Θα σας δούμε ως Μαργαρίτα στο επικείμενο ανέβασμα του "Φάουστ" από την Εθνική Λυρική Σκηνή (πρεμιέρα Πέμπτη 7/4, για 8 παραστάσεις). Ποιες είναι οι απαιτήσεις και οι ιδιαίτερες προκλήσεις αυτού του ρόλου, έτσι όπως τον έχει τοποθετήσει στην όπερά του ο Σαρλ Γκουνό;
Η Μαργαρίτα είναι ένα κορίτσι 15 ετών. Έχει στον κόσμο μόνο τον αδελφό της, σε μια εποχή όπου τα κοινωνικά ήθη είναι πολύ αυστηρά. Πέφτοντας λοιπόν θύμα του πάθους και των συναισθημάτων της, παρασυρμένη βεβαίως από τις μεταφυσικές δυνάμεις του Μεφιστοφελή, βιώνει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μια ολόκληρη, ταραγμένη ζωή: έρωτα, πάθος, εγκατάλειψη από τον εραστή, μητρότητα, δολοφονεί το παιδί της, απόρριψη και θάνατο του αδελφού της. Όπως είναι επόμενο, οδηγείται στην τρέλα.
Όλα αυτά είναι τεράστιες μεταπτώσεις στη σύντομη ζωή της, που ευτυχώς "περιγράφονται" ξεκάθαρα από τον Γκουνό μέσα από την ιδιοφυή μουσική του έργου. Οι γρήγορες αντιθέσεις των συναισθημάτων της, αλλά και οι στιγμές όπου επεμβαίνει μεταφυσικά ο Μεφιστοφελής, είναι στοιχεία που απαιτούν ξεκάθαρη απόδοση και ερμηνεία, όπως και ειδική κινησιολογία.
Φωνητικά, για μένα η Μαργαρίτα είναι ένα βήμα πιο πέρα στην ως τώρα πορεία μου –ένας ρόλος που δεν έχει ιδιαίτερες καντέντσες στην ψηλή περιοχή, όπως το ρεπερτόριο της σοπράνο κολορατούρας που τραγουδάω συνήθως. Αυτό είναι ιδιαίτερη πρόκληση, καθώς όλη μου η έμφαση δίνεται καθαρά στην ερμηνεία και όχι στον εντυπωσιασμό που έχουν οι ψηλές νότες άλλων ρόλων.
Στη διανομή της Μαργαρίτας είστε εσείς και η Ιρίνα Λούνγκου. Πώς λειτουργούν στην πράξη αυτά τα μοιράσματα; Υπάρχει κάποιος βαθμός συνεργασίας ή καθένας και καθεμιά ακολουθεί μια εντελώς αυτόνομη πορεία;
Συνήθως δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη συνεργασία μεταξύ δύο πρωταγωνιστών που μοιράζονται τον ίδιο ρόλο. Συνήθως συναντιόμαστε κι ελάχιστα, καθώς κάνουμε πρόβες διαφορετικές ώρες. Το μόνο κοινό είναι ότι ερμηνεύουμε ίδιο ρόλο, ακολουθώντας τις βασικές οδηγίες και τη σύλληψη του ίδιου σκηνοθέτη. Όμως η καθεμία θα βάλει το προσωπικό της στίγμα –και ερμηνευτικά, και με το χρώμα της φωνής της.
