«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, ωιμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ, έμπα βαθιά και ζήσε» Γιάννης Ρίτσος - Επιτάφιος
Μου είναι αδύνατον να αναφέρομαι στον Μίκη Θεοδωράκη και να μιλάω σε χρόνο αόριστο. Μου φαίνεται αδιανόητο να μιλάω για τον Μίκη Θεοδωράκη και να νιώθω το παρελθόν σαν κάτι ξεκομμένο από το σήμερα και το αύριο. Ο Μίκης ΕΙΝΑΙ και θα ΕΙΝΑΙ: είναι η ίδια η Ελλάδα που πάνω της πατάμε, είναι η μουσική που κάθε μέρα ακούμε, είναι η πατρίδα που όλοι θέλουμε να έχουμε, είναι ο φίλος που μπορούμε να εμπιστευτούμε στις δύσκολες στιγμές, είναι η ελπίδα που όλοι πρέπει να έχουμε για τη ζωή και το μέλλον, είναι…
Κρητικός, γεννημένος στη Χίο το 1925, ο Μίκης Θεοδωράκης κλήθηκε να υπηρετήσει την τέχνη της μουσικής από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του έχοντας ήδη αρχίσει να μαθαίνει τη ζωή και την ομορφιά της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας όπου ζούσε με την οικογένειά του. Παράλληλα μάθαινε και την αξία του να ζει κανείς ελεύθερος την εποχή που η πατρίδα στέναζε κάτω από τον κατοχικό ζυγό και ο νεαρός Μίκης αγωνιζόταν μέσα από τις τάξεις της εθνικής αντίστασης και του ΕΑΜ. Ο αγώνας του συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση – πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την συνεχή καταδίωξη του και την μουσική του ολοκλήρωση να επιτυγχάνεται σε συνθήκες φυλάκισης καθώς αφενός έγραψε την πρώτη του συμφωνία στη Μακρόνησο αλλά και μέσα από τη φυλακή είχε την πρώτη του επαφή με τα ρεμπέτικα και τον κόσμο της λαϊκής μας μουσικής – πράγμα που τον γοήτευσε και τον οδήγησε βαθμιαία στον δικό του τον προσωπικό δρόμο…
Μέσα σε όλα του τα βάσανα, το 1954 ο Μίκης Θεοδωράκης τελειώνει τις μουσικές σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο και παίρνει υποτροφία για το Παρίσι, όπου σπουδάζει σύνθεση με τον Olivier Messiaen και μουσική διεύθυνση με τον Eugene Bigot. Το ταλέντο του ήταν τόσο εμφανές που η διεθνής καριέρα στη συμφωνική μουσική ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη για τον 30χρονο Έλληνα συνθέτη. Αν δεν του έστελνε ο Γιάννης Ρίτσος ένα αντίτυπο από τον «Επιτάφιο» και αν το ενδιαφέρον του για την μονίμως ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην χώρα μας δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να τον γυρίσει πίσω. Έτσι, το 1960, επηρεασμένος από την λαϊκή και την εκκλησιαστική μας μουσική, έχοντας σαν μουσικό του οδηγό τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει να γράφει την δική του ιστορία στο λαϊκό τραγούδι και με την μετασυμφωνική (όπως την ονόμασε ο ίδιος) μουσική του να αλλάζει το πολιτισμικό πρόσωπο της Ελλάδας. Ανεξίτηλα και μια για πάντα…
Η δεκαετία του ’60 είναι η πιο δημιουργική περίοδος του Μίκη καθώς είναι γεμάτη από μεγάλη μουσική, μεγάλη ποίηση αλλά και μεγάλα γεγονότα που καθόρισαν το μέλλον της πατρίδας μας για τα επόμενα χρόνια – φθάνοντας ακόμα και στο σήμερα. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 κάνει τον Μίκη να μπει πιο ενεργά στην πολιτική και να κάνει όλο και πιο προσωπική του υπόθεση τον αγώνα για δημοκρατία αλλά και πολιτισμική ανόρθωση. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, ο Μίκης Θεοδωράκης παραμένει μια μοναδικότητα – και αυτό το αποδεικνύει η ιστορία καθώς και η διαρκής επίδρασή του στα μουσικά πράγματα της εποχής του…
Το 1967 η στρατιωτική δικτατορία φέρνει τα πάνω-κάτω, όμως ο Μίκης συνεχίζει απτόητος και με νέα ορμή τον αγώνα του (και σαν ηγέτης του Πατριωτικού Μετώπου) και συνεχίζοντας να συνθέτει στη φυλακή και στην εξορία και, κατόπιν, αφού η χούντα αναγκάζεται λόγω διεθνούς κινητοποίησης και κατακραυγής να τον απελευθερώσει, γυρίζοντας και δίνοντας συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Αυτή η περίοδος ήταν που χάρισε στον Μίκη Θεοδωράκη το τεράστιο διεθνές καλλιτεχνικό και κοινωνικοπολιτικό του εκτόπισμα και τον τοποθέτησε ανάμεσα στις κορυφαίες προσωπικότητες του σύγχρονου πανανθρώπινου πολιτισμού.
Στη συνέχεια, στην περίοδο της μεταπολίτευσης – που τρέχει μέχρι σήμερα – ο Μίκης εξακολούθησε να είναι αυτό που ήταν πάντα: ανυπότακτος και κύριος του εαυτού του. Να φέρνει τα πάνω κάτω όταν αυτός νομίζει πως έτσι πρέπει να είναι. Μέχρι πρόσφατα, με τη γνωστή του στάση και θέση για την ελληνικότητα της Μακεδονίας… Όλα αυτά τα παραπάνω δίνουν τη θέση που διατήρησε και θα διατηρεί για πάντα ο Μίκης Θεοδωράκης, με όλα τα μεγάλα τραγούδια του να αγγίζουν ξανά και ξανά τις καρδιές μας, φέρνοντας στο μυαλό μας το πάντα νεανικό και σπινθηροβόλο βλέμμα του. Κάτι που πάντα θα μας δίνει δύναμη, που είναι δικό μας και με τίποτα, κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει…