Μπροστά σε ένα πλήθος κόσμου που έδειχνε με κάθε ευκαιρία την αγάπη και την πώρωσή του, οι Mayhem έδωσαν μια σπουδαία συναυλία στο Fuzz, έχοντας τον απαράμιλλο Attila Csihar ως αιχμή στο μαυρομεταλλικό τους δόρυ. Έβαλαν όμως και κάμποσα πράγματα στη θέση τους κατά τη 1,5 ώρα που παρέμειναν στη σκηνή, παίρνοντας έτσι μια άτυπη ρεβάνς για την αμφιλεγόμενη εμφάνισή τους στον ίδιο χώρο, 5 χρόνια πριν (2017).
Η βραδιά στο Fuzz ξεκίνησε νωρίς, με τους Αθηναίους Diablery. Πρόκειται για μπάντα που μετρά κάμποσα χρόνια πορείας στο black metal στερέωμα, διαθέτοντας ολοφάνερη εμπειρία, η οποία αποτυπώθηκε τόσο στην ακρίβεια των επιθετικών παιξιμάτων, όσο και στο στήσιμό τους, που έλαβε χαρακτήρα ανόσιου τελετουργικού: τα μαχαίρια που ύψωσαν στην έναρξη παραδόθηκαν στο τέλος στα χέρια μιας ιερατικής μορφής τυλιγμένης σε μανδύα και κουκούλα, η οποία όσο έπαιζαν άναβε κεριά και θυμίαζε στα μετόπισθεν.
Ωστόσο, παρά τον επαγγελματισμό που διέπνεε την εμφάνισή τους, οι Diablery δύσκολα σε έπειθαν να ακολουθήσεις στα σκοτεινά μονοπάτια τα οποία προσπαθούσαν να χαράξουν. Πότε κάτι έλειπε πίσω από τη βιτρίνα, πότε τα όσα ακούγαμε αποτυπώνονταν υπέρ το δέον προσκολλημένα σε μια σκανδιναβική μαθητεία, δίχως να διαθέτουν επαρκώς αυτόνομο στάτους. Η μπάντα βρήκε πατήματα μόνο όταν έφτασε η στιγμή για το σχεδόν εννιάλεπτο "The Piercing Ice" (από το άλμπουμ Candles του 2021), που κάπως ξεχώρισε χάρη στην περιπετειώδη δομή και στις μελωδικές του ιδέες. Κατά τα λοιπά ήταν ένα support set που πέρασε και δεν άγγιξε.
Στη συνέχεια είδαμε τη σκηνή να αλλάζει, καθώς άρχισαν να στήνονται τα λάβαρα του Mortiis, ο οποίος συνοδεύει τους Mayhem σε όλη τη νυν περιοδεία. Έχει τον δικό του "σκοτεινό" θρύλο ο Νορβηγός μουσικός κι αυτό φάνηκε σε κάμποσα σημεία του set, καθώς ομάδες μέσα στο κοινό (που πλέον είχε γεμίσει τόσο την πλατεία του Fuzz, όσο και τον εξώστη) έδειχναν την εκτίμησή τους με ιαχές και χέρια ψηλά. Άλλωστε, πέρα από μια σύντομη θητεία στους αγέρωχους Emperor, ο Håvard Ellefsen είναι νονός και πρωτεργάτης ενός ολόκληρου υποείδους –του dungeon synth. Και η αναπάντεχη επιστροφή του σε αυτά τα μονοπάτια με το Spirit Οf Rebellion (2020) πρόσθεσε επιπλέον αξία και σημασία σε αυτή τη support εμφάνιση.
Ασφαλώς, μια ανταπόκριση δεν προσφέρεται για να ανοίξουμε κουβέντα περί απλοϊκών synth συμβάσεων, οι οποίες παύουν να έχουν νόημα άπαξ και δρασκελίσεις έξω από τα black metal σύνορα. Είναι βέβαια μια διάσταση που έγινε άμεσα ορατή και μόλις άρχισε το set, εντούτοις το έχουμε μάλλον λήξει εδώ και χρόνια ότι, αν κάποιος δικαιούται να παίζει dungeon synth χωρίς "μα" και "μου", είναι ο Mortiis. Στηριγμένος άλλωστε στο Spirit Οf Rebellion εκπροσώπησε ωραία τις ανησυχίες του, πότε μόνος –με το πρόσωπο κρυμμένο κάτω από βαρύ, ασπρουλιάρικο μέικ απ– πότε με τον επιβλητικό ντράμερ που τον συνόδευσε σε διαφόρων ειδών τύμπανα, φορώντας τραγόμορφη μάσκα. Οι απλές συνθέσεις και τα βροντερά κοπανήματα μπορεί να μην ήταν για όλα τα αυτιά, πάντως έφεραν ατόφια τη συγκινησιακή δυναμική της Mortiis παρακαταθήκης, μαζί με μια επικομελωδική πνοή αντλημένη θαρρείς από τα soundtrack του Βασίλη Πολυδούρη για τον Κόναν.
