![Πέτρου με ΚΟΑ και Καμεράτα σε εορταστικές συναυλίες για …διαφορετικά γούστα και ακροατήρια](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/pad/both/lmnts/articles/2539537/koa-petrou_Weihnachtsoratorium_251028.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Ο Γιώργος Πέτρου ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής των μουσικών εκδηλώσεων κατά την πρόσφατη -μάλλον μουντή συναυλιακά- εορταστική περίοδο, διευθύνοντας, μέσα σ’ένα δεκαήμερο, τρία διαφορετικά προγράμματα στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών! Θρησκευτική μουσική και όπερα της εποχής του μπαρόκ αλλά και δημοφιλή συμφωνικά έργα για μικρούς και μεγάλους τράβηξαν το ενδιαφέρον όσων δεν αρέσκονται σε φαντασμαγορικά θεάματα.
Στις 21/12/2019, ο Πέτρου διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε 3 -από τις 6 συνολικά- καντάτες του «Ορατορίου των Χριστουγέννων» του Γ.Σ. Μπαχ, του -για πολλούς- ωραιότερου έργου που έχει γραφεί ποτέ για τη γέννηση του θεανθρώπου. Το ορατόριο έχει χρόνια να παιχθεί ολόκληρο: μόλις προ διετίας (Δεκ. 2017) στον ίδιο χώρο, ο Μαρκ Μινκοφσκί και οι «Μουσικοί του Λούβρου» είχαν προσφέρει 4 καντάτες.
Ανεξαρτήτως επιμέρους ποιοτήτων, η ερμηνεία ήχησε καταφανώς άνιση. Για ένα έργο που δύσκολα ακούει πλέον κανείς χωρίς όργανα εποχής και τις υφολογικές κατακτήσεις της ιστορικά ενημερωμένης ερμηνευτικής πρακτικής, με αυτήν ήσαν καταφανώς εξοικειωμένοι μόνο ο αρχιμουσικός, οι τραγουδιστές, κάποιοι μουσικοί της ΚΟΑ και ο Ιάσων Μαρμαράς (εκκλησιαστικό όργανο). Παρά τα ευπρόσδεκτα συνεπτυγμένα σε μέγεθος κλιμάκια τους, ορχήστρα και χορωδίες [της ΕΡΤ (Μιχάλης Πατσέας) και του Δήμου Αθηναίων (Σταύρος Μπερής)] μόνο οριακά μπόρεσαν να αρθρώσουν ήχο και τραγούδι με το αναγκαίο σφρίγος και τη δέουσα αιχμηρότητα.
Από ορχηστρικής πλευράς, αυτό έγινε ιδιαιτέρως αντιληπτό στον ήχο των εγχόρδων, που παρέμεινε γενικώς θολός, αδυνατώντας να προσαρμοσθεί στα σβέλτα τέμπι του Πέτρου. Αντιθέτως, έλαμψαν οι σολίστ των χάλκινων (και δη οι 3 τρομπέτες υπό τον έξοχο Γιάννη Καραμπέτσο) και κυρίως αυτοί των ξύλινων πνευστών. Ο αρχιμουσικός είχε τη φαεινή ιδέα να συνοδεύσουν εξαιρετικοί εκπρόσωποί τους, όπως οι ομποΐστες Δημήτρης Βάμβας και Χριστίνα Παντελίδου και η φλαουτίστα Χρυσή Πιλαφτσή -σολιστικά ή σε ζεύγη, όρθιοι δίπλα στους τραγουδιστές- συγκεκριμένες άριες αλλά και το ντουέτο υψιφώνου/βαθυφώνου στην 3η καντάτα. Το συνολικό αποτέλεσμα έσωσε η γλαφυρότητα και ο παλμός της μουσικής διεύθυνσης, αλλά και η εμφανής προσήλωση και εγρήγορση του συνόλου των συντελεστών.
