Απολαύσεις και προβληματισμοί για τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» στη Λυρική

Η νέα παραγωγή της όπερας «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Ντονιτζέτι, που παρουσιάζεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή, συνάντησε τη θερμότατη ανταπόκριση των θεατών στην πρεμιέρα της.

Απολαύσεις και προβληματισμοί για τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» στη Λυρική

Εντυπωσίασε και προβλημάτισε ταυτόχρονα η νέα παραγωγή της όπερας «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Ντονιτζέττι που παρουσιάζεται μέχρι τις 28/3 στην «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ. Η ανταπόκριση των θεατών της πρεμιέρας (14/3) υπήρξε θερμότατη.

Απολαύσεις και προβληματισμοί για τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» στη Λυρική - εικόνα 1
Στιγμιότυπο από τη 2η Σκηνή της Α’ πράξης του Μέρους B’ της όπερας του Ντονιτζέττι «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ»: ο Εντγκάρντο (Αλεξέϊ Ντόλγκωφ – κέντρο) αναστατώνει την Λουτσία (Χριστίνα Πουλίτση) εμφανιζόμενος αιφνίδια λίγο πριν την ολοκλήρωση του γάμου της

Η εν λόγω παραγωγή, που συγχρηματοδοτήθηκε από τη Λυρική, πρωτοανέβηκε στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου στο Κόβεντ Γκάρντεν την άνοιξη του 2016 και είναι ήδη γνωστή στους φιλόμουσους -στην αρχική της εκδοχή- από την κυκλοφορία της σε DVD. Όπως συνέβη στην Αγγλία, η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, «ανορθόδοξη» και αμφιλεγόμενη σκηνοθεσία της Κέϊτι Μίτσελ τράβηξε το ενδιαφέρον και του ελληνικού κοινού. Η πληθώρα συνεντεύξεων της στα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης προϊδέασε -περισσότερο ή λιγότερο- για το στίγμα, τον τρόπο και τη στόχευση της δουλειάς της. Ως συνήθως, όμως, η σωστή αποτίμηση προϋποθέτει προσεκτική παρακολούθηση, με ανοιχτά μάτια και …αυτιά!

Καθώς η Μίτσελ δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην Αθήνα, του ανεβάσματος επιμελήθηκε -άριστα- ο στενός συνεργάτης της Ρόμπιν Τέμπατ. Η έξοχη οπτικοποίηση αποτέλεσε κομβικό στοιχείο της όλης προσέγγισης, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην κατανόησή της: η δράση μεταφέρθηκε από τη γοτθική εποχή του μυθιστορήματος του σερ Ουώλτερ Σκοτ στη μέση βικτωριανή περίοδο του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία γράφτηκε η όπερα. Σκηνικά και κοστούμια (Βίκι Μόρτιμερ) αναπαρέστησαν υποδειγματικά και καλαίσθητα εικόνα και ατμόσφαιρες αυτής της εποχής, ενώ οι υποβλητικοί φωτισμοί (Τζων Κλαρκ) διατήρησαν την τόσο κρίσιμη για το συγκεκριμένο έργο μελαγχολική αχλύ. Το εντυπωσιακό διπλό σκηνικό που διχοτομούσε μόνιμα τη σκηνή υπηρέτησε στο ακέραιο την κεντρική σκηνοθετική ιδέα, φέρνοντας σε συνεχή διάλογο/αντιπαράθεση το δημόσιο με το ιδιωτικό, τον κόσμο των ανδρών με αυτόν των γυναικών.

Η μεταφορά της δράσης στον περασμένο αιώνα έδωσε την αφορμή στην Μίτσελ να εστιάσει στη θέση των καταπιεσμένων τότε γυναικών, πολλώ δε μάλλον επειδή συνειδητοποίησε ότι -παρά την παρουσία της κεντρικής ηρωίδας- ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος και στο συγκεκριμένο έργο. Η κατάδυση στον ψυχολογικό κόσμο (όνειρα, επιθυμίες/συναισθήματα, αξίες) της Λουτσίας κατέστη εύλογα αναπόφευκτη, ώστε να της αφιερωθεί μόνιμα το ήμισυ της σκηνής. Η πρωταγωνίστρια σκιαγραφήθηκε ως μια γυναίκα αποφασισμένη να αναλάβει δράση μέσα σ’ένα πλαίσιο ερμητικών σχέσεων εξουσίας, η δε εξέλιξη της ψυχολογίας της παρέσχε τα κλειδιά για την κατανόηση της -σκηνής της- τρέλας, έστω μέσω τολμηρών και συχνά βίαιων «επιλογών» (εγκυμοσύνη, φόνος, αποβολή, αυτοκτονία!) που ξενίζουν την πιο συντηρητική πτέρυγα του οπερατικού κοινού…

Χωρίς να θεωρείται υποχρεωτικά «φεμινιστική», η ματιά της προσπάθησε να ανατρέψει σκηνικά τις ισορροπίες των φύλων: δύο γυναικεία φαντάσματα (αυτό μιας νεαρής κοπέλας που δολοφονήθηκε από έναν προγονό των Ρέηβενσγουντ και αυτό της μητέρας της) συνόδευαν συχνά τη Λουτσία μαζί με την πιστή υπηρέτρια Αλίζα, ενώ οι γυναίκες χορωδοί εντάχθηκαν στον άλλο κόσμο, ντυμένες σαν άνδρες.

