Η δεύτερη μέρα του Primavera ήταν μια πραγματική πρόκληση: το πρόγραμμα ξεκινούσε τυπικά στις 12 το μεσημέρι και ολοκληρωνόταν στις 5.30 το πρωί της επόμενης μέρας. Όχι κάτι ασυνήθιστο για το φεστιβάλ, που ανεβάζει τα επίπεδα δυσκολίας για όσους θεατές θέλουν να δουν διαφορετικά σχήματα σε μακρινές μεταξύ τους σκηνές. Οι μουντζούρες λοιπόν έδιναν και έπαιρναν στο έντυπο πρόγραμμα, τελικά όμως βρήκα τον τρόπο να δω 9 μπάντες σε 12 μουσικές ώρες.
Με την πρώτη cerveza της ημέρας στο χέρι, και τον κόσμο να έχει πολλαπλασιαστεί αστρονομικά μιας και πλέον όλες οι σκηνές του Primavera ήταν ανοιχτές, κατευθύνθηκα σε αυτήν όπου σύντομα θα ανέβαιναν οι Hinds.
Οι Μαδριλένες χωρίς να παίζουν κάτι εξηζητημένο ή και ξεχωριστό μουσικά, έχουν καταφέρει να αποκτήσουν ένα προς το παρόν (;) μικρό αλλά φανατικό κοινό ανά τον κόσμο. Και πώς να συνέβαινε αλλιώς όταν μιλάμε για μια μπάντα που έχει οργώσει συναυλιακά τις δύο όχθες του Ατλαντικού, περνώντας περισσότερο χρόνο σε tour bus παρά οπουδήποτε αλλού. Για να πειστείτε δε για το πόσο απολαμβάνουν αυτό που κάνουν αρκεί ελάχιστο scroll στα social media τους, που χρησιμοποιούν με άνεση πτυχιούχου στα κοινωνικά δίκτυα.
Στο δια ταύτα, οι Hinds βγήκαν χορεύοντας στη σκηνή με πλατιά χαμόγελα και αέρα headliner που παίζει εντός έδρας. Τα ερωτοχτυπημένα garage rock τραγούδια από τα μόλις δύο άλμπουμ τους («Leave Me Alone», «I Don’t Run») ήταν το ιδανικό soundtrack στο καλοκαιρικό σκηνικό που είχε δημιουργηθεί στο Primavera, με τον καυτό ήλιο από τη μία και τη δροσερή θάλασσα από την άλλη να πλαισιώνουν τη σκηνή. Εκεί, οι Ισπανίδες διασκέδαζαν όσο καμία άλλη μπάντα την εμφάνισή τους, με τις frontwomen Carlotta Cosials και Anna Garcia Perrote (κιθάρες και φωνητικά) να καθοδηγούν τις συμπαίκτριές τους σε ναζιάρικα ρεφρέν και αυτοσχέδια χορευτικά. Μετά από αυτό το set οι οπαδοί τους σίγουρα αυξήθηκαν...
Μία ώρα αναμονή και τη θέση των Hinds στην ίδια σκηνή παίρνουν οι Warpaint. Το indie σχήμα αποθεώνεται άμα τη εμφανίσει του από κοινό και κριτικούς, έτσι ήμουν ειλικρινά περίεργος να τις δω ζωντανά, μιας και ποτέ δε με είχαν πείσει μουσικά στο έπακρο.
