Μιλώντας για τους Abba, νιώθεις σχεδόν υποχρεωμένος να επαναλάβεις ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα στα μουσικά χρονικά – όπως γράφεται ξανά και ξανά σε πάμπολλα ανά την υφήλιο δημοσιεύματα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου δίσκου τους «Voyage». Ωστόσο αυτό δεν ήταν πάντα κάτι τόσο δεδομένο. Όπως δεν ήταν κι άλλα πράγματα στα (σχεδόν) 50 χρόνια της ιστορίας τους.
Ο σχηματισμός τους, πρώτα πρώτα, δεν προέκυψε λόγω της ανάγκης να συνυπάρξουν σε κάποιο γκρουπ. Τα τέσσερα μέλη είχαν αυτόνομες διαδρομές μέχρι το 1969 που η τύχη το έφερε να γίνουν ζευγάρια, η Agnetha Fältskog με τον Björn Ulvaeus και ο Benny Andersson με την Anni-Frid Lyngstad. Μάλιστα, όσοι έχουν τον πρώτο τους δίσκο «Ring Ring» (1973) γνωρίζουν ότι δεν έγραφε πουθενά Abba. αντιθέτως, χρεωνόταν στους Björn & Benny, Agnetha & Anni-Frid. Εκείνο που έμελλε να τους παγιώσει ως συγκρότημα ήταν η ανέλπιστη νίκη στη Γιουροβίζιον του 1974.
Το υπόβαθρο αυτό έχει κομβική σημασία για το ποιοι ήταν και είναι οι Abba, γιατί φανερώνει ότι, πάνω απ’ όλα, ήταν πάντα οι μονάδες που αποφάσισαν να συνεργαστούν στο σαφώς οριοθετημένο πλαίσιο ότι τα αγόρια θα έγραφαν και τα κορίτσια θα τραγουδούσαν. Άντεξαν έτσι όσο άντεξαν και οι μεταξύ τους δεσμοί. Αποσύρθηκαν σιωπηρά λίγο μετά το τέλος των γάμων τους (1983), απέρριψαν μια απίστευτη πρόταση επανασύνδεσης ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων (2000), καθώς έκριναν ότι δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν για τις πολυήμερες ανάγκες μιας παγκόσμιας περιοδείας, και ξανάσμιξαν τώρα που ο χρόνος απάλυνε τις όποιες πληγές του παρελθόντος, φέρνοντάς τους πάλι μαζί σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο. Καταλύτης της διεθνούς επιτυχίας στάθηκε το τραγούδι «Waterloo», το οποίο εκτοξεύτηκε από τη Γιουροβίζιον του 1974 στο #1 της Βρετανίας και στο #6 των ΗΠΑ. Παρά ταύτα αποτελεί κοινό μυστικό ότι δεν ανήκει στις καλύτερες στιγμές τους. Μάλιστα, η τετράδα θα πάλευε αρκετά προτού αποκρυσταλλώσει τελικά τον ήχο της στο άλμπουμ «Arrival» του 1976, στον οποίο περιεχόταν το «Dancing Queen» (Νο 1 σε Σουηδία, Αμερική, Βρετανία, Σοβιετική Ένωση και Αυστραλία), το «Money, Money, Money» και το «Knowing Me, Knowing You». Από τότε και στο εξής, το μόνο πραγματικό εμπόδιο που συνάντησαν ήταν ο θρυμματισμός των ερωτικών τους δεσμών.
Το ότι οι Abba σαρώνουν ξανά τα Νο 1 του πλανήτη με το «Voyage», σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τη διάλυσή τους, δείχνει να συνοψίζει όλη τη μουσική μας εποχή, η οποία πριμοδοτεί διαρκείς επανασυνδέσεις παλιών ονομάτων ελλείψει φρέσκων μεγάλων δυνάμεων. Και ως ένα βαθμό είναι πράγματι έτσι, αν και με τη σημαντική επισήμανση ότι οι Σουηδοί δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκονται στην επικαιρότητα: Το 1991 ξανάγινε χαμός λόγω των Gold συλλογών, το 2005 η Madonna χάλασε κόσμο με το «Hung up» σαμπλάροντας το δικό τους «Gimme! Gimme! Gimme!», ενώ πάνω στο «Mamma Mia!» χτίστηκε η ομώνυμη, διεθνώς επιτυχημένη ταινία (2008), που διαδραματίζεται στη Σκόπελο.
Αλλά ο σημαντικότερος λόγος που η κολόνια των Abba κρατάει κοντά πενήντα χρόνια, δεν είναι το πόσο πούλησαν. Αντιθέτως, έχει να κάνει με το ότι κατάφεραν να διατηρήσουν μια σουηδική ταυτότητα, παρά την απόφασή τους να εκφραστούν στα αγγλικά. Κομμάτια δηλαδή σαν το «Summer Night City» δείχνουν ότι, χάρη στο ταλέντο τους για ασυναγώνιστα γραμμένες και τραγουδισμένες μελωδίες, έδωσαν παγκόσμιο πρόσωπο στο ελαφρό schlager ρεπερτόριο του ευρωπαϊκού Βορρά, φέρνοντάς τη χαρακτηριστική του sing-along μελαγχολία σε ηχητικό διάλογο με πράγματα τα οποία τους είχαν αγγίξει από τη Βρετανία και την Αμερική, όπως π.χ. οι Beatles, οι Beach Boys, τα ντίσκο συνθεσάιζερ ή οι παραγωγές του Phil Spector. Βγάζοντας έπειτα τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη, σε διάστημα μικρότερο της μιας δεκαετίας, συναγωνίστηκαν στα ίσα (αν δεν υπερκέρασαν) ακόμα και κολοσσούς της αγγλοσαξονικής ποπ σαν τους Bee Gees.
Για πολύ καιρό, πάντως, το ροκ ακροατήριο –κατ’ επέκταση και όσοι στελέχωσαν τον μουσικό Τύπο– χλεύαζαν τους Abba, στους οποίους έβλεπαν απλώς ένα συγκρότημα που έλεγε στοιχειώδη ερωτοτράγουδα, απευθυνόμενα σε ένα κοινό που δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να επαναστατήσει για κάτι. Ο Brian Eno, για παράδειγμα, ανέφερε σε συνέντευξη ότι ντρεπόταν να λέει πόσο του άρεσαν, γιατί ο σνομπισμός εκείνων των εποχών δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Έτσι, η ευρεία αποδοχή που συναντά τώρα το «Voyage» λειτουργεί διορθωτικά ως προς αυτή την αδικία, επιτρέποντάς μας να τους παραδεχτούμε και να τους απολαύσουμε δίχως τα κουτά στερεότυπα που μπερδεύουν το σοβαρό με το αγέλαστο και το ποιοτικό με το κατσούφικο.
Must Dance
1. «Take a Chance on Me»
2. «Money, Money, Money»
3. «The Winner Takes It All»
4. «Knowing me, Knowing You»
5. «Voulez-vous»
6. «Gimme! Gimme! Gimme! (A Man After Midnight)»
7. «Summer Night City»
8. «Fernando»
9. «The Day Before You Came»
10. «Dancing Queen»