Κατά τα λοιπά, πρέπει να επαινεθεί η θεατρική καθοδήγηση του συνόλου της διανομής, η ενδιαφέρουσα κινησιολογία (Τζόζεφ Άλφορντ) και η προσεκτική προσαρμογή της σκηνοθετικής άποψης σε πλήθος λεπτομερειών του λιμπρέτου. Πάντως, η διάθεση (επ)εξήγησης των πάντων δεν άφηνε χώρο ελεύθερο στη φαντασία του θεατή.

Η «Λουτσία» της Μίτσελ δεν είναι σαφώς για όλα τα γούστα: πολλοί θα της προσάψουν την απομάκρυνση από τον εξιδανικευμένο -ακόμη και στην παθητικότητά του!- ρομαντικό κόσμο του πρωτοτύπου, κυρίως δε τις «βέβηλες» προσθήκες προσώπων και σκηνών. Στην πρόσφατη συνέντευξή της στο «α», η σκηνοθέτις εξέφρασε την πεποίθησή της για την ανάγκη ανανέωσης της παραδοσιακής μορφής τέχνης που συνιστά η όπερα και την επιθυμία της να καταστεί αυτή ελκυστική στο πιο νεανικό κοινό. Καλοδουλεμένη στο έπακρο και συνεκτική στην αφήγηση, η αιχμηρή, σύγχρονη ματιά της στο αριστούργημα αυτό του ρομαντισμού δεν άφησε σίγουρα κανέναν αδιάφορο…

Απολαύσεις και προβληματισμοί για τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» στη Λυρική - εικόνα 2
Η σκηνή πριν το τραγικό φινάλε της όπερας του Ντονιτζέττι «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ»: στο δεξιό μέρος της σκηνής, ο Εντγκάρντο (Αλεξέϊ Ντόλγκωφ) ανακαλύπτει τη νεκρή Λουτσία (Χριστίνα Πουλίτση), ενώ στο αριστερό μέρος ο αδελφός της Ενρίκο (Μάρκο Καρία) έρχεται αντιμέτωπος με τις τύψεις…

Αντιθέτως, μεγαλύτερες επιφυλάξεις ήγειρε το μουσικό μέρος της παράστασης, και μάλιστα στο σύνολό του, αν και για διαφορετικούς λόγους. Οι φωνητικές απαιτήσεις του ρομαντικού μπελ-κάντο δεν είναι, ως γνωστόν, διόλου ευκαταφρόνητες από πλευράς ύφους και αισθητικής τραγουδιού, αλλά και δεξιοτεχνίας. Στη συγκεκριμένη όπερα, τούτο ισχύει κυρίως για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λουτσίας, έναν από τους δυσκολότερους του ρεπερτορίου!

Στην πρώτη της αναμέτρηση με αυτόν, η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση ευχαρίστησε με τη σταθερότητα και τη στέρεη τεχνική του τραγουδιού, τις αξιόπιστες ψηλές νότες, την ικανοποιητική άρθρωση, κυρίως όμως με τη δραματουργικά ακριβή απόδοση του χαρακτήρα, όπως τον οριοθέτησε η Μίτσελ. Όμως, η ισχυρής έκτασης φωνή στερείται χρωμάτων, ενώ η έλλειψη μιας περισσότερο πλήρους -και τόσο αναγκαίας!- εκφραστικής παλέτας (διανθίσεις, τρίλιες, κλίμακες) απομείωνε την πλαστικότητα με την οποία ώφειλε να διαμορφώνεται εν προκειμένω το μουσικό κείμενο. Αναπόφευκτα, σπάνια το τραγούδι αποτύπωνε την ψυχολογία της κεντρικής ηρωίδας…