Πώς ήταν η εμπειρία της δουλειάς με τον Ρενάτο Τζανέλλα; Σε τι πράγματα δώσατε έμφαση, πλάθοντας τη Μαργαρίτα;
Η συνεργασία με τον Ρενάτο είναι μια ευτυχέστατη συγκυρία στην ως τώρα πορεία μου και πραγματικά νιώθω ευγνώμων γι’ αυτήν! Μπορεί η παραγωγή να είναι μια αναβίωση του προ 10 ετών ανεβάσματος, οπότε ο Ρενάτο κράτησε τον βασικό κορμό στο στήσιμο, ωστόσο εμπνεύστηκε κι άλλα στοιχεία όσο δουλεύαμε. Ως χορογράφος, με βοήθησε πολύ στο να βγάλω από μέσα μου στοιχεία που ως τώρα ίσως έκρυβα και δεν ήξερα. Μια φράση του σε κάποια πρόβα "Θέλω αυτό! Δεν χρειάζεται να σου πω πιο πολλά, ξέρω ότι το έχεις μέσα σου γιατί το βλέπω ξεκάθαρα", με έκανε να απελευθερωθώ. Και ο ίδιος να γίνει πραγματικά ο καθρέφτης μου!
Έτσι "χτίστηκε" ο χαρακτήρας της Μαργαρίτας, η οποία από την αρχή του έργου βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μέσα της με τα ήθη, τα πρέπει της θρησκείας και της τότε κοινωνίας, αλλά και με τον παρορμητισμό της νεαρής της ηλικίας. Αυτό είναι ένα στοιχείο που φαίνεται καθαρά στην άριά της όταν πρωτοβγαίνει στη σκηνή και εξελίσσεται έπειτα όλο και πιο έντονα, στην υπόλοιπη διάρκεια του έργου. Γεγονός που τελικά την οδηγεί στην παράνοια.
Αλήθεια, είχατε παρακολουθήσει το προγενέστερο ανέβασμα του "Φάουστ" στο Μέγαρο Μουσικής (2012); Έχετε άποψη για την προσέγγιση της Αλεξίας Βουλγαρίδου στον ρόλο;
Δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία να δω ζωντανά την παραγωγή το 2012, καθώς έλειπα: τραγουδούσα στο Μιλάνο τότε, στη Σκάλα. Είδα όμως το DVD που μας εστάλη από τη Λυρική Σκηνή για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα της παραγωγής. Με την οποία και εντυπωσιάστηκα αμέσως! Η Αλεξία Βουλγαρίδου είναι εξαιρετική ως Μαργαρίτα, και φωνητικά και ερμηνευτικά.
Πριν από το ανέβασμα του 2012 ο "Φάουστ" του Γκουνό είχε κάμποσα χρόνια να παρουσιαστεί στην Ελλάδα. Τι είναι αυτό που καθορίζει τη δημοφιλία μιας όπερας στα δικά μας μέρη;
Νομίζω ένα επιτυχημένο ή μη ανέβασμα ενός έργου σε όλα τα επίπεδα –και σκηνοθετικά και ερμηνευτικά και μουσικά– παίζει ρόλο στο αν θα γίνει γρήγορα δημοφιλές ή όχι. Αυτό ισχύει ακόμα και στους ήδη δημοφιλείς τίτλους. Σαφώς παίζει ρόλο βέβαια και η σωστή προβολή του, η διαφήμιση. Ωστόσο πλέον το κοινό έχει κριτήριο και αντιδρά αναλόγως. Νιώθω ότι ο κόσμος είναι ανοιχτός στο να γνωρίσει και έργα που έχουν παιχτεί λιγότερο συχνά. Αρκεί να αισθανθεί ότι τον σέβεσαι.
Έχετε μια εντυπωσιακή πορεία, από την οποία δεν έχουν λείψει και οι εμφανίσεις σε περίφημους διεθνείς χώρους, σαν π.χ. τη Σκάλα του Μιλάνο που αναφέρατε και πιο πριν ή τη Βασιλική Όπερα της Δανίας. Σας δελέασε ποτέ το εξωτερικό, για να ζήσετε και να σταδιοδρομήσετε εκεί;
Είχα αρκετές ευκαιρίες να μείνω στο εξωτερικό, χάρη σε προτάσεις που μου έγιναν με συμβόλαια χρόνου, από τη Δρέσδη π.χ., τη Βόννη και άλλες πόλεις. Όμως είναι κάτι που ποτέ δεν το αποφάσισα. Νομίζω πως δύσκολα θα εγκατέλειπα τη ζωή στη χώρα μας, τον ήλιο και το φως της Ελλάδας –έστω και προσωρινά. Ακούγεται ρομαντικό, αλλά, ακολουθώντας το ένστικτό μου, αυτό έκανα.
