![Εξαιρετικές συναυλίες Συνόλων Μπαλτάζαρ Νώϋμαν/Χένγκελμπροκ και Καβάκου/Πάτσε και λαμπρό ξεκίνημα για το φετινό έτος Μπετόβεν](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/pad/both/lmnts/articles/2540212/3517961945986639_EnsembleBalthasarNeumann1_252608.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Με δύο σπουδαίες μουσικές εκδηλώσεις ξεκίνησαν στο Μέγαρο Μουσικής οι φετινοί εορτασμοί για τη συμπλήρωση 250 χρόνων από τη γέννηση του Μπετόβεν.
Την 6η Συμφωνία και τη σπάνια παιζόμενη «Λειτουργία σε ντο μείζονα» του «Τιτάνα της μουσικής» προσέφεραν τις προάλλες (12/2), σε μια κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης», τα Σύνολα (Ορχήστρα και Χορωδία) «Μπαλτάζαρ Νώυμαν» και ο ιδρυτής τους Τόμας Χένγκελμπροκ, παλιοί, καλοί γνώριμοι του θεσμού. Το κύρος των ιδρυθέντων το 1991 συνόλων παραμένει σταθερά ισχυρό, πολλώ δε μάλλον όταν το ρεπερτόριο τους δεν περιορίζεται στο μπαρόκ, αλλά εκτείνεται μέχρι τη μουσική του 20ού αιώνα.
Η αθηναϊκή εμφάνισή τους αποκλειστικά με έργα Μπετόβεν σαγήνευσε, γιατί εμπλούτισε -χωρίς ακρότητες- τη θεώρησή τους με τη ματιά της ιστορικά ενημερωμένης ερμηνευτικής και των αισθητικών διεκδικήσεων του κινήματος «Θύελλα και ορμή». Αυτή έγινε κατ’αρχάς αντιληπτή σε επίπεδο τοποθέτησης επί σκηνής των μουσικών στη Συμφωνία: βιολιά και βιόλες έπαιξαν όρθιοι, εκατέρωθεν των καθήμενων σε πρώτο πλάνο ξύλινων και χάλκινων πνευστών (πλην των ακτινοβολισμένων στα δύο άκρα και σε υψηλότερα βάθρα τρομπετών) αλλά και των βιολοντσέλων… Πέραν της στερεοφωνικότερης ενίσχυσης του ήχου των ξύλινων οργάνων εποχής (με τα πολλά εν προκειμένω σόλι), αξιοποιήθηκαν επίσης σβέλτα τέμπι, εύροες διακυμάνσεις δυναμικής και μια ξεχωριστή ευπρόσδεκτη ηχητική διαύγεια.
Αντίθετα όμως προς ό,τι παρατηρείται σε άλλα σύνολα παλαιών οργάνων, ο ενισχυμένος αριθμός των εγχόρδων και ο πρωτοφανούς καλλιέργειας και ευγένειας ήχος τους εγγυήθηκαν σε συνδυασμό με την άριστη αίσθηση διαλόγου των μουσικών και τις αφηγηματικές αρετές της διεύθυνσης του Χένγκελμπροκ μίαν ερμηνεία «χρυσής τομής», που ελάχιστα ξένισε τους πιο παραδοσιακούς ακροατές… Άκρως ευπρόσδεκτα -εάν εξαιρεθούν οι ενίοτε όξινες παρεμβάσεις μερικών ξύλινων πνευστών- απουσίαζε κάθε έννοια τραχύτητας που δύσκολα αρμόζει (πλην της αιχμηρής «καταιγίδας»!) στη συγκεκριμένη σύνθεση.
Κατά τα λοιπά, προβλήθηκε με μεγάλη φυσικότητα η δραματουργία της «Ποιμενικής» συμφωνίας, οι αντιθέσεις δηλ. των περιγραφικών της φύσης σκηνών και των συναισθημάτων που αυτές γεννούν. Με εξίσου μοναδική πλαστικότητα φωτίσθηκε η ενορχηστρωτική πρωτοτυπία και ο λυρισμός της παρτιτούρας: σε αυτό συνέβαλαν ο υποδειγματικός καθ’όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης σεβασμός των αγωγικών ενδείξεων και η αρτιότητα φραστικής, που επέτρεπε στην ορχήστρα να «τραγουδάει» τα μελωδικά θέματα, αφήνοντας τη μουσική να αναπνέει διαρκώς…
![Εξαιρετικές συναυλίες Συνόλων Μπαλτάζαρ Νώϋμαν/Χένγκελμπροκ και Καβάκου/Πάτσε και λαμπρό ξεκίνημα για το φετινό έτος Μπετόβεν - εικόνα 1](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2540212/3517962076899723_EnsembleBalthasarNeumann2_252609.jpg)
Εξίσου επιτυχημένα ερμηνεύθηκε μετά το διάλειμμα η λιγότερο γνωστή από τις δύο «Λειτουργίες» που συνέθεσε ο Μπετόβεν (παράλληλα με την 6η Συμφωνία), αυτή σε ντο μείζονα. Καθοριστική στάθηκε και πάλι η αναζήτηση μιας «χρυσής τομής» στην όλη προσέγγιση του έργου. Ο Χένγκελμπροκ τοποθέτησε σκηνικά την εκπληκτική Χορωδία σε πρώτο πλάνο, μπροστά από την ορχήστρα και εκατέρωθεν του. Ανέθεσε τα σόλι όχι σε κουαρτέτο μονωδών, αλλά σε εκλεκτά μέλη της Χορωδίας, και μάλιστα όχι στα ίδια, στοχεύοντας σε ενδιαφέρουσα ηχοχρωματική φωνητική διαφοροποίηση της απόδοσης του νοήματος των ιερών κειμένων και σφριγηλή συνομιλία με την ανεπίληπτη, ηχητικά κρυστάλλινη ορχήστρα.
