Ο Nick Waterhouse, επισκέπτεται την Ελλάδα για δύο εμφανίσεις· την Πέμπτη 26 Μαΐου στο Θέατρο Πέτρας στην Αθήνα και την Παρασκευή 27 Μαΐου στην Θεσσαλονίκη και το Long Beach Club (Terra Republic). Ο Nick Waterhouse δημιουργεί κάτι πραγματικά καινούργιο εμπνεόμενος από τις πηγές της μουσικής, που τις γνωρίζει σε βάθος. Ξέρει πού θέλει να πάει και τι να κάνει. Θέλει να χτίσει ατμοσφαιρικά μουσικά τοπία γεμάτα μπλουζ, τζαζ, R&B και rock 'n' roll ρυθμούς. Ακριβώς γι' αυτό, οι συναυλίες του αποτελούν μια εμπειρία γεμάτη vintage αισθητική, ρυθμούς rhythm and blues, μελωδίες που "διακτινίζουν" το κοινό στις εποχές των '50s και των '60s. Με τη μουσική του, δημιουργεί ένα ξέφρενο rock 'n' roll party. Η προπώληση εισιτηρίων έχει ξεκινήσει (€ 30-26).
Ο τραγουδιστής μεγάλωσε και πέρασε τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του σε μια παραθαλάσσια πόλη στη Νότια Καλιφόρνια κοντά στο Long Beach. Ένα σκηνικό γαλήνης και ηρεμίας: ο ωκεανός απλώνεται για ατελείωτα μίλια προς Βορρά και Νότο, οι κήποι καταπράσινοι και περιποιημένοι, τα σπίτια διώροφα, οι αυτοκινητόδρομοι ξετυλίγονται ατέρμονα, οι fast food αλυσίδες και τα mega εμπορικά κέντρα δεσπόζουν στο επίπεδο και αχανές τοπίο. Το σπίτι του όμως ήταν γεμάτο μουσικές.
Ο Nick Waterhouse λατρεύει το groove των αρχών της δεκαετίας του '60 στη μουσική της Νέας Ορλεάνης, το αμερικάνικο garage rock, την surf soul, τα διαμαντάκια της ποπ που κατέκλυζαν τα ερτζιανά από τα μικροσκοπικά τρανζιστοράκια της εποχής. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, το τραγούδι που τον έκανε να θέλει να γίνει μουσικός ήταν το "Here comes the night" των Them. "Το άκουγα σχεδόν καθημερινά τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής μου στο αυτοκίνητο της μητέρας μου. Είχε ένα CD με τα "Greatest Hits" του Van Morrison και αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι. Με μάγεψε από την αρχή. Είχε αυτή την ενέργεια, την ατμόσφαιρα και το βάθος που νομίζω ότι με ακολουθεί όλη μου τη ζωή."
Τα άλμπουμ του ανασύρουν μνήμες ενώ διακρίνονται από την τελειομανία και τη διορατικότητα, στοιχεία που τα βρίσκουμε σε όλα τα στάδια της παραγωγής, από το στούντιο έως το εικαστικό κομμάτι. Όλα, σκόπιμα σχεδιασμένα και στοχευμένα, αναβλύζουν δύναμη και συναίσθημα.Αλλάζει και εξελίσσεται σε κάθε του βήμα μένοντας όμως πιστός στον δικό του, "Waterhouse ήχο", που πηγάζει όχι μόνο από τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοσμοθεωρία του αλλά και από τη μέθοδο που χρησιμοποιεί. Ηχογραφεί τα πάντα σε μαγνητική ταινία, με αναλογικά μηχανήματα, σε ένα στούντιο γεμάτο μουσικούς που παίζουν ζωντανά, σε μονοφωνικές έγγραφές, όσο και όταν είναι δυνατόν.
Τα άλμπουμ του Waterhouse - "Time's All Gone" το 2012, "Holly" το 2014, "Never Twice" το 2016, "Nick Waterhouse" το 2019 – αναδεικνύουν τη δύναμη του συναισθήματος. Πηγάζουν από μουσικές και ατμόσφαιρες του παρελθόντος, αλλά αναβρύζουν φρεσκάδα και ζωντάνια. Ένας πλούσιος και πολύχρωμος κόσμος γεμάτος λυρισμό, έρωτα και ευφορία αναδύεται από τα τραγούδια του. Ρυθμός, ρετρό αλλά όχι παλιός, γλυκιά νωχέλεια, χαρμολύπη και αισιοδοξία. Ο Nick Waterhouse λειτουργεί σαν μουσικός μετασχηματιστής, αλλάζει τη μουσική, την ανανεώνει και τη "σώζει".
Μέσα από αυτά τα στοιχεία, ο Waterhouse απέκτησε το δικό του αφοσιωμένο κοινό καθώς επίσης και σημαντικούς υποστηρικτές και συνεργάτες όπως τον Ty Segall, τον Leon Bridges και τους Allah-Las (φίλος με τον Correia από την εποχή που και οι δύο ζούσαν στο Bay Area, έπαιξε και ήταν ο παραγωγός των δύο πρώτων άλμπουμ τους).
Επιλέγει το μπλε για να χρωματίσει το καινούργιο του άλμπουμ, "Promenade Blue" (2021) που κυκλοφόρησε από την Innovative Leisure. Ρίχνει μία στοχαστική και συνειδητή ματιά στο παρελθόν αλλά γεμάτος πίστη, εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση, συνθέτει μουσικά το μέλλον. Έρχεται να μας αποδείξει ότι το Promenade Blue δεν είναι η Νέα Υόρκη του Γκάτσμπυ στη δεκαετία του 1920 αλλά είναι η Καλιφόρνια του Waterhouse τη δεκαετία των 2020s. Μπορεί να εμπνέεται από το μυθιστόρημα "Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ" του Francis Scott Fitzgerald και την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά ο δίσκος Promenade Blue αντιπροσωπεύει την αναγέννηση, στρέφεται στο καινούργιο. Το άλμπουμ πλημμυρίζει από ενέργεια και δημιουργικότητα, οι ενορχηστρώσεις του Νick σε συνεργασία με τον συμπαραγωγό Paul Butler είναι συναρπαστικές και θα έβρισκε άνετα στέγη τόσο σε ένα club της Νέας Ορλεάνης όσο και δίπλα στους σύγχρονους του Marlon Williams και The Budos Band.