Στην πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα το τρίο από την Μινεσότα μάγεψε το λιγοστό αλλά αφοσιωμένο κοινό…
Οι Low δεν είναι το συγκρότημα που θα πιάσει κουβέντα στο κοινό, θα προσπαθήσει να εντυπωσιάσει με υπερβολές και θεατρινισμούς ή να γίνει αρεστό με οποιαδήποτε άλλο τρόπο πέρα από τη γοητεία της ίδιας του της μουσικής. Ο αργόσυρτος, μελωδικός και εσωτερικός τους ήχος ήταν το στοιχείο που λατρεύτηκε σε αυτούς γύρω στο 2000 και ο λόγος για τον οποίο η ηλικία του κοινού που παρακολούθησε τη συναυλία τους εδώ ήταν πάνω από τα πρώτα …άντα. Μια συναυλία που πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας από ένα ακροατήριο το οποίο γέμισε αραιά τον χώρο μπροστά από τη σκηνή γνωρίζοντας τι επρόκειτο να ακούσει και πώς να το απολαύσει. Λίγοι και καλοί λοιπόν…
Το set των Low αποτέλεσαν κυρίως τραγούδια που προηγήθηκαν του «The Great Destroyer», του άλμπουμ που σηματοδότησε την στροφή τους στον ηλεκτρικό ήχο στα μέσα των ‘00s. Έτσι, χωρίς ξεσπάσματα και εξάρσεις, η εμφάνισή τους, οπτικά ενισχυμένη από λούπες ασπρόμαυρου footage, βασίστηκε κυρίως στις ατμόσφαιρες, στις μαγικές φωνητικές αρμονίες του Alan και της Mimi και στις πιο εσωτερικές τους πτυχές του ήχου τους. Προσωπικά το βίωσα σαν μια καθηλωτική τελετουργία, από αυτές που έχουν το χάρισμα να σου δίνουν την ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος σταματά παραδομένος στην ομορφιά της μουσικής. «Ελπίζουμε ότι θα κερδίσετε», είπε ο Alan Sparhawk, λίγο πριν αποχωρήσει από τη σκηνή, στη μοναδική στιγμή της βραδιάς που ένιωσε την ανάγκη να επικοινωνήσει με το κοινό έξω από την ίδια τη μουσική του. Ήταν παραμονή των εκλογών.