Κωνσταντίνος Βήτα, Νίκος Πατρελάκης, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Δύο άνθρωποι κι ένας χώρος που εδώ και μια τετραετία φαίνεται να συμπορεύονται, δημιουργώντας έναν άξονα στον οποίον αρθρώνονται συζητημένες καλλιτεχνικές δράσεις, με σταθερή απήχηση. Τον Ιούνιο του 2018 ήταν η ιστορική συναυλία επανένωσης των Στέρεο Νόβα (όπου ο Πατρελάκης είχε αναλάβει τα visuals). Τον Ιανουάριο/Φεβρουάριο του 2020 ήταν η παράσταση "Ο Κόσμος Είναι Ένας", γύρω από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Και τώρα η Neapoly.
Τα δρώμενα είναι ασφαλώς αυτόνομα, αν και ενδέχεται ο προσεκτικός παρατηρητής να βρει συνάφειες μεταξύ της "Neapoly" και της παράστασης για τον Ρίτσο: ορισμένα βίντεο, λ.χ., γυρίστηκαν και πάλι στην ανατολική Πελοπόννησο· κάποιες συνθέσεις, επίσης, έδειξαν –όπως κι εκεί– να μεταχειρίζονται την καθαρότητα των φυσικών τοπίων ως σημείο εκκίνησης της ηχητικής περιπέτειας, ενώ η συνολική αίσθηση άφηνε ξανά τη ζωηρή εντύπωση μιας ενδοσκόπησης. Αυτή τη φορά όχι στον κόσμο ενός τρίτου προσώπου, μα στα "ενδότερα" δύο συνεργατών με κοινές αφετηρίες και διαδρομές, οι οποίοι έκαναν τη δική τους περιήγηση στην Ελλάδα καθώς αναστοχάζονταν την πορεία της ηλεκτρονικής μουσικής μέσα στον χρόνο.
Όποιος πήρε πρόγραμμα προσερχόμενος στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής γνωρίζει ότι το έργο αποτελείται από 12 ενότητες με διακριτούς τίτλους. Όμως η παράκληση του Κωνσταντίνου Βήτα και του Νίκου Πατρελάκη για μη χειροκρότημα στις σύντομες παύσεις από το ένα κομμάτι στο άλλο κατέδειξε τον συνολικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Κάτι που έγινε απολύτως σεβαστό από το κοινό, που κράτησε τη ζεστή του επιδοκιμασία για το φινάλε, όταν, πράγματι, είχε αποκρυσταλλωθεί πια όλη η "Neapoly" εμπειρία. Ορισμένοι, μάλιστα, ήδη ευελπιστούν ότι θα υπάρξει και δισκογραφική έκδοση (και, όντως, αυτός είναι ο στόχος).
Άξιζε αυτό το χειροκρότημα; Σαφώς και ναι, ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε ότι οι εκτός Στέρεο Νόβα δουλειές του Κωνσταντίνου Βήτα έχουν πάντα το ενδιαφέρον τους –άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο– ή ότι υπάρχει ένα κοινό έτοιμο να ενθουσιαστεί και με τα εκάστοτε "λιγότερα". Η "Neapoly" μπόρεσε να ξεχωρίσει, ικανοποιώντας συνάμα και αρκετούς από τους διακηρυγμένους στόχους των συντελεστών της. Γράφοντας βέβαια κάτι τέτοιο υπονοείται ότι μερικά πράγματα ίσως να μην πολυλειτούργησαν.
Η δική μου αίσθηση, ας πούμε, είναι ότι η μουσική στάθηκε ανώτερη των visuals, που μάλλον πόνταραν στην απλωτή φόρμα παρουσίασης, στη δύναμη της άδειας από ανθρώπους φύσης και στο λεπτοδουλεμένο μοντάζ, παρά σε μια βαθύτερη αποτύπωση της ποιητικότητας που διέκρινε την ανά την Ελλάδα περιήγηση ή σε μια ευκρινέστερη διασύνδεση με τους επαναπροσδιορισμούς της πανδημίας μέσα στην οποία γεννήθηκε το έργο –μια λεπτομέρεια, λ.χ., που δεν γίνεται αντιληπτή αν δεν τη διαβάσεις. Από την άλλη, η ανισομέρεια αυτή δεν διατάραξε την ενότητα του οπτικοακουστικού αφηγήματος, ενώ ενδέχεται να υπήρξε και εσκεμμένη ως έναν βαθμό (κι εδώ ανατρέχουμε πάλι στην παράσταση για τον Ρίτσο), ώστε να αποφευχθεί η απορρόφηση από την εικόνα και να πριμοδοτηθούν οι συνθέσεις. Ακόμα κι έτσι, πάντως, διαπιστώθηκε μια διαφορά κλάσης, παρότι ανά στιγμές τα επιβλητικά τοπία και μερικά θαυμάσια οπτικά εφέ δημιούργησαν ένα αρραγές και εντυπωσιακό μέτωπο, παρέα με τα κομμάτια που συνόδευαν.
