![ΚΟΘ στο Ηρώδειο: όταν τα καλύτερα έγχορδα δεν είναι πάντα αρκετά…](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/pad/both/lmnts/articles/2543563/koth-tsokanou-irodeio.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Στα ξακουστά έγχορδά της πόνταρε η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης για τη φετινή εμφάνισή της στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Ηρώδειο, 23/7). Έξυπνη επιλογή (στο βαθμό που δεν χρειάσθηκε και η μετακίνηση πλήρων ορχηστρικών δυνάμεων), η οποία, πάντως, και για διαφορετικούς λόγους, δικαιώθηκε καλλιτεχνικά μόνο ως ένα βαθμό.
Όπως ήταν αυτονόητο, το -ετερόκλητο- πρόγραμμα περιελάμβανε αποκλειστικά συνθέσεις για έγχορδα, το «Ντιβερτιμέντο» του Μπάρτοκ και τις «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι.
Το πρώτο δόθηκε υπό τη μουσική διεύθυνση της διευθύντριας του συνόλου Ζωής Τσόκανου. Τελευταίο έργο που συνέθεσε ο Μπάρτοκ στην Ουγγαρία πριν την εγκαταλείψει για τις ΗΠΑ την παραμονή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το «Ντιβερτιμέντο για ορχήστρα εγχόρδων» θεωρείται κατά πολλούς μια επιτομή του ώριμου ύφους του. Με ευθείες αναφορές στο «μοτσάρτιο» πρότυπο του ντιβερτιμέντου αλλά και το «κοντσέρτο γκρόσσο» του μπαρόκ, η κατά βάση νεοκλασικιστική σύνθεση δεν στερείται τσιγγάνικων/φολκλορικών και μοντερνιστικών πινελιών.
Η αρχιμουσικός διέπλασε μιαν ακριβή ερμηνεία που εστίασε, όμως, κάπως μονομερώς στην ανάδειξη του λυρισμού της σύνθεσης εις βάρος των πιο ρυθμικών στοιχείων ειδικά στα δύο γρήγορα ακραία μέρη. Η φροντίδα απόδοσης του μουσικού συντακτικού (ωραίες διαβαθμίσεις δυναμικής) δεν συνοδευόταν πάντοτε από ευφάνταστη προβολή του αενάως εξελισσόμενου τονικού υλικού. Γενικά, τονίσθηκαν περισσότερο η γαλήνη και η ευγένεια συναισθήματος παρά οι σκοτεινές διαθέσεις και η ψυχολογική φόρτιση της γραφής, κάτι που στοίχισε π.χ. στην ατελή απόδοση της νυχτερινής ατμόσφαιρας του ενδιάμεσου adagio. Παρά την κλάση του κοντσερτίνο Αντώνη Σουσάμογλου και την ποιότητα φραστικής των εγχόρδων, είχε κανείς συχνά την εντύπωση μιας «αποσπασματικής» ανάγνωσης των τριών μερών, από την οποία έλειπε ο συνεκτικός ειρμός…
![ΚΟΘ στο Ηρώδειο: όταν τα καλύτερα έγχορδα δεν είναι πάντα αρκετά… - εικόνα 1](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2543563/koth-tsokanou-irodeio.jpg)
Αντιθέτως, πολύ πιο ξεκάθαρο αν και έντονα ιδιοσυγκρασιακό στίγμα είχε η ερμηνεία του αριστουργήματος του Βιβάλντι που διέπλασε, διευθύνοντας από το βιολί ο έτερος εξάρχων της ΚΟΘ Σίμος Παπάνας, μολονότι αποδόθηκε σε σύγχρονα όργανα (και με τη σύμπραξη από το τσέμπαλο του έμπειρου Μάρκελλου Χρυσικόπουλου).
