Εντυπώσεις, στιγμιότυπα, σκέψεις γύρω από το χορταστικό φεστιβαλικό διήμερο της 5ης και 6ης Ιουνίου στο Κτίριο 56.
Παρά τις ανησυχητικές μεταστροφές του καιρού, όλα πήγαν πρίμα τελικά με την διεξαγωγή του Plissken. Οι ίδιοι οι διοργανωτές βέβαια ξέρουν καλύτερα τι πέρασαν βλέποντας την καταιγίδα να μαίνεται μόλις λίγη ώρα πριν την έναρξη του φεστιβάλ, οι θεατές πάντως αρκέστηκαν σε ένα κατά τόπους λασπωμένο Republic Stage, ο «αγωνιστικός χώρος» του οποίου ήταν σαφώς βελτιωμένος την δεύτερη μέρα του φεστιβάλ. Κατά τα άλλα, τα βασικά στοιχεία της διοργάνωσης κύλησαν ρολόι, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις στα χρονοδιαγράμματα, χωρίς ματαιώσεις, χωρίς ουρές στην είσοδο, στα bar και στις τουαλέτες και χωρίς άλλες εντάσεις (αν εξαιρέσεις το περιφερόμενο σύνολο βραζιλιάνικων κρουστών που περισσότερο εκνευρισμό προκάλεσε παρά κλίμα γιορτινό).
Με τα τέσσερα stages να είναι διαφορετικά, καλύτερα διαμορφωμένα σε σχέση με τις περασμένες χρονιές και να λειτουργούν περίπου τις ίδιες ώρες, είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς τον αριθμό των επισκεπτών του φεστιβάλ. Ήταν περισσότεροι από πέρυσι, οπωσδήποτε πάντως θα μπορούσαν να είναι κι ακόμα περισσότεροι. Είχε και αρκετούς ξένους, by the way…
Το καλλιτεχνικό σκέλος του Plissken επιφύλαξε μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς και ολοκληρωμένους performers που έχω δει τελευταία. Εκπέμποντας power electronics και ανατριχιαστικά ουρλιαχτά, παρά τη «δυσκολία» του ήχου της, η Pharmakon μαγνήτισε ένα μεγάλο τμήμα του κοινού χάρη στην ένταση της ζωντανής της παρουσίας μπροστά σε ένα κατακόκκινο σκηνικό. Βουτηγμένη στα χέρια των φαν της, η Jehnny Beth (φωτό) με τη μπάντα της δικαίωσε κάθε καλή λέξη που έχει γραφτεί για τις συναυλίες των Savages, ίσως το συναυλιακό highlight του διημέρου. Οι Sleaford Mods, βασισμένοι στις εκρηκτικές ερμηνείες και τα σταράτα λόγια του τραγουδιστή του Jason Williamson, εισέπραξαν το ενθουσιώδες χειροκρότημα που τους αντιστοιχούσε. Ο θρυλικός Tony Allen και η πολυμελής του μπάντα κλιμάκωσαν ένα set τραβώντας μια ευθεία γραμμή από το χαλαρό afro beat έως τη σύγχρονη electro-space-jazz. Ο Ariel Pink, πλαισιωμένος από μια εκπληκτική μπάντα παρουσίασε ένα art rock show υψηλών αξιώσεων, βασισμένος στο υλικό του τελευταίου του άλμπουμ «pom pom». Οι Thee Oh Sees του χαρισματικού frontman John Dwyer, με τελείως διαφορετική σύνθεση από τότε που τους είδα στο «An Club», εξακολουθούν να αποτελούν μια αξιόπιστη μηχανή σπινταρισμένου psych-garage. Ο Andy Stott κατόρθωσε να μεταφέρει αλώβητη σε συνθήκες big room την τραχιά ποιότητα των ηχογραφημένων του καταθέσεων. Και ο Woz, μολονότι ήταν σχεδόν μόνος του σε ένα μεγάλο μέρος του set του, έπαιξε ένα εξαιρετικά προωθημένο house-techno set.
Από την άλλη δεν μπόρεσα να συντονιστώ με τους Trail of Dead, Mudhoney, Twilight Sad, Gonjasufi και αρκετούς ακόμη, όμως αυτά είναι υποκειμενικά. Και της στιγμής. Κατά τα άλλα, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές άκουσα τη λέξη «έχασες», κάθε φορά που κάποιος φίλος μοιραζόταν εντυπώσεις από κάτι που είχε μόλις παρακολουθήσει σε κάποια άλλη σκηνή. Προσδοκώντας ότι μέσω της κλωνοποίησης η επιστήμη θα βελτιστοποιήσει την φεστιβαλική εμπειρία του μέλλοντος, δεν παύω να χαίρομαι όταν διαπιστώνω ότι το Plissken, όπως και κάθε άλλη χρονιά, μου θυμίζει τους λόγους που μου αρέσει να πηγαίνω σε καλά μουσικά φεστιβάλ. Γιατί άσχετα από το τι θέλεις να δεις πιο πολύ, άσχετα από τον προγραμματισμό σου και άσχετα από το ποσοστό των καλλιτεχνών που γνωρίζεις, πάντα θα έχεις χώρο να χαθείς μέσα στη μουσική, θα σε περιμένουν εκπλήξεις και θα περιμένεις την επόμενη χρονιά.