Μία από τις ωραιότερες παραγωγές της προηγούμενης εποχής της, αυτήν του "Φάουστ" του Γκουνό σε σκηνοθεσία Ρενάτο Τζανέλλα, επαναλαμβάνει με επιτυχία μέχρι τις 17/4 η Εθνική Λυρική Σκηνή στην "Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος" του ΚΠΙΣΝ. Η παραγωγή είχε πρωτοπαρουσιασθεί τον Ιανουάριο του 2012 στην "Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη" του Μεγάρου Μουσικής, ενώ είχε κυκλοφορήσει το 2015 και σε DVD (μία ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία της ΕΛΣ, που έμεινε, όμως, χωρίς συνέχεια).
Καθώς μετά από μία δεκαετία, και ιδίως κατόπιν της μετακόμισης στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις στο Φαληρικό Δέλτα, το επίπεδο παραγωγών του μοναδικού λυρικού μας θεάτρου έχει ανεβεί κατακόρυφα, είναι αλήθεια ότι οι δυνατές αναμνήσεις και εντυπώσεις από αυτόν τον "Φάουστ" έχουν εκ των πραγμάτων κάπως αμβλυνθεί.
Η -σημειακά τροποποιημένη για την πρόσφατη αναβίωση- δουλειά του εξαιρετικού Ιταλού χορογράφου και πρώην -άκρως επιτυχημένου- διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ σ’ένα τόσο απαιτητικό έργο (το οποίο παρουσιάσθηκε σε μια μικτή εκδοχή, με κάποιες προσθήκες που εισήγαγε ο συνθέτης για την παρουσίασή του στην Όπερα του Παρισιού την εποχή που μεσουρανούσε εκεί η λεγόμενη "grand opéra") εξακολουθεί, πάντως, να σαγηνεύει, παρά το ελάχιστα μεταφυσικό της στίγμα.
Με αφετηρία τη θεώρηση του Φάουστ όχι ως ενός επιστήμονα, αλλά ως ενός γέρου καθηγητή, ο οποίος λαχταρά τη χαμένη νιότη, γιατί εκεί πιστεύει ότι θα ξαναβρεί τον έρωτα αλλά και τη χαμένη πίστη στη γνώση και τον Θεό, ο Τζανέλλα παρουσίασε την ιστορία του ως μία φαντασίωση, με σαφή απουσία του υπερφυσικού στοιχείου: στον πυρήνα των καταστάσεων τοποθετήθηκε ο άνθρωπος και οι αδυναμίες του. Με κριτική/προβοκατόρικη διάθεση αντιμετωπίσθηκε και το θρησκευτικό στοιχείο του έργου: ο Μεφιστοφελής (Διάβολος) -που τελεί και λειτουργία στο ναό!- αποτελεί ένα δημιούργημα του μυαλού, που εμφανίζεται για να βοηθήσει τον ήρωα να αντιμετωπίσει τους φόβους του. Η δύναμη του νου, όμως, δεν αρκεί να ανατρέψει την τόσο ρευστή ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τους ευσεβείς πόθους.
Με αυτά ως δεδομένα, όλη η δράση του έργου εκτυλίχθηκε στο μυαλό του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν εγκατέλειψε ποτέ την αίθουσα διδασκαλίας. Το λειτουργικό μονοτοπικό σκηνικό του Αλεσσάντρο Κάμερα (μια τάξη με τεράστιους μαυροπίνακες γεμάτους πληροφορίες: εξισώσεις, καλλιγραφημένα χειρόγραφα, παρτιτούρες, το ανατομικό σχέδιο του Ντα Βίντσι) μένει πάντα ίδιο, με την εξαίρεση θρανίων και καρεκλών που αλλάζουν "ρόλους", παραπέμποντας άλλοτε σε χώρο γιορτής και χορού, άλλοτε σε κήπο, άλλοτε σε ιερό....
Καλά υποστηριγμένη από τα "άχρονα" (πλην στρατιωτών) κοστούμια της Κάρλας Ρικόττι και τους υποβλητικούς φωτισμούς του Γιάκοπο Παντάνι, η ιδιαίτερη αυτή, σύγχρονη ματιά ενός διαφορετικού "θεάτρου μέσα στο θέατρο" διέθετε σφιχτή συνοχή, επαρκή ποιητικότητα και αρθρώθηκε με αέναη χορευτική κινησιολογία. Κομβικής σημασίας υπήρξαν η σαφής θεατρική καθοδήγηση των μονωδών, η ενεργός συμμετοχή της χορωδίας, η δραματουργική αξιοποίηση των διακοσμητικού χαρακτήρα μπαλέτων (με συνδετικό κρίκο τους ακόλουθους του Μεφιστοφελή, που κινούνται και χορεύουν γύρω του -αλλά και γύρω από τον Φάουστ- σε όλη τη διάρκεια της παράστασης).
