Εάν δεν ήξερες πώς να φτάσεις στην Πλατεία Νερού το απόγευμα της 16ης Ιουνίου, αρκούσε να ακολουθήσεις κατά πόδας κάποιον με μπλουζάκι Unknown Pleasures (κάτι αδιανόητο σε συναυλία των Ramones· πόσοι φοράνε τα μπλουζάκια τους χωρίς να γνωρίζουν καν ότι πρόκειται για μπάντα;). 40 χρόνια και μία μέρα μετά την κυκλοφορία του ριζοσπαστικού ντεμπούτου των Joy Divisions, η μπάντα που αναδύθηκε από τις στάχτες τους θα βρισκόταν μπροστά μας για να καταθέσει τη δική της μακρόχρονη, επιτυχημένη πορεία. Όταν φτάσαμε όμως στο Φάληρο στις 5 το απόγευμα, μια μακρά αναμονή μας περίμενε.
Οι Θεσσαλονικείς Ta toy boy σήμαναν την εκκίνηση της τέταρτης μέρας του φετινού Release Athens, με τη heavy pop τους να συγκεντρώνει μία μικρή μερίδα κόσμου μπροστά στο κάγκελο. Κάτι ο καυτός ήλιος, κάτι το τριήμερο που απομάκρυνε πολλούς από την Αθήνα και προς τις παραλίες, το σχήμα του Γιώργου Μπέγκα, του Ηλία Σμήλιου και του Γιάννη Λιανόπουλου ατύχησε όπως σχεδόν όλα τα πρώτα ονόματα των εγχώριων φεστιβάλ· χωρίς να πτοηθούν όμως παρέδωσαν μία τίμια εμφάνιση βασισμένη στο πρώτο άλμπουμ τους («This Town»).
«For what died the sons of roisin, was it fame?». Υπό τους στίχους του πατριωτικού ποιήματος του Luke Kelly των ιστορικών The Dubliners έκαναν την είσοδο τους στην σκηνή, οι ιρλανδοί Fontaines D.C., για δεύτερη φορά στην Αθήνα μέσα σε ένα εξάμηνο. Κι ενώ στο πρώτο σχεδόν sold out live τους στο Death Disco είχαν μαζί μόνο τα πρώτα τους single, τώρα επανήλθαν έχοντας κυκλοφορήσει και το αρκετά ενδιαφέρον ντεμπούτο τους «Dogrel». Με αέρα Jarvis Cocκer, γυμνό στέρνο και ένα ψηλόμεσο φαρδύ παντελόνι «του παππού» (αντίστοιχο επέλεξε και ο Charlie Steen των Shame την προηγούμενη εβδομάδα, είναι κάποια μόδα της post punk σκηνής;) ο frontman Grian Chatten άραζε απολαμβάνοντας τα κιθαριστικά μέρη είτε περιφερόταν με σπασμωδικές κινήσεις, τρώγοντας τα νύχια του, ανακατεύοντας τα μαλλιά του και διπλασιάζοντας όλη αυτή την ενέργεια κάθε φορά που έπιανε το μικρόφωνο. Από το «Big» και το «Hurricane Laughter» μέχρι το «Too Real» και το «Boys in the Betterland», τα σύντομα, οργισμένα κομμάτια των δουβλινέζων ξεσήκωσαν το κοινό συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερο κόσμο που χόρευε και τραγουδούσε μπροστά στο κάγκελο, γνωρίζοντας ήδη τους στίχους. Μετρήσαμε μάλιστα και μερικά μπλουζάκια από το merchandise τους και κάτι μας λέει ότι αυτή η σχέση θα μεταφραστεί σε περισσότερες συναυλίες τους εδώ.
Τρίτοι στη σειρά οι trip-hopers Morcheeba, τοποθετημένοι στρατηγικά την ώρα που έπεφτε ο ήλιος για ένα από τα πιο ταιριαστά απολαυστικά live που έχουμε δει φέτος. Ερωτική, χαρούμενη και απίστευτα επικοινωνιακή, η Skye Edwards έκλεψε την παράσταση με την πληθωρική της παρουσία και το εντυπωσιακό της χαμόγελο. Νέα τραγούδια από τον τελευταίο τους δίσκο («Blaze Away», «It’s Summertime»), κλασικές επιτυχίες («Rome wasn’t built in a day») και ένα εξαιρετικό cover του «Let’s Dance» με την Edwards να πετάει το καπέλο της για να μπορέσει να χορέψει συμπλήρωσαν ένα set ιδανικό για τη δύση του ηλίου δίπλα στη θάλασσα.
Κι αν δεν ήμασταν σίγουροι μέχρι τότε ότι πρόκειται για μια απόλυτα Βρετανική μέρα, αρκούσε η εμφάνιση του Johnny Marr στη σκηνή, με την αγγλική κοψιά, συμπεριφορά και αύρα για να μας επιβεβαιώσει. Με τη θρυλική Jaguar ανά χείρας (και σε ασημί γκλίτερ αυτή τη φορά), ο κιθαρίστας των The Smiths είναι και ικανός τροβαδούρος· αν και ομολογουμένως η κιθαριστική του δεξιοτεχνία και πρωτοπορία δεν αγγίζεται εύκολα. Στο seltist του συμπεριέλαβε δικά του κομμάτια με ένθετες τις επιτυχίες των The Smiths (ο ίδιος έχει γράψει τη μουσική σε πολλά από αυτά άλλωστε) και ήταν πράγματι αναζωογωνητικό να ακούς τα μοναδικά riffs του «How soon is now» από τον άνθρωπο που τα δημιούργησε.
