Τη γοητεία και το διακριτικό ηχητικό στίγμα δύο σχετικά λιγότερο γνωστών οργάνων, του ακορντεόν και της βιόλας, είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με αφορμή τις εμφανίσεις λαμπρών ξένων σολίστ σε πρόσφατες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.
Στις 21/2, στο πλαίσιο του πρωτότυπου φετινού «Κύκλου Ακορντεόν» του ΜΜΑ, η Αθήνα υποδέχθηκε ξανά τον σπουδαίο ακορντεονίστα Ρισάρ Γκαλλιανό, κορυφαίο εκπρόσωπο της γαλλικής σχολής, ο οποίος συνέδεσε την παράδοση της ντόπιας μουζέτ με την τζαζ, το τάνγκο και την κλασική μουσική, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό προσωπικό στυλ.
Αυτό έγινε εμφανές ήδη στο τριμερές Κοντσέρτο του «Madreperla» («Σεντέφι»), πρώτο από τα δύο έργα που ερμήνευσε σε μια κατάμεστη αίθουσα, συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον αρχιμουσικό Βλαδίμηρο Συμεωνίδη. Θαύμασε κανείς, εν προκειμένω, το πάντρεμα διαφορετικών αισθησιακών χορευτικών ρυθμών, όπως αυτοί του τάνγκο (έξοχα στοχαστική καντέντσα), μιας μελαγχολικής μπαλάντας ή ακόμη μιας μαζούρκας με έμπνευση …από τις Αντίλλες! Ο ζεστός, πλούσιος ήχος του πολυφωνικού οργάνου -που έτυχε διακριτικής μικροφωνικής ενίσχυσης- αναδείχθηκε σε όλην του την έκταση μέσα από το γεμάτο πάθος και ευγενές συναίσθημα παίξιμο του Γκαλλιανό.
Ο -βαθύτατα επηρεασμένος από τη γνωριμία του με τον θρυλικό Άστορ Πιατσόλα- 68χρονος Γάλλος σολίστ ερμήνευσε, μετά το διάλειμμα, το γνωστό έργο του θρυλικού Αργεντινού συνθέτη και μπαντεονίστα «Τέσσερις εποχές του Μπουένος Άϊρες» σε δική του διασκευή για ακορντεόν και ορχήστρα. Το λαμπερής δεξιοτεχνίας και μοναδικής ρυθμομελωδικής και εκφραστικής πληρότητας παίξιμο νοηματοδότησε άριστα τις διαφορετικές ατμόσφαιρες και διαθέσεις μιας μουσικής, στην οποία το τάνγκο αποτελεί τον αδιόρατο συνεκτικό κρίκο. Ισόκυροι συνοδοιπόροι στάθηκαν με τις καθοριστικές σολιστικές τους παρεμβάσεις οι κορυφαίοι των ξύλινων πνευστών (Μουρίκης, Γ. Οικονόμου, Παντελίδου).
Το όμορφο πρόγραμμα είχε ανοίξει με την ορχηστρική σουίτα από τη μουσική για μπαλέτο που συνέθεσε ο Νίνο Ρότα με θέματα από τη μουσική επένδυση της διάσημης ταινίας του Φελλίνι «La strada» («Ο δρόμος»). Είναι γνωστό ότι η κινηματογραφική μουσική σπάνια δικαιώνεται στην αίθουσα συναυλιών, ούσα αποκομμένη από την εικόνα. Αυτό ισχύει -με εξαίρεση ίσως του soundtrack του «Γατόπαρδου»- και για τις περισσότερες δημιουργίες του Ρότα, συμπεριλαμβανομένης της «Strada», για την οποία έχει γραφεί ότι «η εικόνα αποσαφηνίζει τη μουσική, και όχι το αντίθετο». Ο Συμεωνίδης άντλησε, όπως συνηθίζει, από την ΚΟΑ παίξιμο μεγάλης ακρίβειας με εμπνευσμένες ατομικές συνεισφορές από ξύλινα και χάλκινα πνευστά, αλλά τα τόσο χαρακτηριστικά θέματα (μελαγχολικές μελωδίες, σαρκαστικά εμβατήρια κλπ) ηχούσαν συχνά αποστασιοποιημένα, κενά νοήματος…