Αντίστοιχες δυσκολίες συνάντησαν και οι -ανακοινωθέντες ως ασθενούντες, πάντως- μονωδοί που ερμήνευσαν τους δύο βασικούς ανδρικούς ρόλους. Το φωτεινό, αρκούντως μεσογειακό ηχόχρωμα (παρά τα έντονα σλαβικά σύμφωνα) και η δραματικά ορθή ενσάρκωση του ρόλου του Εντγκάρντο από τον Ρώσο τενόρο Αλεξέϊ Ντόλγκωφ δεν έκρυψαν ένα οριακά στιλιζαρισμένο τραγούδι, κάτι που ίσχυσε και για τον τραχύ, ελάχιστα κομψό Ενρίκο του Ιταλού βαρυτόνου Μάρκο Καρία, ο οποίος διέθετε μόνο ωραία φωνή…

Από τους υπόλοιπους ρόλους, που αποδόθηκαν σε γενικές γραμμές καλά, ξεχώρισαν φωνητικά ο Χριστόφορος Σταμπόγλης (Ραϊμόντο) και υποκριτικά η Θεοδώρα Μπάκα (Αλίζα). Μολονότι κλήθηκε να τραγουδήσει σε περιορισμένο σκηνικό χώρο, η Χορωδία της ΕΛΣ έπιασε αξιοπρεπή απόδοση.

Ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία προκάλεσε στις 14/3 η απόδοση ορχήστρας και αρχιμουσικού: είχε κανείς διαρκώς την αίσθηση ότι αμφότεροι «ανακάλυπταν» την παρτιτούρα! Το ακρόαμα ήταν μετριότατο και ελάχιστη σχέση είχε με Ντονιτζέττι, φέρνοντας περισσότερο προς τον πρώιμο Βέρντι. Υπήρξαν συχνά ζητήματα συντονισμού, η στήριξη των τραγουδιστών δεν ήταν ιδανική, ενώ έλειψαν και ο ειρμός της αφήγησης και η ανάδειξη των διακυμάνσεων και του εκφραστικού πλούτου της παρτιτούρας. Τα λάθη ήσαν ουκ ολίγα (ιδίως στα κόρνα), ενώ ούτε και τα ξύλινα ξεχώρισαν, πλην του φλαουτίστα Θόδωρου Μαυρομμάτη στη «σκηνή της τρέλας.

Αν επιχειρούσε κανείς να ανιχνεύσει τα αίτια, θα μπορούσε να εστιάσει στο ότι η Λυρική, πλην σποραδικών εξαιρέσεων (τον «Κουρέα» του Ροσσίνι, τη «Νόρμα» του Μπελλίνι, το «Ελιξήριο» του Ντονιτζέττι), δεν καλλιεργεί από σειρά ετών το ρομαντικό μπελ-κάντο. Εύλογα, χρειάζεται προφανώς περισσότερη δουλειά «βάσης» και ύφους/αισθητικής. Όμως, δεδομένου ότι αφενός η Ορχήστρα της ΕΛΣ συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων συνόλων της χώρας (έχοντας μάλιστα μόλις θριαμβεύσει στον «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» του Γκουνώ), αφετέρου ότι ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου έχει δώσει επανειλημμένα δείγματα της μεγάλης αξίας του και στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο, η εξήγηση ίσως πρέπει να αναζητηθεί στον -ανεπαρκή (;)- αριθμό δοκιμών ή την ατελή ώσμωση μεταξύ των συντελεστών. Είναι, βέβαια, πολύ πιθανό -λόγω και της γνωστής κακοδαιμονίας της πρεμιέρας- το ακρόαμα να βρει σταδιακά το ρυθμό του.

Σε κάθε περίπτωση, για έναν οργανισμό με φιλοδοξίες υπέρβασης όπως η ΕΛΣ, το πρόσφατο σκηνοθετικό ναυάγιο του «Ρωμαίου» και οι μουσικές ατέλειες της «Λουτσίας» πρέπει να προβληματίσουν…

Credits φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης (κεντρική) / Ανδρέας Σιμόπουλος

ΥΓ: Η εκ νέου παρακολούθηση (24/3) της -sold out- παραγωγής της «Λουτσίας» επιβεβαίωσε τις αρχικές εντυπώσεις για την ποιότητα της δουλειάς της Μίτσελ, αμβλύνοντας μάλιστα θεωρήσεις περί εξαιρετικά παράτολμης ή ρηξικέλευθης σκηνοθεσίας. Κρατά κανείς και πάλι τη συνοχή της αφήγησης, έστω και μέσα από μια «γυναικεία» οπτική, και την προσπάθεια ψυχολογικής εμβάθυνσης των χαρακτήρων. Όπως προβλέψαμε, το ορχηστρικό μέρος βελτιώθηκε αισθητά με τις συνεχιζόμενες παραστάσεις, μολονότι η μουσική διεύθυνση της Ζωής Τσόκανου ηχούσε συνολικά άκαμπτη, εμβατηριακή, χωρίς αποχρώσεις/αναπνοές, με αποτέλεσμα να καλύπτει συχνά τις φωνές.

