Θα μπορούσα να κάνω μια βιωματική κάλυψη του event, διηγούμενος το πώς έμαθα τους Mastodon το 2003 στην Αγγλία, για εκείνη την αξέχαστη συναυλία του 2005 στο Gagarin και πολλά άλλα τέτοια… Αλλά, νομίζω ότι η βιωματική αφήγηση έχει μπουκώσει άσχημα στα εγχώρια ψηφιακά media του 2016 (με εξαίρεση την αυθεντική gonzo δημοσιογραφία που δεν υπήρξε ποτέ στα μέρη μας). Εξάλλου, γιατί το δικό μου βίωμα να βρίσκεται πάνω από την μουσική ή μάλλον τις μουσικάρες των Mastodon;
Υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι δύσκολα στη ζωή, από το να χαμογελάσεις απροσποίητα την πρώτη μέρα στη δουλειά μετά τις καλοκαιρινές διακοπές μέχρι να βρεις ανοιχτό περίπτερο στο κέντρο το Δεκαπενταύγουστο. Σε αυτή τη λίστα προσθέστε και την ερώτηση «και καλά ρε Γιάγκο τι μουσική παίζουν αυτοί οι Mastodon;». Και δεν μιλάω για την τυπική και εν πολλοίς ακαταλαβίστικη απάντηση του wikipedia «Progressive-sludge-alternative metal & stoner rock» -δηλαδή, αν τα βάλω όλα αυτά στο multi με τις νότες θα βγάλει «Mastodon»;
Κατά τη γνώμη μου (αρχίσανε τα βιωματικά…), οι Mastodon είναι σα να έχεις πάρεις τους Jethro Tull ή Hawkwind –θεωρώ το ψυχεδελοπρογκρέσιβ κυρίαρχο στοιχείο τους- να τους έχεις δώσει ανατολικογερμανική ντόπα τεχνικής κατάρτισης, να έχεις πατήσει το x2 στον player του youtube και να τους έχεις «φυτέψει» στον εγκέφαλο τον φορμαλιστικό πλούτο που έχει αποκτήσει το μέταλ στον 21ο αιώνα (δεν περιμένω να καταλάβει κανείς κάτι από τα παραπάνω, αλλά έπρεπε με κάποιον τρόπο να δοθεί ένας ορισμός).
Άλμπουμ με άλμπουμ, το συγκρότημα από την Ατλάντα αφαιρεί από το επίπεδο της πολύπλοκης φόρμας και προσθέτει σε εκείνο της μουσικής σοφίας, γυρίζοντας πίσω στα βασικά του rock ‘n’ roll, του progressive και της ψυχεδέλειας. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι δεν γέμισε το Πειραιώς Academy 117 το βράδυ της Τρίτης 30 Αυγούστου. Οι Mastodon δεν είναι για πολλούς. Δεν μπορείς να χτυπηθείς μαζί τους και άντε να ξεκλέψεις καμιά δεκαριά τραγουδιάρικα ρεφρέν στη διάρκεια μιας ενενηντάλεπτης συναυλίας. Ο ήχος τους είναι τόσο εγκεφαλικός που δεν μπορείς να βγάλεις μέταλ γούστα με την πάρτη τους. Και αυτό είναι η ευχή και η κατάρα των Mastodon…
Όταν ένα χαρτί με μια αφιέρωση χτύπησε στο μάτι τον Μπρεντ Χιντς κατά την διάρκεια του encore τους, αυτός τα πήρε στο κρανίο. «Αυτά τα πράγματα είναι για τα παιδιά» είπε. «Εμείς εδώ παίζουμε μουσική». Και σε αυτό ακριβώς διαφέρουν οι Mastodon από τους υπόλοιπους. Ότι παίρνουν πολύ σοβαρά την υπόθεση «μουσική». Λίγο νωρίτερα ο Μπρεντ Χιντς είχε φροντίσει να αποδείξει ότι βρίσκεται στην παγκόσμια ελίτ των κιθαριστών -σε αντίθεση με την φρεναριστή φωνή του-, κάνοντας ένα σόλο για σεμινάριο στο «Aqua Dementia» και φτιάχνοντας μια fusion γέφυρα από το «Bladecather» στο «Black Tongue» που θα ζήλευαν τζαζίστες. (Μπορείτε να την δείτε παρακάτω από 3.15 και μετά)
Δεν υπάρχει κάποιος που να υστερεί από τεχνικής άποψης στο γκρουπ. Ο ντραμίστας Μπραν Ντέιλορ στα άγουρα χρόνια του έπαιζε στην mathcore μπάντα Lethargy, μαζί με τον κιθαρίστα Μπιλ Κέλιχερ και πιστέψτε με λέει πολλά γι' αυτό πού είδαμε στην σκηνή της Πειραιώς Academy 117. Αλλά, το ζήτημα στους Mastodon δεν είναι μόνο η βιρτουζιτέ τους. Είναι ότι ο καθένας φέρνει μαζί του στο συγκρότημα την πλούσια μουσική του κληρονομιά. Και ότι όλες αυτές οι κληρονομιές μαζί φτιάχνουν τον απόλυτα sui generis ήχο των Mastodon.
Είναι γνωστό ότι οι κλειστοί συναυλιακοί χώροι ταιριάζουν γάντι στο συγκρότημα. Ακόμη και όταν αυτοί συνδυάζονται με τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν στο Πειραιώς Academy 117 (ένας νέος μίνιμαλ χώρος που έχει ότι χρειάζεται ένα συναυλιάδικο, δηλαδή επίπεδο πάτωμα με μεγάλη κλίση και ψηλό ταβάνι). Οι Αμερικανοί γνώριζαν από τις προηγούμενες επισκέψεις τους ότι έχουν ένα φανατικό fan base στην Ελλάδα, το οποίο όμως είναι ταυτόχρονα και απαιτητικό. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο φρόντισαν να εμπλουτίσουν το τυποποιημένο με ISO setlist τους με δυο-τρεις ψαγμενιές για να τους ευχαριστήσουν.
Το «Iron Tusk» και το «Megalodon» από το magnum opus τους «Leviathan» ήταν πράγματι συγκλονιστικά. Όπως και το κλείσιμο με το «Blood and Thunder» του ίδιου δίσκου. Όχι ότι υστέρησαν κάπου. Άντε η εκτέλεση του «The Czar» ήταν λίγο ξεθυμασμένη, αλλά νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι έχουν ξεπεράσει αυτόν τον ήχο. Εκεί που πρέπει να σταθεί κάποιος είναι στο εξαιρετικό encore τους. Αυτό είναι και που μαρτύρησε την πηγή της δεξιοτεχνίας τους.
Η διαστημική διασκευή τους στο «Emerald» των Thin Lizzy, φανέρωσε τον μετά-τρόπο με τον οποίο κοιτούν το μουσικό παρελθόν και χαράσουν το μέλλον. Και γι’ αυτό βρίσκονται στην κορυφή.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Χαϊμαντάς