Ευτυχώς με διέψευσαν πανηγυρικά, καθώς από τη στιγμή που η Emily Kokal στάθηκε με την κιθάρα της μπροστά από το μικρόφωνο η μπάντα παρέδωσε ατόφια τη μελαγχολική ατμόσφαιρα των δίσκων της. Το set τους διένυσε το σύνολο της δεκατετράχρονης μουσικής τους πορείας, με αποκορύφωμα το προσωπικό αγαπημένο «Billie Holiday», από το πρώτο τους EP «Exquisite Corpse», που ερμήνευσαν με ανατριχιαστική πιστότητα. Μάλιστα, η Kokal μοιράστηκε με το κοινό πως συνήθως δεν παίζουν το συγκεκριμένο κομμάτι σε φεστιβάλ, εξαιτίας της (εξάλεπτης) διάρκειάς του και του αργού τέμπο που φέρνει... υπνηλία στους θεατές. Ευτυχώς αυτήν τη φορά άλλαξαν γνώμη, χαρίζοντάς μας μία ακόμα κορυφαία στιγμή λίγο μετά με το «Undertow». Η απόλυτα ικανοποιητική και επαγγελματική εμφάνισή τους ολοκληρώθηκε με το «Disco//Very», την ώρα που έτρεχα να προλάβω το act νούμερο 3 στην ημέρα.
Η Kelela, γεννημένη στη Ουάσινγκτον με καταγωγή από την Αιθιοποία, ήταν μία από τις εκπλήξεις της χρονιάς πέρσι, με την κυκλοφορία του ντεμπούτου της «Take Me Apart» να αναδεικνύεται γρήγορα σε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Ο ήχος της, ένα κράμα hip hop, avant pop και electro (κληρονομιά από τη συνεργασία της με τον Arca), την κατέστησε ως μία από τις πιο αινιγματικές συμμετοχές στο lineup.
Η μουσικός βγήκε στη σκηνή με ένα εντυπωσιακό λευκό φόρεμα, πλασιωμένη από έναν DJ και δύο τραγουδίστριες βοηθητικών φωνητικών, την παράσταση όμως έκλεψε η απίστευτη φωνή της που αντήχουσε στο Parc del Forum. Το εύρος της χροιάς της, που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό στο «Take Me Apart», ζωντανά μεταμορφώνει ολοκληρωτικά τα τραγούδια και η ίδια έχει τα φόντα να εξελιχθεί σε μια καθηλωτική περσόνα on stage.
Μισή ώρα αφού η Kelela ολοκλήρωσε την εμφάνισή της, μαζί με ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κοινού βαδίζαμε προς της σκηνή που έμελλε να δούμε την καλύτερη ζωντανή περφόρμανς του Primavera.
Ένα από τα μεγάλα ονόματα του φετινού lineup ήταν αυτό της Björk, της Ισλανδής μουσικού η οποία γνωρίζαμε πως θα παρουσίαζε ζωντανά υλικό από τα δύο τελευταία της άλμπουμ «Utopia» και «Vulnicura». Αυτές οι δύο κυκλοφορίες αποτελούν τα κεφάλαια ενός άτυπου μανιφέστου, που φαντασιώνεται μουσικά ένα μέλλον όπου η φύση και η τεχνολογία δεν συζούν απλώς εναρμονισμένα, αλλά ενώνονται σε έναν οργανισμό.
Το εντυπωσιακό στήσιμο που είχε ετοιμάσει η Björk επί σκηνής, με φουτουριστικά σκηνικά, ένα περίτεχνο light show, και μοναδικής σύλληψης τρισδιάστατου animation βίντεο που προβάλλονταν στις μεγάλες οθόνες γύρω από τη σκηνή, μας έβαλαν αμέσως στο κλίμα μόλις ξεκίνησαν οι νότες του «Arisen My Senses». Τότε εμφανίστηκε και εκείνη, φορώντας ένα προσωπείο θαρρείς σταλμένο κατευθείαν από το μέλλον, όπως εξάλλου έκαναν και όλα τα μέλη της μπάντας της, το οποίο δεν αποχωρίστηκε ως το τέλος.