Αρκετά ισορροπημένη, αλλά όχι ανεπίληπτη, ήταν και η φωνητική διανομή, από την οποία ξεχώρισε για το φωτεινό, καλλιεπές τίμπρο, τη στιλπνή άρθρωση αλλά και την καθαρότητα και εκφραστικότητα αφήγησης με καλή νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου -ως Ευαγγελιστής- ο Πολωνός τενόρος Κρίστιαν Άνταμ. Αν η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη δεν μπορεί να κριθεί λόγω της ελάχιστης συμμετοχής της, ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς είχε μια, όπως πάντα, στιβαρή παρουσία στις δοξαστικού χαρακτήρα άριες του (παρά κάποιες σημειακά αδόκητες οπερατικές εξάρσεις). Τη μεγαλύτερη συμμετοχή είχε η Κροάτισσα μεσόφωνος Σόνια Ρούνιε. Παρά τη φωνητική υγεία και σταθερότητα, το τεχνικά άρτιο τραγούδι της ηχούσε συχνά ανέκφραστο: αυτό κόστισε πρωτίστως στις θαυμάσιες άριες «Ετοιμάζου, Σιών» και «Κοιμήσου, αγαπημένε μου», από τις οποίες έλειψαν περισσότερη θέρμη και συναίσθημα, ίσως λόγω και των γρήγορων ταχυτήτων που επέλεξε ο αρχιμουσικός.
Με βάση τα ετερόκλητα αυτά δεδομένα, το αξιόλογο, φωτεινό ακρόαμα δεν μπόρεσε να βρει συγκεκριμένο στίγμα, ταυτότητα και εντελέστερη αφηγηματική ρευστότητα…
![Πέτρου με ΚΟΑ και Καμεράτα σε εορταστικές συναυλίες για …διαφορετικά γούστα και ακροατήρια - εικόνα 1](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2539537/petrou-mousoura_251029.jpg)
Δύο μέρες αργότερα (23/12/2019), πλήθος μικρών και μεγάλων συνέρρευσε στην ίδια αίθουσα για να απολαύσει τον Πέτρου και τους Μουσικούς της Καμεράτας σ’ένα ωραίο πρόγραμμα με popular classics ...για όλη την οικογένεια, ίσως το καλύτερο και πιο ευφρόσυνο της όλης εορταστικής περιόδου.
Την βραδιά άνοιξε η τρυφερή, λυρική «Φαντασία πάνω στο τραγούδι "Greensleeves"» του Βων-Ουίλλιαμς. Μεταμορφωμένη από τον Άγγλο συνθέτη σ’ένα έργο γεμάτο γαλήνιους ήχους που παραπέμπουν σε εικόνες της βρετανικής υπαίθρου, η πασίγνωστη λαϊκή μελωδία από την εποχή των Τυδώρ δόθηκε με λιτότητα και ευγένεια.
Αμέσως μετά, ο Πέτρου επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια στο πιάνο, ως σολίστ, συμπράττοντας με την ταλαντούχα Νεφέλη Μούσουρα στην ερμηνεία της δημοφιλέστατης σουίτας «Το Καρναβάλι των ζώων» του Σαιν-Σανς. Το χιούμορ, η τρυφερότητα και η πλούσια ενορχήστρωση αυτής της «μεγάλης ζωολογικής φαντασίας» (στην οποία ο συνθέτης περιγράφει με ευφάνταστο και κωμικό τρόπο διάφορα ζώα σε ένα χορό μεταμφιεσμένων!) αναδείχθηκαν ιδανικά μέσα από τη φωτεινή εκτέλεση, που ξεχώρισε για τη ρυθμική ακρίβεια, την περιγραφική ζωντάνια της και τη γλαφυρή συνομιλία των δύο πιάνων. Υπό την ιδιότητα του αρχιμουσικού, ο Πέτρου άντλησε από τους μουσικούς του συνόλου και τους προσκεκλημένους συναδέλφους τους των πνευστών παίξιμο σβέλτων αντανακλαστικών με θαυμάσιες σολιστικές συνεισφορές, από τις οποίες παραδόξως πιο διεκπεραιωτική ήχησε αυτή του βιολοντσελίστα Κρίστοφερ Χάμφρυς στον περίφημο «Κύκνο».