Σε επίπεδο ακροάματος, η παράσταση της πρεμιέρας (7/4) απογειώθηκε από τη θαυμάσια -σε ρευστότητα, ευελιξία, αποχρώσεις, αφηγηματική ευφράδεια- μουσική διεύθυνση του Πιερ Ντυμουσσώ. Ο τόσο ταλαντούχος νεαρός Γάλλος αρχιμουσικός απέδωσε έξοχα τις διαφορετικές διαθέσεις της ανομοιογενούς και ενίοτε αντι-σκηνικής μουσικής, συνόδευσε ιδανικά μονωδούς και χορωδούς, κυρίως όμως απέσπασε από μιαν Ορχήστρα της ΕΛΣ σε μεγάλη φόρμα παίξιμο μοναδικής πληρότητας και ακρίβειας.
Δεν έλαμψε αντίστοιχα, από πλευράς τραγουδιού, η πολυεθνική α’ διανομή, παρά τις οπωσδήποτε αξιόλογες φωνητικές επιδόσεις. Τούτο οφειλόταν κυρίως στην ατελή νοηματοδότηση του αδόμενου γαλλικού λόγου. Παρότι οι ιδιαιτερότητες της γαλλικής όπερας έχουν πολλάκις επισημανθεί, οι υπεύθυνοι διανομών της ΕΛΣ εξακολουθούν, μυστηριωδώς, να αγνοούν τους εκπροσώπους της ακμαίας -και τόσο πλούσιας σε έμψυχο υλικό- γαλλικής σχολής…
Ο Φάουστ του Ιταλού τενόρου Ίβαν Μαγκρί εξισορρόπησε με το φροντισμένο, τεχνικά ασφαλές τραγούδι και το φωτεινό τίμπρο την κάπως σφιγμένη, ελάχιστα ποιητική σκηνική του παρουσία. Αντιθέτως, η Ρωσίδα υψίφωνος Ιρίνα Λούνγκου απέδωσε μεν πειστικά τη διαδρομή της Μαργαρίτας από την αγνότητα/αθωότητα στην τρέλα, αλλά το φωνητικό ηχόχρωμα ήταν ελάχιστα δροσερό, αρκετά βαρύτερο του επιθυμητού για το συγκεκριμένο ρόλο.
Ομοίως, ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης ενσάρκωσε έναν εξαιρετικά σκοτεινό και κυνικό Μεφιστοφελή, ρόλο κομβικό για την ανέλιξη του δράματος, πλην όμως η φωνή ήχησε περισσότερο αξιόπιστη στη χαμηλή απ’ό,τι στην υψηλή περιοχή. Εξίσου θαμπός φωνητικά πρόβαλε ο -σκηνικά άρτιος- Βαλεντίνος του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη, επαρκής η Μάρθα της μεσοφώνου Άννας Αγάθωνος, μουσικοδραματικά ωχρός ο Σιεμπέλ της μεσοφώνου Μιράντας Μακρυνιώτη.
Αντιμέτωπη με μιαν παρτιτούρα μεγάλων απαιτήσεων από τη χορωδία, αυτή της ΕΛΣ τραγούδησε και κινήθηκε καλά, αν και όχι πάντοτε με τη δέουσα προσοχή και ευγένεια. Εύλογα, τη μεγαλύτερη ικανοποίηση προσέφερε το χορωδιακό των στρατιωτών της Δ’ πράξης.
Στα συν της παραγωγής προσμετράται η προσπάθεια ενσωμάτωσης της χορογραφίας στην όλη δράση και η επιτυχημένη απόδοση της "Βαλπούργειας νύχτας" από τους χορευτές του Μπαλέτου της Λυρικής, με κορυφαία την Ελεάνα Ανδρεούδη.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η γνωριμία Φάουστ (Ίβαν Μαγκρί, αριστερά) και Μαργαρίτας (Ιρίνα Λούνγκου, δεξιά) με τη …"διαμεσολάβηση" του Μεφιστοφελή (Γιάννης Γιαννίσης, κέντρο): στιγμιότυπο από την Β’ πράξη του "Φάουστ" του Γκουνό που παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή στο ΚΠΙΣΝ ("Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος", 7/4) Credit φωτογραφιών: Ανδρέας Σιμόπουλος