Στην επόμενη μιάμιση ώρα αυτό που κατάφερε η Ισλανδή ήταν να μας παρασύρει σε ένα εκστατικό ταξίδι στο μέλλον, φτιάχνοντας επί σκηνής ένα πρωτοφανές συναυλιακό κοσμοσύστημα με την ίδια να δίνει εικόνα, ήχο και αναπνοή σε κάτι που ακόμα δεν έχουμε ζήσει. Με μοναδικά παλιά τραγούδια τα «Human Behaviour» και «Pleasure Is All Mine», κάθε της κίνηση με έκανε να αναρωτιέμαι εάν έτσι θα φαινόταν μια sci-fi ταινία γυρισμένη από τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ, και στην τελική, εάν υπάρχουν σήμερα μουσικοί με την έμπνευση και το θάρρος να σκαρφιστούν κάτι τόσο νέο και ολοκληρωμένο όπως η Björk. Εκείνη πάντως, στα 53 της, εξακολουθεί να πρωτοπορεί και να ανοίγει νέους μουσικούς δρόμους.
Η ώρα είχε φτάσει 23.40 κάθως ανεβαίνα προς τη σκηνή όπου θα εμφανιζόταν η Fever Ray. Η κατά κόσμον Karin Elisabeth Dreijer, που αγαπήσαμε ως μέλος των The Knife, από το 2009 έχει υπογράψει δύο προσωπικούς δίσκους με έντονο electro αισθησιασμό και φλογερούς αντι-ομοφοβικούς και αντι-σεξιστικούς στίχους.
Κοντοκουρεμένη και με έντονο απλωμένο μεικάπ, μαζί με δύο μουσικούς οι οποίες φορούσαν αρκετά weird στολές, μία εκ των οποίων αποτελούταν από υπερμεγέθεις μύες, δεν άργησε να μεταφέρει επί σκηνής τη σεξουαλικότητα της μουσικής της. Οι τρεις τους έστησαν ένα ευφορικό, queer, ηλεκτρονικό καρναβάλι το οποίο σε συνδυασμό με τους μορφασμούς της Dreijer δεν απέφευγε να γίνεται άβολο ανά στιγμές. Οι καθαυτό ερμηνείες των κομματιών όμως, ήταν θαυμάσιες με το χιτ «If I Had A Heart» να αποτελεί την καλύτερη στιγμή της εμφάνισής τους.
Μια γρήγορη επίσκεψη στη σκηνή του Nick Cave όπου οι Bad Seeds γρονθοκοπούν τα ηχεία με το ρεφρέν του «Deanna», σε μια τυπικά σπουδαία εμφάνιση της μπάντας, από την οποία όμως έλλειπε η μαγεία της αντίστοιχης στην Αθήνα, καθώς το κοινό ήταν πραγματικά τεράστιο σε αριθμό.
Στην άλλη άκρη του Parc del Forum (χαμηλο)κουρδίζουν τις κιθάρες τους οι Zeal And Ardor, το νεόκοπο συγκρότημα από τη Βασιλεία που παντρεύει στον ήχο του το black metal με τη soul, που όσο παράξενο ακούγεται τόσο φανταστικό ακούγεται live. Με τον όγκο που αρμόζει σε μια μέταλ μπάντα και το voodoo vibe που απαιτεί η μυσταγωγία των στίχων τους, οι Ελβετοί απέδειξαν πως δεν είναι μόνο μια καλή στούντιο μπάντα, αλλά πως μπορεί να υποστηρίξει χορταστικά το υλικό της και στη σκηνή.
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το αφαιρετικό set του Four Tet, που θύμισε εποχές ρέιβ στα ‘90s, η ώρα είχε φτάσει 4 το πρωί όταν Carpenter Brut άναψε τα synth του.
Ο τρελαμένος με τα ‘80s, τα video nasties και το horror Γάλλος ξεπέρασε κάθε προσδοκία, κάνοντας όσους δεν είχαν λιποθυμήσει από τη κούραση (;) να χορεύουμε δίχως αύριο στους ρυθμούς του. Το φανταστικό set του ολοκλήρωσε με μία απίστευτη διασκευή του «She’s A Maniac», κατευθείαν από το soundtrack του «Flashdance», με τους πάντες να ουρλιάζουμε το ρεφρέν ως το ξημέρωμα και να αποχωρούμε μες την ενέργεια από το Parc del Forum για τα πρώτα μετρό της επιστροφής.
Ευχαριστούμε την Aegean για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.