Αν «Το Καρναβάλι των ζώων» παίχθηκε στην κλασική ορχηστρική εκδοχή (χωρίς δηλ. τους πνευματώδεις εισαγωγικούς στίχους που ο χιουμορίστας Φρανσίς Μπλανς έγραψε/προσέθεσε στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά και χωρίς την οποιαδήποτε οπτική «βοήθεια»), η βραδιά ολοκληρώθηκε με το διάσημο μουσικό παραμύθι για ορχήστρα και αφηγητή «Ο Πέτρος και ο Λύκος» του Προκόφιεφ.
Ως γνωστόν, ο Σοβιετικός συνθέτης έγραψε τη μουσική και το κείμενο του παραμυθιού το 1936, ανταποκρινόμενος σε πρόταση της διευθύντριας του παιδικού θεάτρου της Μόσχας. Η φαντασία και η ευφυΐα της μουσικής σύνθεσης ξεπερνά το πρώτο, απλό επίπεδο της αφήγησης, ερχόμενη σε διάλογο μαζί της. Αντιστοιχίζοντας κάθε όργανο της ορχήστρας σ’ένα χαρακτήρα του παραμυθιού, ο Προκόφιεφ έγραψε μεν μια απλή και κατανοητή μουσική, αλλά διατήρησε ταυτόχρονα όλα τα χαρακτηριστικά του προσωπικού μουσικού του ύφους, ώστε να μην απευθύνεται μόνο σε παιδιά.
Η μοναδικής αφηγηματικής ευφράδειας διεύθυνση του Πέτρου και τα εκφραστικά σόλι των μουσικών φώτισαν όλη την ομορφιά και την ηχοχρωματική σαγήνη της μουσικής. Ατυχώς, η επιλογή ως αφηγητή του ηθοποιού Λάκη Λαζόπουλου (που έχει διηγηθεί το παραμύθι αρκετές φορές κατά το παρελθόν) δεν απεδείχθη ενδεδειγμένη, λόγω της κουρασμένης φωνής, της μη καθαρής εκφοράς του λόγου, της ελάχιστα ποιητικής διάθεσης και ενός χιούμορ που ηχούσε διαρκώς σε δεύτερο βαθμό…
![Πέτρου με ΚΟΑ και Καμεράτα σε εορταστικές συναυλίες για …διαφορετικά γούστα και ακροατήρια - εικόνα 2](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2539537/Camerata_Orlando-Furioso-in-Moscow_251027.jpg)
Η πολύπαθη ορχήστρα υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή είχε εμφανισθεί στην ίδια αίθουσα και στις 12/12/2019 για τη συναυλιακή απόδοση της όπερας του Βιβάλντι «Μαινόμενος Ορλάνδος» με τη συμμετοχή ξένων και Ελλήνων μονωδών. Το ίδιο έργο είχε ερμηνεύσει νωρίτερα σε Βιέννη και Μόσχα, αλλά με διαφορετική -και πολυτελέστερη- διανομή.
Όσο δεν χρειάζονται υπενθύμιση η σημασία και οι επιδόσεις αρχιμουσικού και συνόλου στην ιστορική ερμηνευτική σε διεθνές επίπεδο, άλλο τόσο πρέπει να επισημανθούν οι σπανιότατες κατά την τελευταία πενταετία αναμετρήσεις τους «εντός των τειχών» με όπερες του μπαρόκ. Η πληθώρα συντελεστών, αλλά και το κόστος μιας κανονικής παραγωγής καθιστούν τις σκηνικές παρουσιάσεις λυρικών έργων συχνά (αλλά όχι αναπόφευκτα!) απαγορευτικές. Με τις θεσμικές και οικονομικές εκκρεμότητες της Καμεράτας «στον αέρα», οι συναυλιακές επιλογές της προσανατολίσθηκαν εύλογα σε πιο δημοφιλή προγράμματα.
