Πολύ ωραίες στιγμές παρά τις συνολικά άνισες εντυπώσεις επεφύλαξαν δύο πρόσφατες τακτικές συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στην κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής. Πέρα από τη συμμετοχή σε αμφότερες διακεκριμένων ξένων σολίστ, το ενδιαφέρον κίνησε και η back-to-back παρουσία σε αυτές των αρχιμουσικών Βασίλη Χριστόπουλου και Στέφανου Τσιαλή, δηλ. του πρώην και του νυν διευθυντή του συνόλου!
Στις 10/3, η επιστροφή στο πόντιουμ της ΚΟΑ του Βασίλη Χριστόπουλου συνδυάσθηκε με την πολυαναμενόμενη εκτέλεση της 7ης Συμφωνίας του Μπρούκνερ, με το έργο του οποίου δεν είχε προλάβει να αναμετρηθεί κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας του (2011-2014) ως επικεφαλής του συνόλου. Με την εξαίρεση του βετεράνου Κάρολου Τρικολίδη, ελάχιστοι Έλληνες μαέστροι έχουν αποδείξει ότι κατανοούν και είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσουν το ιδιαιτέρως απαιτητικό, μεγαλόπνοο συμφωνικό corpus του Αυστριακού συνθέτη. Το ίδιο -αν όχι περισσότερο!- ισχύει και για τα ελληνικά ορχηστρικά σύνολα, τα οποία σπάνια διαθέτουν το επίπεδο τεχνικής επάρκειας ή επενδύουν στο βάθος προετοιμασίας που θα επέτρεπαν την επιτυχημένη απόδοση μιας μουσικής με βαθύτατα μεταφυσική διάσταση.
Ο Χριστόπουλος φημιζόταν, βέβαια, ανέκαθεν για την ακρίβεια της μουσικής του διεύθυνσης, τη δομική καθαρότητα των ερμηνειών του και την ουσιαστική δουλειά του στις ορχηστρικές πρόβες. Εύλογα, αυτά υπηρέτησαν τον πρώτο στόχο που ήταν η πειστική ανάδειξη της περίτεχνης αρχιτεκτονικής της συμφωνίας. Και η ΚΟΑ βρέθηκε, όμως, σε μεγάλη βραδιά: με εντυπωσιακά εστιασμένο ήχο και στιβαρά μελωδική φραστική, τα έγχορδα άρθηκαν -επιτέλους!- στο επίπεδο των εξαίρετων ξύλινων, όπου τις ως συνήθως μαγικές παρεμβάσεις του κλαρινέτου του Μουρίκη συναγωνίσθηκαν αυτή τη φορά οι ποιητικοί σχολιασμοί του φλάουτου της Πιλαφτσή. Το σταθερό και συντονισμένο παίξιμο από τα χάλκινα χρωμάτισε ανάγλυφα (κόρνα, «τούμπες Βάγκνερ») τον τόσο καθοριστικό ρόλο τους σε κρίσιμα σημεία του έργου. Κυρίως όμως, η ορχήστρα κατάφερε να μείνει προσηλωμένη και συγκεντρωμένη, καθ’όλη τη -μεγάλη- διάρκεια της σύνθεσης!
Η εκτέλεση διέθετε σαφές περίγραμμα και γενναιοδωρία ανάπτυξης με ωραία αντιδιαστολή της αγωγικής εξέλιξης, μεγάλη ευελιξία σε τέμπι, δυναμικές και περάσματα, σαφή ανάδειξη του πολυφωνικού πλούτου και των απόκοσμων αρμονιών των δύο πρώτων μερών. Παρά κάποια ελάσσονα ολισθήματα ή κατά τόπους χαλαρώσεις του ειρμού της αφήγησης, η ρευστότητα στο χτίσιμο των κορυφώσεων στο αρχικό allegro moderato, η ευγένεια συναισθήματος στο μαγευτικό adagio, το σφρίγος του σκέρτσου, η δραματική κλιμάκωση των εντάσεων του φινάλε οριοθέτησαν την πιθανότατα πληρέστερη απόδοση από ελληνική ορχήστρα μιας συμφωνίας του Μπρούκνερ, δικαιώνοντας τη νοσταλγία και τη μελαγχολία από την οποία αυτή εμφορείται!
Στο πρώτο μέρος της βραδιάς ακούσθηκε το δημοφιλές 20ό Κοντσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ. Με καλαίσθητο ήχο, μαλακό τουσέ και πεντακάθαρους δαχτυλισμούς (κλίμακες, τρίλιες), ο εμπειρότατος Ιταλός πιανίστας Φραντσέσκο Νικολόζι χάρισε μίαν ακριβή, πλην παλιομοδίτικη ερμηνεία. Η χωρίς αιχμές φραστική και η εστίαση σε μια συναισθηματική ανάγνωση στα όρια της τρυφερής εκμυστήρευσης ανταποκρίθηκαν καλύτερα μόνο σε συγκεκριμένες πτυχές (το πρώτο τμήμα του εναρκτήριου allegro, την ενδιάμεση ειδυλλιακή ρομάντσα) ενός έργου «πρωτορομαντικής» έμπνευσης.