Σπουδαίος βιολιστής, ο Παπάνας είναι εξοικειωμένος με το έργο και μάλιστα υπό τη διπλή ιδιότητα σολίστ και αρχιμουσικού: πέρσι (21/3/2019) το έπαιξε στο αθηναϊκό Μέγαρο με την ΚΟΑ, ενώ προ ολίγων μηνών επρόκειτο να πράξει το ίδιο με την Καμεράτα αλλά σε όργανα εποχής (η συναυλία ακυρώθηκε λόγω κορωνοϊού). Όποιος τον έχει ακούσει να ερμηνεύει Βιβάλντι (και μάλιστα σε βιολί εποχής), γνωρίζει καλά ότι με τον λαμπερό δεξιοτέχνη συνυπάρχει ένας βαθύς γνώστης της παλαιάς μουσικής, που αντιλαμβάνεται τη σημασία της φαντασίας και του αυτοσχεδιασμού στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο.
Χωρίς να αποτελεί τυπικά μία ιστορικά ενημερωμένη ερμηνεία των «Τεσσάρων εποχών», αυτό που προσφέρθηκε και πάλι στο κοινό ήταν ουσιαστικά μία εν μέρει -απόλυτα θεμιτή- «αναδιατύπωσή/συμπλήρωσή» τους με αρκετά στοιχεία ημιαυτοσχεδιασμού. Ο Παπάνας παρουσίασε τα 4 κοντσέρτα ως ένα συχνά συναρπαστικό παιχνίδι εξάρσεων/εντάσεων και καταλλαγών/γλυκασμών (με πινελιές ανατολικής τροπικής μουσικής). Η εκφραστική παλέτα του περιελάμβανε τολμηρές εναλλαγές ταχυτήτων και δυναμικών, μεγάλες διακινδυνεύσεις και ευρηματικές διανθίσεις: άλλοτε αιχμηρό και γωνιώδες, άλλοτε ξεκάθαρα λυρικό, το -ανεπίληπτης ορθοτονίας και δεξιοτεχνίας- παίξιμό του υπηρέτησε άρτια την διαρκώς εμπνευσμένη γραφή του Βιβάλντι, εισφέροντας μιαν ευπρόσδεκτα φρέσκια ματιά σ’ένα χιλιοπαιγμένο έργο.
Στα ξακουστά έγχορδά της πόνταρε η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης για τη φετινή εμφάνισή της στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών: έξυπνη επιλογή, η οποία όμως δικαιώθηκε καλλιτεχνικά μόνο ως ένα βαθμό.
Οι συνάδελφοί του στα έγχορδα της ΚΟΘ ανταποκρίθηκαν μεν με ικανοποιητικά αντανακλαστικά και οξεία αίσθηση του διαλόγου στην πρόκληση αυτή, αλλά η όλη εκτέλεση στιγματίσθηκε ανεπανόρθωτα από την υπερβολική ηλεκτρική ενίσχυση του ήχου, που πρόβαλε υπερμεγέθης, επιθετικός, άρα «θέσει» ακατάλληλος για τις τεχνικές και εκφραστικές απαιτήσεις και εκλεπτύνσεις της μουσικής του μπαρόκ…
Λόγω της φύσης των έργων και του ανοιχτού χώρου, ο ήχος των οργάνων ήταν αντίστοιχα ενισχυμένος και στο πρώτο έργο της βραδιάς, χωρίς όμως να ενοχλεί κατά τον ίδιο τρόπο. Μια τέτοια επιλογή -ποίου;- δεν είναι φυσικά απόλυτα κατανοητή, ιδίως αν ληφθούν υπ’όψη αφενός η ποιότητα των θεσσαλονικιώτικων εγχόρδων αφετέρου το γεγονός ότι οι μουσικοί έπαιξαν όρθιοι (κάτι που συνέβαλε -έστω και οριακά- στην αύξηση της έντασης του ήχου). Δυστυχώς, το φαινόμενο παγιώθηκε στο σύνολο των εκδηλώσεων κλασικής μουσικής του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, που έλαβαν χώρα στο Ηρώδειο, ενίοτε με ακόμη πιο δυσάρεστες συνέπειες, όπως κατέδειξε η καταληκτική συναυλία της ΚΟΑ…