Η μουσική, τώρα, εκπροσώπησε την ηλεκτρονική κουλτούρα στα καλύτερα μα και στα πιο απαιτητικά της, από την άποψη ότι δεν βρισκόμασταν σε κάποια πίστα, μα καθισμένοι στην αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής. Κι έτσι, ενώ υπό άλλες συνθήκες ορισμένα κομμάτια θα μπορούσαν και να χορευτούν, η εμπειρία στόχευσε πρωτίστως τον εγκέφαλό μας –και εκεί εν τέλει διαδραματίστηκαν τα πάντα σχεδόν. Η επιτυχία σίγουρα χρεώνεται στην από κοινού δημιουργία των συνθέσεων, με τον Πατρελάκη να συμπληρώνει το παζλ του Βήτα φέρνοντας στο τραπέζι τη δική του δημιουργική εμπειρία, εμμέσως και τη φήμη του ως DJ για πάλαι ποτέ ιστορικά στέκια της εγχώριας club κουλτούρας (π.χ. Factory, +SODA, Cavo Paradiso).
Σφυρηλατήθηκε έτσι ένα υπέροχο ταξίδι στην electronica, με τις ενδιάμεσες στάσεις να ξετυλίγουν τόσο τη σύγκλιση, όσο και τις προσωπικές αγάπες των δύο συνεργατών, καθώς διατρέχαμε την ιστορία από τα κυκλώματα arpeggiator των τελών της δεκαετίας του 1960 προς τους Kraftwerk, τους Tangerine Dream, τον Brian Eno, τους Cluster ή τον Jean Michel Jarre. Χωρίς να χάνεται ούτε στιγμή η πεποίθηση ότι ακούγαμε κάτι με δική του ταυτότητα, που πατούσε γερά στα πόδια του δίχως να θαμπώνει στις όποιες διεθνείς αναφορές. Τα περισσότερα δε από όσα παίχτηκαν στηρίχτηκαν σε αναλογικές πηγές, κάτι που βοήθησε την απόπειρα των συντελεστών για "επιστροφή στις ρίζες", αποτυπώνοντάς την ως στοχαστική, με σαφείς και σοφές αποστάσεις από τη νοσταλγία και τις ευκολίες της.
Αν προέκυψε κάτι που χωρά περισσότερης συζήτησης είναι ότι το μετερίζι από όπου κοιτάξαμε την electronica έδειξε καθηλωμένο στα 1990s –στην περίοδο δηλαδή που καθόρισε καλλιτεχνικά και τον Κωνσταντίνο Βήτα και τον Νίκο Πατρελάκη. Κάτι που δεν αποτελεί μείζον ζήτημα για την αισθητική αποτίμηση όσων ακούσαμε, μα δημιουργεί ένα κάποιο κενό στο τι θέλησαν να κάνουν, αφού δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ασχοληθήκαμε με το παρελθόν της electronica εμπειρίας, μα όχι με το παρόν ή με το πιθανό της μέλλον. Εκτός κι αν δεχτούμε ότι το παρόν ασκείται σε αναμασήματα αυτού του περίλαμπρου παρελθόντος, άσχετα με το αν κρίνονται δημιουργικά ή όχι.
Εδώ, βέβαια, προσκρούουμε πια στη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, όπου κυριαρχούν στείρες αναβιώσεις, ταχύτητες που δυσχεραίνουν την άνθιση κάποιας μη αποσπασματικής πρωτοπορίας, μα και η όλο και πιο έντονη εδραίωση μιας κουλτούρας πολιτισμικής ασυνάφειας απέναντι σε όσα κεκτημένα χαρακτηρίζονται αυθαιρέτως ως "παλιά". Επειδή ανοίγει όμως μια μεγάλη συζήτηση, ας κλείσουμε λέγοντας ότι, ακόμα κι αν δεν πέτυχε σε όλα, η "Neapoly" ανανέωσε τους δεσμούς μας τόσο με την ηλεκτρονική έκφραση, όσο και με το αποτύπωμα του Κωνσταντίνου Βήτα και του Νίκου Πατρελάκη.