε εν τέλει κάτι που είχε περισσότερο να κάνει με τις δικές της καλλιτεχνικές ανησυχίες· θολώνοντας έτσι την επαφή με το ξενάκειο σύμπαν. Ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι χρησιμοποίησε θραύσματα από ήδη υπάρχοντα έργα της, θέτοντάς τα εκτός του πλαισίου για το οποίο δημιουργήθηκαν, ώστε να τα αναδιατάξει μέσω μιας νέας ηχητικής αρχιτεκτονικής, αφουγκραζόμενη τόσο τον δεδομένο χώρο, όσο και το συγκεκριμένο κοινό. Σε επίπεδο φιλοσοφίας, λοιπόν, δεν βγήκε εκτός θέματος. Σε επίπεδο αποτελέσματος, όμως, μάλλον μίλησε περισσότερο για τον εαυτό της, παρά για τον Ξενάκη.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι μεταξύ του Αλεξιάδη και της AGF ακούστηκε μία ακόμα επεξεργασία σε Ξενάκη διά χειρός Paul Goutmann, αυτή τη φορά στο "Voyage Absolu Des Unari Vers Andromède". Το οποίο ασκήθηκε επιτυχώς σε μια πιο εκτεταμένη ηχητική χωροταξία από εκείνη που οραματίστηκε ο δημιουργός του πίσω στο 1989, τονίζοντας ακόμα περισσότερο την απόπειρά του για μια σύγκλιση με την ποιητικότητα της επιστημονικής φαντασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί διάλεξαν να ακούσουν με κλειστά τα μάτια, μέθοδος που μάλλον μεγιστοποίησε την υπερβατική εντύπωση ότι βρισκόσουν σε έναν διαστημικό πύραυλο έτοιμο να απογειωθεί προς τον γαλαξία της Ανδρομέδας. Δυστυχώς, βέβαια, δεν φάνηκαν όλοι πρόθυμοι για τέτοιες αστρικές περιπλανήσεις του νου, αν κρίνω από το γεγονός ότι μερίδα του κοινού αντιμετώπισε την περίσταση σαν διάλειμμα πριν το επόμενο live set, επιλέγοντας έτσι να πιάσει την κουβέντα.
Ωστόσο ήταν το μοναδικό μελανό σημείο σε μια βραδιά που (με τα όποια επιμέρους συν και πλην) όχι μόνο άξιζε τον κόπο, μα φώτισε και διαύλους επικοινωνίας του Ξενάκη με τον κόσμο της σύγχρονης πειραματικής δημιουργίας, παρά την ουσιώδη διαφοροποίηση της τελευταίας από τις ολιστικές θεάσεις της δικής του σκέψης.