Προτίμησα έτσι να έχω εδώ τη βάση μου και να ταξιδεύω ως καλεσμένη. Δεν έχω παράπονο, γιατί ακομα κι έτσι έχω τραγουδήσει (και τραγουδάω) σε πολλά σημαντικά θέατρα, από Αμερική μέχρι Ιαπωνία. Παράλληλα, η διαρκής συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή μου έχει δώσει ευκαιρίες για σπουδαία ντεμπούτι ρόλων, σε εξίσου σπουδαίες παραγωγές.
Θα προσθέσω ότι πριν μερικά χρόνια, διαβάζοντας τη βιογραφία της Έλλης Λαμπέτη, διαπίστωσα ότι είχε αρνηθεί πρόταση να παίξει στο Χόλυγουντ, για παρόμοιους λόγους! Αν κι εγώ δεν απαρνήθηκα εντελώς το εξωτερικό, όπως εκείνη, ένιωσα να την καταλαβαίνω απόλυτα.
Σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα ο χώρος που εκπροσωπείτε στην Ελλάδα; Πόσο εύκολη είναι η καθιέρωση για έναν νέο επαγγελματία στο οικονομικό κλίμα που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια;
Τα τελευταία 2 χρόνια, λόγω της πανδημίας, ο χώρος της τέχνης έχει δεχτεί τεράστιο χτύπημα· όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως. Ειδικά η όπερα και η κλασική μουσική, έμειναν σχεδόν στάσιμες. Στην Ελλάδα αυτό είχε ίσως μεγαλύτερη επίπτωση για τους νέους καλλιτέχνες, καθώς, όπως ξέρουμε, έχουμε μόνο ένα λυρικό θέατρο. Αλλά οικονομικά όλοι οι κλάδοι έχουν χτυπηθεί.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε τη ζωή και την τέχνη. Αναλόγως των συνθηκών, βρίσκονται τρόποι να συνεχίζουμε. Όλη αυτή η κατάσταση, ας πούμε, οδήγησε να αναζητήσουμε διαφορετικές λύσεις, μέσω της τεχνολογίας. Έτσι, μέσω διαδικτύου έγιναν (και γίνονται) ακροάσεις, διαγωνισμοί και σεμινάρια, ενώ ταυτόχρονα ξεπήδησαν κι άλλοι θεσμοί, κάνοντας κονσέρτα και παραγωγές όπερας. Έγινε λοιπόν ένα νέο ξεκίνημα.
Γενικά είναι γεγονός ότι ο χώρος της όπερας ανοίγει καινούριους ορίζοντες για έναν νέο καλλιτέχνη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με την προϋπόθεση πως, εκτός από τα βασικά καλλιτεχνικά προσόντα, πρέπει να διαθέτει και μεγάλη αγάπη γι’ αυτό που κάνει, όπως και θέληση για σκληρή δουλειά, επιμονή και υπομονή, αλλά και πολλή πίστη. Γιατί κυρίως θα πρέπει να μείνει πιστός στον στόχο και στον σκοπό του, χωρίς να πτοείται από τυχόν εμπόδια ή δυσκολίες.
Περισσότερες πληροφορίες
«Φάουστ»
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την πεντάπρακτη grand opéra του Σαρλ Γκουνό σε μουσική διεύθυνση Πιέρ Ντιμουσό και σκηνοθεσία, χορογραφία, κινησιολογία Ρενάτο Τζανέλα. Πρωταγωνιστούν διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί όπως, μεταξύ άλλων, οι Ιβάν Μάγκρι, Γιάννης Χριστόπουλος, Ιρίνα Λούνγκου, Βασιλική Καραγιάννη, Γιάννης Γιαννίσης, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς κ.ά.