Ως γνωστόν, στο Borderline Festival μπορεί να ακούσεις θαυμαστά κι αξιοπερίεργα πράγματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιμένεις να ξετιναχθείς στον χορό. Να όμως που συνέβη κι αυτό, σε ένα Σαββατόβραδο που όσοι γέμισαν χαλαρά το Ρομάντσο οπωσδήποτε θα θυμούνται για καιρό.
Βέβαια, η 2η μέρα του φεστιβάλ είχε ξεκινήσει αρκετές ώρες πιο πριν, αφενός με την προβολή του "Multimodal Community Composition Project Athens" του Λουίζου Ασλανίδη στο Galaxy Space, αφετέρου με δύο συναυλίες στη Γερμανική Εκκλησία. Η πρώτη από αυτές, μάλιστα, ήταν ελληνική υπόθεση, καθώς απέναντί μας έλαβε θέσεις το δίδυμο των APLOMB.
Η Μαρίνα Ταντανόζη (φλάουτο) και η Άντρια Νικοδήμου (βιμπράφωνο) έχουν γερά βιογραφικά και σημαντικές περγαμηνές· και στη Γερμανική Εκκλησία έδειξαν ότι όλα τούτα δεν είναι απλώς "στα χαρτιά". Βασισμένες στην άριστη μεταξύ τους επικοινωνία έδωσαν μια απαιτητική αυτοσχεδιαστική συναυλία με λοξοδρομήσεις τόσο προς τη μοντέρνα κλασική εμπειρία, όσο και προς τον ατόφιο πειραματισμό.
Στη συναυλία τους, μάλιστα, δεν πρωταγωνίστησε μονάχα το ηχητικό στοιχείο, αλλά και η κίνηση: η Νικοδήμου οδήγησε το βιμπράφωνό της σε εξερευνητικά μονοπάτια με άκρως θεατρικές κινήσεις. Mε τις οποίες πότε συμπλήρωνε όσα εκπορεύονταν από το φλάουτο της Ταντανόζη και πότε έδινε πάσες στο τελευταίο, ώστε να φανταστεί και να χαράξει καινούριες διαδρομές. Το set είχε έκφραση, παλμό, μα και μια θαυμάσια αίσθηση οικονομίας, καθώς τελείωσε εκεί ακριβώς που διακινδύνευε να ξεχειλώσει.
Η συνέχεια άνηκε στην Ellen Arkbro, η οποία πήρε θέση σε μη ορατό σημείο –στον υπερυψωμένο εξώστη πίσω μας, όπου βρισκόταν το εκκλησιαστικό όργανο της Γερμανικής Εκκλησίας. Κι εκεί έπαιξε ένα καινούριο έργο, θέτοντας επί τάπητος όλα όσα την έκαναν να συζητηθεί τα τελευταία χρόνια.
Η Σουηδέζα δημιουργός παίζει πολύ με το μυαλό του κοινού, γι' αυτό και δεν είχε καμία σημασία που δεν τη βλέπαμε. Κινούμενη στα όρια μουσικότητας και ήχου, με λογικές που μερικές φορές έφερναν σε sound design –και μόνο περιστασιακά είχαν ανάγκη τα διακριτά χρώματα του εκκλησιαστικού οργάνου– βασίστηκε στην ιδιοσυγκρασία και στην αλληλεπίδραση με την αρχιτεκτονική του χώρου. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με ό,τι άκουσα, ωστόσο υπήρξαν στιγμές θαυμαστού συντονισμού με τον φωτισμό του ναού και με τα υπέροχα αρ νουβό βιτρώ πίσω από τον υπερμεγέθη σταυρό, οι οποίες δικαίωσαν και με το παραπάνω τις επιδιώξεις της Arkbro.
Στο Ρομάντσο η club night ξεκίνησε με τη Λιβανέζα Elyse Tabet και τον Κονγκολέζο Cedrik Fermont, με ένα κοινό set το οποίο επένδυσε και στα ηλεκτρακουστικά που τους απασχολούν, αλλά και σε περαιτέρω ήχους (ας τους πούμε πιο χορευτικούς). Όμως, αν και είχε ήδη κάμποσο κόσμο στο μπαρ, λίγοι έκαναν τον κόπο να μπουν στη συναυλιακή αίθουσα για να ακούσουν.
Τελικά, επίσης, παρά κάποια ωραία αποδομημένα beats ή στιγμές αληθινά πυκνές σε ιντριγκαδόρικα ψηφιακή υφή, το set των Fermont & Tabet μάλλον ήχησε πιο χαλαρό από όσο ταίριαζε στην περίσταση –σαν αίσθηση, δηλαδή, θα άρμοζε περισσότερο ως φινάλε των δρώμενων στη Γερμανική Εκκλησία, παρά σαν έναρξη μιας club night.
Τη ζητούμενη ισορροπία πέτυχε καλύτερα η Εβίτα Μάντζι. Μέσα σε θαμπούς μπλε φωτισμούς που δημιούργησαν μια "κοκκώδη" αίσθηση club για την όρασή μας, εξαπέλυσε συνθετικούς ήχους με σκληρή χροιά και "σπασμένες" απολήξεις, τους οποίους πάντρεψε με λεπτεπίλεπτα φωνητικά που έμοιαζαν να πηγάζουν από –και να εκφράζουν– indie pop/rock ευαισθησίες.