Στο νεκρό διάστημα μέχρι να ετοιμαστεί η σκηνή για τους Mayhem, οι σκέψεις πολλές. Το γεμάτο Fuzz, πρώτα-πρώτα. Μια ωραία εικόνα, δεν λέω. Αλλά πώς φτάσαμε από το ακραίο νορβηγικό έρεβος του De Mysteriis Dom Sathanas (1994) σε μια τέτοια μαζική προσέλευση; Τι το αλλόκοσμο και σκιαχτικό μπορεί να πρεσβεύουν οι σημερινοί Mayhem, 28 χρόνια μετά, τώρα πια που έγινε και λίγο "hype" να πηγαίνεις στη συναυλία μιας μπάντας με αληθώς αιματοβαμμένη ιστορία, η οποία έγινε μέχρι και κινηματογραφική ταινία; Και, δευτερευόντως, τι δικαιούμασταν άραγε να περιμένουμε, αν συνυπολογίζαμε την εμπειρία του 2017, όταν ήρθαν μεν στην Αθήνα για να παίξουν τον πιο διάσημο δίσκο τους, σε μια βραδιά όμως που άφησε και μια τζούφια εντύπωση, λόγω εμφανών ζητημάτων στον ήχο;
Τελικά, όμως, όλα τα ερωτήματα απαντήθηκαν με τον πλέον σαρωτικό τρόπο. Με το που εμφανίστηκαν δηλαδή οι Mayhem και αρχίνησαν το "Falsified And Hated" από τον τελευταίο τους δίσκο Daemon (2019), μας σύντριψαν κάπου ανάμεσα στα κολοσσιαία ντραμς του Hellhammer, στις στοιχειωτικές κινήσεις του Attila Csihar, στις αεικίνητες ξυραφιές των κιθάρων, στα αδυσώπητα μπλε φώτα του Fuzz που φευγαλέα τους μεταμόρφωναν σε σκιές. Ο δε Attila, τυλιγμένος στους γνώριμους και πάντα επιβλητικούς του μανδύες, αποδείχθηκε σε απαράμιλλη φόρμα και φωνητικά.
Δεν ήταν απλά μια πρώτη εντύπωση, αλλά το προοίμιο μιας σπουδαίας συναυλίας. Η οποία μπορεί να αρθρώθηκε σε τρία διακριτά μέρη (με τους Mayhem να μεταμορφώνονται αναλόγως), πάντως δεν έχασε στιγμή την αιχμή και τη μανία της: έχοντας σύμμαχο τον εξαιρετικό ήχο, ο Attila και ο Hellhammer έκαναν θαύματα, με το κοινό να αποθεώνει σε κάθε ευκαιρία. Το καταιγιστικό "My Death" και οι μοναστηριακές ψαλμωδίες του Attila στο "Malum" πρωταγωνίστησαν στο πρώτο μέρος, αλλά ο κόσμος ξέσπασε μόλις ακούστηκε το "Freezing Moon" κάτω από το επιβλητικό μπάνερ με τον καθεδρικό ναό του Nidaros, το οποίο σηματοδότησε ότι είχαμε εισέλθει σε Mysteriis Dom Sathanas εδάφη. Όπου και θα παραμέναμε για λίγο, βουλιάζοντας ενθουσιωδώς στο "Life Eternal", στο "Pagan Fears" και στο "Buried By Time And Dust".
Η παράδοξη θεατρικότητα του Attila κι εκείνος ο απαράμιλλος τρόπος να δείχνει και να ακούγεται σαν σκιά που σέρνεται πάνω σε τοίχους –όπως είχε γράψει κάποτε ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, απολύτως εύστοχα– όρθωσαν τους Mayhem σε επιβλητικούς Γεωργούς της Μοχθηρίας, που έσπερναν μπροστά μας τη σοδειά ενός ακατάλυτου σκότους. Βέβαια η διάσταση αυτή αμβλύνθηκε λίγο στο τρίτο μέρος, όταν ο Attila ξεσκεπάστηκε, φόρεσε ένα δερμάτινο αμάνικο κι έδωσε το σήμα για να πέσουν πάνω μας το "Deathcrush", το "Carnage" και τελικά το "Pure Fucking Armageddon", στα οποία έγιναν ορατές οι πιο hardcore punk ραφές του ρεπερτορίου του γκρουπ.
Ήταν ένα πολύ σφιχτό τρίτο μέρος, το οποίο πώρωσε ιδιαιτέρως τους παρευρισκόμενους, δίχως ωστόσο να αλλάξει τελικά το μαυρομεταλλικό κέντρο βάρους της συναυλίας. Απεναντίας, πρόσθεσε ακόμα μία πτυχή στο τι μπορεί να εστί Mayhem εν έτει 2022. Συμβάλλοντας σε μια αποτίμηση που λέει ότι ναι, έχουν αλλάξει πολλά πια στο ποια ήταν και είναι η συγκεκριμένη μπάντα. Όμως, όσο πιάνουν τέτοιες αποδόσεις, συνεχίζει να ζει (επί σκηνής, τουλάχιστον) κάτι από την αρχέγονη, αυθεντική τους δαιμονοσύνη.