Ο θάνατος της Μαριανίνας Κριεζή θα σκόρπιζε θλίψη όποτε κι αν συνέβαινε. Αλλά το ξαφνικό της ανακοίνωσης, στη ροή μιας Κυριακής που έδειχνε να έχει εξαντλήσει τη θεματολογία της, προκάλεσε αυθόρμητο κύμα συγκίνησης. Το οποίο εκφράστηκε με σωρεία έκτακτων δημοσιευμάτων και με πάμπολλες αναρτήσεις στίχων της στα social media.
Και ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένο αυτό το κύμα συγκίνησης, γιατί χάσαμε μια σπουδαία στιχουργό. Έναν άνθρωπο που μπορούσε να γράφει για σαμποτάζ από παιδιά "με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ", αλλά να σκαρώνει και λαϊκά σουξέ για τον Στράτο Διονυσίου: "εγώ χωρίζω κι η καρδιά μου καίγεται/Κι εσύ χτυπάς το τζάμι απέναντί μου και μου φωνάζεις Συντομεύετε!".
Υπήρχε μια ματιά που δεν χώραγε εύκολα στα κουτάκια της δεκαετίας του 1980, όταν η μουσική δημιουργούσε περιτειχισμένες ταυτότητες –οπότε ήταν αποδεκτό να είσαι με εκείνους, μα όχι και με τους άλλους. Ίσως γι' αυτό η Μαριανίνα Κριεζή να κόλλησε περισσότερο με όσους ήταν μια κατηγορία από μόνοι τους: με τον μικρό λαό της Λιλιπούπολης, με τη Λένα Πλάτωνος, με την Αρλέτα, με τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, με την Ελένη Δήμου. Με ένα σύμπαν που δεν χώραγε στα κουστούμια των μπουζουκιών και δεν ήθελε να πορευτεί με τα έντεχνα λάβαρα, μα πρότεινε έναν άλλον τύπου ελληνικού τραγουδιού. Λίγο πιο Δυτικού ("ξένα", όπως τα έλεγαν τότε), κάπως πιο pop, αρκετά εύληπτου, μα και αρκούντως λοξού.
Ο εν λόγω χώρος ευτύχησε σε δημιουργικότητα, ευτύχησε όμως και να μη μείνει σε υπόγειες διαδρομές για λίγους. Πέρασε στα ραδιόφωνα της δεκαετίας του 1980, βρήκε το κοινό του, ως έναν βαθμό κατάφερε να διαμορφώσει και διαδόχους –οι Στέρεο Νόβα είναι μάλλον η πιο γνωστή περίπτωση. Και τώρα, έχοντας την πολυτέλεια να κοιτάξουμε πίσω, μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα ότι κανείς άλλος στιχουργός δεν γινόταν να τον εκφράσει τόσο πετυχημένα. Ο τρόπος της Κριεζή με την απλότητα, με τον υπαινιγμό, με την παιδικότητα και με τη σουρεαλιστική διάθεση ταίριαξε γάντι στην αισθητική και στην ιδιοσυγκρασία του. Είχε μια γραφή βγαλμένη από τα σπλάχνα της Αθήνας εκείνων των καιρών, απαλλαγμένη όμως από κάθε φανερή ή κρυφή (γιατί υπήρχαν κι αυτές) ροπή προς τον κυρίαρχο μικροαστισμό.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το πλήθος εκλεκτών τραγουδιών με τα οποία τόσος κόσμος την αποχαιρέτησε μέσω των social media: ο "Χορός Των Μπιζελιών", η "Πτήση 201", η "Σερενάτα", τα "Ήσυχα Βράδια", το "Σαμποτάζ", η "Ρόζα Ροζαλία", το "Batida De Coco", το "Τσάι Γιασεμιού", το "Αν Μ' Αγαπάς Έλα Να Κάνουμε Έρωτα", το "Η Ζωή Είναι Γυναίκα", το "Ραντεβού Στην Όαση", το "Πάρε Πασά Μου", το "Κοπερτί", η "Πλατεία Αμερικής" –αλλά και το "Από Πού Τηλεφωνάς", το προαναφερθέν "Ένα Λεπτό Περιπτερά", ο "Τάκης", το "Φτιάξε Καρδιά Μου Το Δικό Σου Παραμύθι", το "Κατά Βάθος... Αλεπού" ή στιγμές που ακόμα περιμένουν την ανακάλυψή τους, όπως λ.χ. το "Είναι Σκληρό Να Ξεχνάς" (μια συνεργασία με τον Θανάση Βούτσινο), το οποίο είπε ο Μιχάλης Μπαζάκας στο άλμπουμ "Τ' Αστέρια Στον Φωταγωγό| (2004).
Τα υπόλοιπα, τα πιο εγκυκλοπαιδικά, ανακυκλώνονται ήδη από δημοσίευμα σε δημοσίευμα. Ενημερώνοντας ότι ήταν 75 ετών, ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ψυχικό, ότι δούλεψε και ως ραδιοφωνική παραγωγός, ότι έζησε 2,5 χρόνια στο Παρίσι, ότι ασχολήθηκε με την παιδική λογοτεχνία. Μικρή σημασία έχουν όλα τούτα, τη δεδομένη στιγμή.
Περισσότερη σημασία έχει ότι σχεδόν κανείς δεν θυμήθηκε να αναφερθεί στα βιβλία "Σχήματα και Ρυθμοί" και "Τα Παλιά Ονόματα Τα Παλιά Δέντρα" (σχεδόν, γιατί δεν ξέφυγαν από τον Φώντα Τρούσα) και ότι η Κριεζή απεχθανόταν τα αφιερώματα –έτσι λένε όσοι τη γνώριζαν. Ας πούμε λοιπόν ότι το παρόν κείμενο δεν είναι παρά ένας αποχαιρετισμός, που προσπάθησε να αποφύγει τα συνήθη "10 τραγούδια κτλ.". Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν εξαρχής παράταιρο με μια γυναίκα που φρόντισε για τη μαθητεία μας στο "παράξενο" και στο "ανορθόδοξο", σε μια εποχή όπου ήταν ακόμα δυνατόν να δημιουργηθούν μεγάλες κοινές αναμνήσεις.