Το αποτέλεσμα ήχησε βέβαια λίγο επαναλαμβανόμενο από ένα σημείο κι έπειτα, ωστόσο η καλλιτέχνιδα έβαλε μπροστά την αλήθεια της, αλλά και την επί σκηνής κίνησή της, υπερασπίζοντας το set με πειθώ. Σε αυτό βοήθησε πάντως και η διάδραση με το κοινό, καθώς δόθηκε δυναμικό παρών από μέλη της αθηναϊκής ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που λικνίστηκαν στους ρυθμούς της, στήνοντας γενικά μια ενθουσιώδη "κερκίδα".
Παρά το ανέβασμα της διάθεσης, ωστόσο, κανείς δεν περίμενε πόσο εκρηκτική θα αποδεικνυόταν η συνέχεια. Άλλωστε δεν είχαμε ξαναδεί τη MC Yallah στα μέρη μας ούτε και ξέραμε τι ακριβώς να περιμένουμε από το ανατολικοαφρικανικό χιπ χοπ το οποίο εκπροσωπεί, όντας μια Κενυάτισσα μεγαλωμένη στην Ουγκάντα. Αλλά δεν χρειάστηκαν παρά τα 2-3 πρώτα κομμάτια για τις αμοιβαίες συνειδητοποιήσεις που θα χαρακτήριζαν τη συνέχεια της βραδιάς: εμείς, δηλαδή, αντιληφθήκαμε ότι είχαμε μπροστά μας μια καταπληκτική ράπερ· κι εκείνη ότι γουστάραμε, οπότε ήμασταν πρόθυμοι να την ακολουθήσουμε όπου κι αν μας πήγαινε το set της.
Κι αυτό ακριβώς έγινε. Εν μέσω φοβερής σύμπνοιας μεταξύ σκηνής και πλατείας, η MC Yallah πάτησε στα εκπληκτικά beats που εξαπέλυε από τα decks ο Γάλλος παραγωγός Debmaster, αποκαλύπτοντας ένα καταιγιστικό flow με εξαιρετικές ανάσες και μπόλικο ηλεκτρισμό. Με τη σειρά του, το κοινό απάντησε ρίχνοντάς το σε ξέφρενο χορό, τον οποίον διέκοπτε μόνο για να χειροκροτήσει ή για να ακούσει τι μπορεί να έλεγε η ράπερ μεταξύ των κομματιών. Κι όλα αυτά, σημειωτέον, δίχως να πολυκαταλαβαίνουμε τα λόγια. Mια σπάνια ανατροπή του στιχοκεντρικού χαρακτήρα του χιπ χοπ, η οποία δικαιολόγησε πέρα για πέρα τη θέση της MC Yallah στο φετινό Borderline Festival, επικουρούμενη φυσικά από τους ήχους του Debmaster, οι οποίοι ανακάτευαν τα αμερικάνικα χιπ χοπ δεδομένα με ηλεκτρονικά στοιχεία.
Από τα κάποια αγγλικά που πιάσαμε, πάντως, έγινε αντιληπτό ότι τα τραγούδια της ράπερ από την Καμπάλα θίγουν κοινωνικά ζητήματα, απαιτώντας έναν καλύτερο κόσμο, με περισσότερο σεβασμό στις γυναίκες. Τις πιο πολλές φορές, ωστόσο, οι πύρινες ρίμες βασίζονταν στον λεκτικό ρυθμό των ανατολικοαφρικανικών γλωσσών kiswahili, luo και luganda. Σε ένα σημείο, μάλιστα, η MC Yallah μας έκανε και μερικά ταχύρρυθμα, ώστε να μπορέσουμε να την ακολουθήσουμε.
Αναγνωρίζοντας τη διασύνδεση που αναπτύχθηκε από το πουθενά με το αθηναϊκό κοινό, η MC Yallah επέστρεψε και για encore, κάτι που ούτε φαίνεται να είχε προγραμματίσει, ούτε και άρμοζε άλλωστε στον χαρακτήρα του Borderline. Η εικόνα της να χορεύει στις μπροστινές σειρές του κόσμου παρέα με τον Debmaster –που άφησε τα decks να παίζουν και κατέβηκε κι αυτός από τη σκηνή– συνόψισε άψογα τη βραδιά στο Ρομάντσο. Προσφέροντας στο φετινό φεστιβάλ μία από τις κορυφαίες του στιγμές (αν όχι την κορυφαία).
Όποιος κι αν ανέβαινε τώρα στη σκηνή προσπαθώντας να διαδεχθεί μια τέτοια θυελλώδη συναυλία, θα είχε πολύ δύσκολο έργο. Εντούτοις, όπως και να το κάνουμε, είναι αλλιώς να περιμένεις να δεις τους Gabber Modus Operandi κι αλλιώς να βλέπεις τελικά τον Βασίλη Κουλιγκά.
Όχι ότι μας πέφτει "λίγος" ο συμπατριώτης που εδώ και 12 χρόνια βρίσκεται πίσω από την PAN, υποστηρίζοντας ποικιλοτρόπως τη σύγχρονη πειραματική κουλτούρα. Κάθε άλλο. Εκ των πραγμάτων, όμως, εκεί που οι Gabber Modus Operandi θα προσπαθούσαν τουλάχιστον να ισοφαρίσουν την εμπειρία της MC Yallah με ένα live στηριγμένο στη φήμη τους και στους ινδονησιακούς τους ρυθμούς, ο Κουλιγκάς κλήθηκε να υποκαταστήσει την παρουσία τους με ένα DJ set. Συνθήκη που παρέμεινε στεγνή και ξερή, παρά τις προσπάθειές του για ένα απρόσμενο και πολυσυλλεκτικό αποτέλεσμα με club χαρακτήρα.