Δύο εβδομάδες νωρίτερα (8/2), η ίδια αίθουσα πλημμύρισε από τον στοχαστικό ήχο ενός άλλου ελάχιστα οικείου οργάνου από την οικογένεια των εγχόρδων, της βιόλας, και μάλιστα αυτής της σημαντικής Ρωσίδας -αλλά εγκατεστημένης στη Γερμανία- σολίστ και παιδαγωγού Τατιάνας Μαζουρένκο.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιόλα και ορχήστρα» του Βρετανού Γουώλτον, μιας από τις πλέον εμβληματικές παρτιτούρες που γράφτηκαν ποτέ γι’αυτό το ίσως πολυπλοκότερο έγχορδο με τον ιδιαίτερο «φωνητικό» χαρακτήρα. Η Μαζουρένκο φώτισε -με στιλπνό, ορθοτονικά άψογο ήχο και σπάνια πλαστικότητα- την ποικιλία διαφορετικών επιρροών του έργου, όπως τα τζαζίστικα και τα μπαρόκ στοιχεία του πρώτου μέρος, τα θεαματικά στοιχεία ασιατικού χορού στο ενεργητικό κεντρικό σκέρτσο, ή ακόμη την α-λα-Χίντεμιτ φούγκα στην αρχή του τρίτου μέρους και το πιο λυρικό ντουέτο με το τσέλο προς το τέλος του. Η ρυθμικά και υφολογικά πολύπλοκη σύνθεση αποδόθηκε με άνεση, κομψότητα και νηφάλιο συναίσθημα από την υψηλής (δεξιο)τεχνικής και εκφραστικής δεινότητας σολίστ, ενώ ικανοποίησε η προσεκτική και σβέλτη συνοδεία της ΚΟΑ υπό τον Κρίστοφ Πόππεν.
Επιτυχημένα, αλλά όχι ανεπίληπτα, αποδόθηκε και το κύριο έργο της βραδιάς, η περίφημη 3ης Συμφωνία («Σκωτική») του Μέντελσον, την οποία έχει ερμηνεύσει κατ’επανάληψη η ΚΟΑ. Ο 63χρονος Πόππεν -ένας από τους αξιολογότερους σταθερά μετακεκλημένους ξένους αρχιμουσικούς, με τον οποίο το σύνολο έχει πολύ καλή χημεία- διέπλασε μιαν εκτέλεση γεμάτη παλμό, που εστίασε στο γενναιόδωρο σχηματισμό των πλατιών μελωδικών φράσεων. Παρότι ο ορχηστρικός ήχος δεν διέθετε την απαιτούμενη διαύγεια, το εστιασμένο παίξιμο των εγχόρδων και οι καλαίσθητες συνεισφορές των ξύλινων πνευστών συνέβαλαν στη γλαφυρή «μουσική» περιγραφή των γοητευτικών εικόνων του σκωτικού Βορρά που τόσο είχαν εντυπωσιάσει τον συνθέτη. Όμως, η έλλειψη μιας περισσότερο ισορροπημένης ώσμωσης δυναμικής των χάλκινων πνευστών (και δη των κόρνων) με την υπόλοιπη ορχήστρα άμβλυναν διαρκώς την αρτιότερη μετάδοση της ιδιότυπης μελαγχολίας και νοσταλγικότητας αυτής της εξαίσιας παρτιτούρας…
Αντιθέτως, αδιάφορα ήχησε το εναρκτήριο έργο, η μπαλάντα για φωνή και ορχήστρα του Δημήτρη Παπαδημητρίου «Παιδική Σταυροφορία». Το βασισμένο στο ομότιτλο ποίημα του Μπρεχτ αντιπολεμικό έργο αποτέλεσε ανάθεση της ΚΟΑ στον συνθέτη, ο οποίος το διεκπεραίωσε -κατά δήλωσή του- εντός μόλις …δωδεκαημέρου στις αρχές του έτους. Η κάπως σχοινοτενής σύνθεση πρόδιδε τις ευκολίες ενός επιτυχημένου τραγουδοποιού, η γραφή του οποίου ανέδειξε ατελώς το ψυχολογικά φορτισμένο ποιητικό κείμενο (που ακούσθηκε σε ελληνική μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη). Τούτο αποδόθηκε, εξάλλου, αδρομερώς από τους δύο σολίστ, την υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και το βαρύτονο Χάρη Ανδριανό, το τραγούδι των οποίων -αλλά και η όλη εκτέλεση- υπονομεύθηκε από αδικαιολόγητη και εξαιρετικά ισχυρή μικροφωνική υποστήριξη! Ο Παπαδημητρίου οφείλει να επανέλθει στο συγκεκριμένο έργο…