Όμως, λόγω της τονικότητας της ρε ελάσσονος εξίσου βαρύνουσα σημασία έχουν και οι πιο σκοτεινές, δραματικές παράγραφοι, περιλαμβανομένου του ανήσυχου τελικού ροντό, που στερήθηκαν μεγαλύτερης έντασης και ενός πιο φορτισμένου διαλόγου με το συνεπτυγμένο ορχηστρικό κλιμάκιο. Η διαφάνεια ήχου που άντλησε από αυτό ο -ενημερωμένος για τα επιτεύγματα της ιστορικής ερμηνευτικής και στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο- αρχιμουσικός συνέβαλε καθοριστικά στις συνολικά ισορροπημένες εντυπώσεις.
Ως «ανκόρ» ο 61χρονος σολίστ προσέφερε δύο μεταγραφές του Τάλμπεργκ πάνω σε άριες από όπερες («Πουριτανοί» και «Νόρμα») του Μπελλίνι, υπενθυμίζοντας διακριτικά και την ιδιότητά του ως καλλιτεχνικού διευθυντή τόσο του διεθνούς πιανιστικού διαγωνισμού Τάλμπεργκ όσο και του Θεάτρου «Μπελλίνι» στην -γενέτειρά του- Κατάνια!
Αντίθετα, στη συναυλία της 19/2 την παράσταση έκλεψε -και δικαιολογημένα!- η σπουδαία Κινέζα βιολίστρια Τιάνγουα Γιανγκ, που επανήλθε στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά τη συναρπαστική σύμπραξή της με την ΚΟΑ στο 2ο Κοντσέρτο για βιολί του Μέντελσον. Αυτή τη φορά ερμήνευσε το μοναδικό «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπρίττεν, μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις που γράφτηκαν τον 20ό αιώνα. Εντυπωσίασε και πάλι ο συνδυασμός λαμπρής τεχνικής, υψηλής ικανότητας ανάλυσης και αντίληψης του ύφους του έργου.
Από τις διστακτικές πρώτες νότες του εναρκτήριου moderato con moto μέχρι το δαιμονικό κεντρικό σκέρτσο η σολίστ επέδειξε όλο το βεληνεκές του δεξιοτεχνικού οπλοστασίου της: ανεπίληπτη ορθοτονία, ήχος χυμώδης με μυριάδες αποχρώσεις δυναμικής, πλαστικότατο -άλλοτε μαλακό, άλλοτε γωνιώδες- φραζάρισμα, ικανότητα συνοδοιπορίας αλλά και αντιπαράθεσης με μίαν ορχήστρα με σβέλτα αντανακλαστικά! Η διεξοδικά επεξεργασμένη καντέντσα επέτρεψε το πέρασμα σε μία συγκινητική πασακάλια, όπου τονίσθηκε και το συναισθηματικό βάρος του παιξίματος, που φώτισε τον ιδιότυπο λυρισμό και τη νηφάλια στοχαστική διάθεση του κοντσέρτου. Έξοχο! Στην ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού η 29χρονη Γιανγκ αντιχάρισε δύο μέρη από την 2η από τις 6 Σονάτες για σόλο βιολί του Υζαΰ, αληθινή βίβλο για τους ερμηνευτές και τους λάτρεις του συγκεκριμένου οργάνου…
Τη βραδιά είχε ανοίξει μια θαυμάσια εκτέλεση, αέρινη και ορμητική, της σύνθεσης του Σούμαν «Εισαγωγή, Σκέρτσο και Φινάλε». Υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Τσιαλή, αποδόθηκαν άριστα ο αινιγματικός χαρακτήρας και οι εναλλαγές διαθέσεων αυτής της πρώϊμης οιονεί συμφωνίας χωρίς αργό μέρος.
Παραδόξως, απογοήτευσε η ανάγνωση της «Συμφωνίας αρ. 7» του Μπετόβεν, με την οποία ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα. Πολύ γρήγορες ταχύτητες με ανεπαρκή αντιδιαστολή των τεσσάρων μερών, γενικόλογη αφήγηση με έλλειψη εκλεπτύνσεων και έμφαση στη συσσώρευση ρυθμικής ενέργειας, σποραδικοί αποσυντονισμοί και οξύτητες, ανεπαρκής στάθμιση των ηχητικών όγκων οριοθέτησαν ένα ελάχιστα αξιομνημόνευτο ακρόαμα.
Δεδομένου ότι τόσο ο αρχιμουσικός όσο και οι μουσικοί έχουν δώσει στο παρελθόν εγκυρότατα δείγματα γνώσης και κατανόησης της μπετοβενικής γλώσσας, είναι προφανές ότι οι μέτριες εντυπώσεις οφείλονταν σε υπερβολική αυτοπεποίθηση ή σε ανεπαρκείς πρόβες ή -πιθανότερα- και στα δύο! Προφανώς, ο -ούτως ή άλλως, λίγος- χρόνος προετοιμασίας αναλώθηκε πρωτίστως στα υπόλοιπα έργα του προγράμματος…
Credit 1ης φωτογραφίας: Patrick Pfeiffer / 2ης φωτογραφίας: ΚΟΑ