Έχοντας όμως αντίληψη της πρόσδεσης της Λειτουργίας στην παράδοση των μεγάλων θρησκευτικών έργων του Χάϋντν (στη βαριά ασθένεια του οποίου οφείλεται η ανάθεση της σύνθεσής της στον Μπετόβεν από τον πρίγκηπα Εστερχάζυ), ο 61χρονος Γερμανός αρχιμουσικός ανέδειξε υποδειγματικά το κλασικιστικό της στίγμα: επέλεξε μετρημένες ταχύτητες αλλά λεπταίσθητες κλιμακώσεις δυναμικής και ρυθμού, φρόντισε εξίσου την προβολή μουσικής και λόγου, ενστάλαξε στο θρησκευτικό συναίσθημα καλά σταθμισμένες δόσεις θεατρικότητας. Ισορροπώντας περίτεχνα την οικεία/εσωτερική με την δοξαστική/μεγαλόπρεπη διάσταση του έργου, κατάφερε έτσι να αποδώσει με σπάνια δραματική ένταση αυτήν την εκφραστικά πλούσια εκδοχή του κειμένου της Λειτουργίας της καθολικής Εκκλησίας…
Στις δικαιολογημένα θερμές επευφημίες του κοινού, οι συντελεστές αντιχάρισαν δύο χορωδιακά από το περίφημο ορατόριο «Η Δημιουργία» του Χάϋντν.
![Εξαιρετικές συναυλίες Συνόλων Μπαλτάζαρ Νώϋμαν/Χένγκελμπροκ και Καβάκου/Πάτσε και λαμπρό ξεκίνημα για το φετινό έτος Μπετόβεν - εικόνα 2](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2540212/3517962365900034_Kavakos-Pace_252610.jpg)
Δύο εβδομάδες νωρίτερα (31/1), το Μέγαρο θύμισε παλιές, καλές εποχές από πλευράς προσέλευσης για το πρώτο από τα τρία ρεσιτάλ με όλες τις «Σονάτες για βιολί και πιάνο» του Μπετόβεν που έδωσαν ο Λεωνίδας Καβάκος με τον σταθερό συνοδοιπόρο του, τον Ιταλό πιανίστα Ενρίκο Πάτσε. Ήταν η πρώτη εκδήλωση σειράς συναυλιών που διοργανώνει φέτος ο «Σύλλογος Οι Φίλοι της Μουσικής» στο Μέγαρο, στο πλαίσιο του διεθνούς εορτασμού του έτους Μπετόβεν.
Καβάκος και Πάτσε είχαν αναμετρηθεί συναυλιακά με τον ίδιο κύκλο και το 2012, με αφορμή την κυκλοφορία της ηχογράφησής του για την Decca. Όπως και τότε, η αρχική συναυλία περιελάμβανε τις Σονάτες υπ’αρ. 2, 3, 6 και 7. Αντίθετα όμως με τότε, αυτήν τη φορά οι δύο σολίστ βρέθηκαν ερμηνευτικά στο ίδιο μήκος κύματος, με σύμπραξη εντονότερης γλαφυρότητας και ισοκυρίας.
Τόσο στη 2η όσο και στην 3η Σονάτα, που γράφτηκαν στην ακμή του κλασικισμού (1798) με επίγνωση της βαριάς κληρονομιάς των Χάϋντν και Μότσαρτ, το πιάνο έχει κυρίαρχο ρόλο στη συνομιλία με το βιολί. Με λεπταίσθητες ηχητικές αποχρώσεις και ευγενή φραστική από την οποία απουσίαζε η αυστηρότητα παλαιότερων προσεγγίσεων αλλά και μια κάποια περισσότερο αισιόδοξη διάθεση, ο Καβάκος αποκρίθηκε ισορροπημένα στο συναισθηματικά γενναιόδωρο, «μεσογειακό» παίξιμο του Πάτσε.
Γραμμένες το 1801-1802, η 6η και η 7η Σονάτα (οι δύο πρώτες του έργου 30) θέτουν σαφώς υψηλότερες απαιτήσεις από πλευράς μουσικού συντακτικού και έκφρασης. Ο Καβάκος ανέδειξε, με περίτεχνες φωτοσκιάσεις, όλη την αμφισημία της 6ης Σονάτας, επιδεικνύοντας πάντως το στέρεο (δεξιο)τεχνικό του οπλοστάσιο, όπου χρειαζόταν (π.χ. στις παραλλαγές του τρίτου μέρους). Μεγαλύτερη φαντασία και ένταση διαλόγου χαρακτήρισαν την ακόμη δυσκολότερη, πιο σκοτεινή 7η Σονάτα, την μόνη της βραδιάς σε ελάσσονα τονικότητα.
Σε όλα τα έργα (και στα αρκετά ανκόρ) θαύμασε κανείς την άψογη ορθοτονία του βιολιού, την προσοχή σε λεπτομέρειες, τους ιδιαίτερους τονισμούς, επιβραδύνσεις ή επιταχύνσεις, που αναδείκνυαν την εκφραστικότητα της μουσικής, την αντίστοιχη προσαρμογή των παλμών του ήχου και της -συνεχόμενης ή μη- ροής των φράσεων, την τρυφερή, συχνά ποιητική απόδοση των αργών μερών.
Συνολικά, οι απολλώνιας θεώρησης ερμηνείες φώτισαν ιδανικά όχι μόνο το στίγμα αλλά και την εξέλιξη της βιολιστικής γραφής του Μπετόβεν, αποφεύγοντας ευπρόσδεκτα τις ρομαντικές εξάρσεις.