Η όπερα του Βιβάλντι είχε ν’ακουσθεί στην Αθήνα από το 2003, όταν είχε ανεβεί σκηνικά στην Εθνική Λυρική Σκηνή με εκπροσώπους της ανερχόμενης τότε γενιάς νέων Ελλήνων μονωδών, αρκετοί από τους οποίους σταδιοδρόμησαν αργότερα επιτυχώς, και εκτός συνόρων. Δύο από αυτούς συμμετείχαν και στην παρούσα εκτέλεση, η μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη (τότε ως Μπρανταμάντε, σήμερα ως Αλτσίνα) και η κοντράλτο Μαρίτα Παπαρίζου (τότε ως Ορλάνδος, σήμερα ως Μεντόρο). Η πρώτη ερμήνευσε με ευγένεια τη μάγισσα Αλτσίνα (ρόλο με όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη σκιαγράφηση), τονίζοντας κυρίως την ανθρώπινη διάσταση της πληγωμένης γυναίκας. Η δεύτερη διαθέτει ακόμη αυτό το σπάνιας ομορφιάς ανδρόγυνο τίμπρο και επαρκή αποθέματα δεξιοτεχνίας, αλλά η φωνή δεν ηχεί πλέον ισορροπημένη σε όλα τα ρετζίστρα.
Κόντρα-τενόροι αντί -γυναικών- μεσοφώνων αξιοποιήθηκαν για τους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους που ερμήνευαν καστράτοι την εποχή του μπαρόκ, επιλογή ενίοτε αμφιλεγόμενη. Δύο ανερχόμενοι εκπρόσωποι τους, ο Αμερικανός Νίκολας Ταμάνια και ο Κορεάτης Ντέηβιντ Ντι Κιου Λι εντυπωσίασαν ως Ορλάνδος και Ρουτζέρο αντίστοιχα, με διακριτά ηχοχρώματα, στέρεη δεξιοτεχνία (παρά τις αρκετά πιεσμένες ψηλές νότες) και περίσσεια πάθους. Ο τελευταίος ερμήνευσε καλά και την ωραιότερη άρια του έργου, αυτήν με φλάουτο ομπλιγκάτο (Ζαχ. Ταρπάγκος) με την οποία ολοκληρώνεται η Α’ πράξη.
Ταμάνια και Λι είχαν συμμετάσχει και στις δύο ευρωπαϊκές παρουσιάσεις του έργου (αμφότεροι στο ρόλο του Ρουτζέρο), ενώ στη Μόσχα συμμετέσχε και η Κροάτισσα μεσόφωνος Σόνια Ρούνιε, μουσικότατη και εκφραστική Μπρανταμάντε. Παρά την ασθένεια που την ταλαιπώρησε, γενικά θετικές εντυπώσεις άφησε η Αντζέλικα της έμπειρης υψιφώνου Μυρσίνης Μαργαρίτη, ενώ επιτυχώς σκιαγράφησε το μικρότερο ρόλο του Αστόλφο ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης. Συνολικά, όμως, παρά το γενικά ενημερωμένο υφολογικά και δεξιοτεχνικά επαρκές τραγούδι των μονωδών, οι ενστάσεις δεν έλειψαν, ίσως επειδή το λιμπρέτο στο συγκεκριμένο έργο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάδειξη και ανάπτυξη χαρακτήρων.
Εκεί που δεν χωρά καμία αντίρρηση ήταν στη διαφάνεια του ορχηστρικού παιξίματος, στο νεύρο και τη θεατρικότητα της μουσικής διεύθυνσης (ήδη από την παιχθείσα εν είδει εισαγωγής «La Follia»), που συνέβαλαν, μαζί με την αρτιότητα της συνοδείας των τραγουδιστών, στην -τόσο καθοριστική στον Βιβάλντι- γλαφυρή προβολή των διαθέσεων της μουσικής.
Αποχωρώντας από το Μέγαρο μετά από 2 ½ απολαυστικές ώρες, αναλογιζόμασταν με μελαγχολία τη συστηματική αγνόηση από τους μείζονες μουσικούς μας θεσμούς του τεράστιου ρεπερτορίου του μπαρόκ, παρά την ύπαρξη της Καμεράτας και τόσο ικανού εγχώριου δυναμικού, λιγότερο πάντως πλέον -δυστυχώς- σε επίπεδο φωνών…