«Και τώρα θα καλέσω ένα αγαπημένο, παλιό φίλο στη σκηνή», ανακοίνωσε προς το τέλος του set του και η νοσταλγία χτύπησε κόκκινο όταν εμφανίστηκε ο Bernard Sumner για να τραγουδήσουν μαζί το «Get the Message» της σύμπραξης τους ως Electronics. Ένα mini reunion του 90’s supergroup ήταν αρκετό για να μας παρασύρει σε συναισθηματισμούς, σε συνδυασμό μάλιστα με το κλείσιμο με ένα ηλεκτρισμένο cover του «I feel you» των Depeche Mode και, φυσικά, το «There is a light that never goes out» των Smiths που έριξε την αυλαία στην περφόρμανς του.
Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για να ξαναβρεθεί μπροστά μας ο Sumner. Μόλις τα ρολόγια έδειξαν 11, σκηνές από καλλιτεχνικές καταδύσεις άρχισαν να προβάλλονται στο βάθος της σκηνής, ακολουθούμενες από στιγμιότυπα της ταινίας «B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin 1979-1989» ενώ οι πρώτες νότες του «Singularity» έδωσαν τον τόνο. Αρκετά χαμηλότερος ο ήχος απ’ όσο θα περιμέναμε και αρκετά άτονος ο κόσμος απέναντι σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του «Music Complete», ήταν οι πρώτες σκέψεις. Παρά την (δεκαετή πλέον) απουσία του μπασίστα Peter Hook η μπάντα φαινόταν πιο δεμένη από ποτέ, δυστυχώς όμως δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο τον Sumner, του οποίου η φωνή ήταν φανερά καταβεβλημένη. Προκειμένου να ακούγεται, τα υπόλοιπα όργανα ήταν υποχρεωτικά χαμηλωμένα, μειώνοντας τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας ενώ ατυχίες όπως το κακό μιξάρισμα στη μελόντικα του (την οποία τελικά χάρισε στο κοινό) δεν βοήθησαν.
Είχε σίγουρα την καλύτερη των διαθέσεων να βρίσκεται πάνω στη σκηνή και φαινόταν διατεθειμένος να δώσει τον καλύτερο του εαυτό, όμως δεν ήταν εφικτό. Τα πράγματα χειροτέρευσαν όταν έφτασε η ώρα για το σύντομο tribute στους Joy Division, για τη σαρανταετία από τον εμβληματικό δίσκο τους. Τα σπαρακτικά κομμάτια («She’s lost control», «Shadowplay», «Transmission») που είναι τόσο έντονα συνδεδεμένα με τη φωνή του αδικοχαμένου Ian Curtis δεν μπορούσαν να αποδοθούν στον ίδιο βαθμό από τον Sumner. Είναι λογικό βέβαια να θέλουν να καταθέσουν ένα φόρο τιμής στο φίλο και συνεργάτη τους και ομολογουμένως ήταν απόλυτα συγκινητική η στιγμή του «Atmosphere», με το βίντεοκλιπ του ταλαντούχου Άντον Κόρμπιν να προβάλλεται στο βάθος αλλά και οι προβολές φωτογραφιών του κατά τη διάρκεια του εμβληματικού «Love will tear us apart».
Ας είμαστε, όμως, ειλικρινείς: εμείς βρεθήκαμε στην Πλατεία Νερού για να ακούσουμε τους New Order, το συγκρότημα που να κατάφερε να επανεφευρεθεί από την αρχή, πέρα από ταμπέλες και ιστορικές συνέχειες και να αφήσει το στίγμα του στην ιστορία και όχι τους Joy Division. Κάτι που μάλλον δεν είχε γίνει κατανοητό αν ερμηνεύσουμε την αδιαφορία του κόσμου απέναντι σε μερικά από τα σπουδαιότερα διαμάντια των πρώτων («Bizzare love triangle», «Plastic», ακόμα και στο «Blue Monday») που ακόμα κι αν δικαιολογείται εν μέρη δεδομένης της μέτριας απόδοσης τους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε σύγκριση με τις αντιδράσεις που ακολουθούσαν εκείνα των Joy Division. Όπως αντίστοιχα συνέβη και στο Johnny Marr με τα τραγούδια των Smiths, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε: εμείς ποιες μπάντες θέλαμε τελικά να δούμε; Και όταν κάποια κομμάτια είναι τόσο συνδεδεμένα με τις χαρακτηριστικές φωνές εκείνων που τα πρωτο-τραγούδησαν, θέλουμε απλά να τα ακούμε από εκείνους που τα έγραψαν, όσο κι αν συμμετείχαν στη δημιουργική διαδικασία; Στο τέλος της ημέρας, ας το κρίνει ο καθένας για τον εαυτό του, αφού, όπως είπαν και οι ίδιοι «This is not the end».