Το ενδιαφέρον, όμως, έγκειτο κυρίως στην ομάδα πρωταγωνιστών της β’ διανομής, που απέδωσε εξίσου άριστα τη σκηνοθεσία, ενώ είχε ήδη δουλέψει τους ρόλους στην περσινή συναυλιακή απόδοση του έργου στο Μέγαρο Μουσικής. Παρότι η φωνή (της) ελαφριάς κολορατούρας υψιφώνου -με την οποία ερμηνευόταν ο ρόλος στην προ-Κάλλας εποχή- δεν διαθέτει πλέον την αλλοτινή ευελιξία ή τις ολόλαμπρες πολύ ψηλές νότες, η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη χάρισε ένα διαφορετικό πορτρέτο της Λουτσίας από την Χριστίνα Πουλίτση: η μουσικότητα, οι φωνητικές εκλεπτύνσεις, η αίσθηση του ύφους της μουσικής αξιοποιήθηκαν για μια περισσότερο ευαίσθητη ενσάρκωση του ρόλου, που κατάφερε να συγκινήσει! Πλάι της, ο καλά προετοιμασμένος και σταθερός Γιάννης Χριστόπουλος, χωρίς να είναι ο μπελ-καντίστας τενόρος που απαιτεί ο ρόλος του Εντγκάρντο, έπιασε την καλύτερη φετινή του απόδοση.

Η μεσόφωνος Λυδία Βαφειάδη είχε σκηνικό μέτρο ως Αλίζα, ενώ ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης ανέδειξε -φωνητικά και υποκριτικά- πληρέστερα απ’ότι στην πρεμιέρα την πατρική διάσταση του ρόλου του Ραϊμόντο. Εξίσου βελτιωμένος ήταν και ο τενόρος Χαράλαμπος Βελισσάριος (Νορμάννο).

Αυτός που έκλεψε, όμως, ασυζητητί την παράσταση ήταν -ως συνήθως- ο Ενρίκο του βαρύτονου Τάση Χριστογιαννόπουλου με στιλιζαρισμένο, σπάνιας ευγένειας και καλαισθησίας τραγούδι, καθαρότητα άρθρωσης και επιβλητική σκηνική παρουσία!

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

O Χρήστος Δάντης συναντά τον Κωνσταντίνο Χριστοφόρου στο CT Garden

O λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και παραγωγός συναντά στη σκηνή μετά 20 ολόκληρα χρόνια τον καλό του φίλο και αγαπημένο ερμηνευτή.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
16/07/2024

Οι Puressence ξανά στην Αθήνα μετά από 11 χρόνια

Το συγκρότημα από το Μάντσεστερ επιστρέφει στην Αθήνα για ένα μοναδικό live στο "Floyd".

Death Disco Indoor Festival: Ένα σκοτεινό διήμερο στο "Fuzz"

Το Death Disco Festival επιστρέφει, αυτή τη φορά σε indoor mood για ένα σκοτεινό Σαββατοκύριακο με τους Twin Tribes, Linea Aspera, Suicide Commando και Ultra Sunn μεταξύ άλλων.

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τον Λεωνίδα Καβάκο και το Apollωn Ensemble μας έδωσε μια γεύση από το πώς η αρχαία Μεσσήνη μπορεί να εμπνεύσει αξέχαστα πολιτιστικά δρώμενα

Ακούγοντας στο Εκκλησιαστήριο/Ωδείο της Αρχαίας Μεσσήνης, το εξαιρετικής βιρτουοζιτέ και χημείας ενσάμπλ να παιζει τα κοντσέρτα για βιολί του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ήξερα ότι αυτή θα ήταν μια ανάμνηση ζωής.

Οι Duran Duran υποδέχονται τον JC Stewart στο Release Athens 2024

Η διασκευή του στο "I’ll Be There For You", της θρυλικής σειράς "Friends", έγινε viral σε ολόκληρο τον πλανήτη και τον ανέδειξε σε έναν ανερχόμενο τραγουδοποιό.

Ο δικός μας σοφός, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ο φετινός Ιούλιος ξεκίνησε με Αλκίνοο Ιωαννίδη και την ιστορική μπάντα του στον Λυκαβηττό, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά τις πρώτες κοινές τους εμφανίσεις και την ηχογράφηση του live album "Εκτός τόπου και χρόνου". Άλλη μια βραδιά με τη σοφία, την αξιοπρέπεια, και τη δύναμη της μουσικής και του λόγου του Αλκίνοου. Άραγε τον ακούει κανείς;

Μπορεί μια playlist με nature sounds από την Greenpeace να βοηθήσει τη φύση;

Η Greenpeace έφτιαξε την ιδανική, natured themed playlist για να αποδράσουμε από το άγχος της καθημερινότητας.