Το ζήτημα της ευρείας διάθεσης κλεψίτυπων αντιγράφων κάθε είδους λογισμικού για προσωπικούς υπολογιστές (λειτουργικά συστήματα, προγράμματα, games) ήταν και παραμένει σημαντικό για μία σειρά από λόγους - εξ ου και η... πιστή συνήθεια της Business Software Alliance, του οργάνου που οι ίδιες οι εταιρείες λογιμισκού έχουν θεσπίσει για την παρακολούθησή του, να δίνει στη δημοσιότητα κάθε χρόνο στοιχεία εκπροσωπούν τη γνώμη της για την κατάσταση στην παγκόσμια αγορά. Η σχετική έκθεση για το 2008 έγινε διαθέσιμη πριν από μερικές ημέρες και σκιαγραφεί - αναμενόμενα - εικόνα απογοητευτική και ανησυχητική για τον κλάδο. Συγκεκριμένα, η BSA τοποθετεί την αναλογία κλεψίτυπων αντιγράφων και νομότυπων αντιτύπων κάθε είδους λογισμικού στο 41% κατά μέσο όρο παγκοσμίως, άνοδο κατά 3% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του περασμένου έτους.
Η άνοδος αυτή, κατά την Business Software Alliance, οφείλεται στην αύξηση της διακίνησης κλεψίτυπου λογισμικού μέσω Internet και πολύ λιγότερο στη χρήση παράνομων αντιγράφων εφαρμογών. Ενέργειες που έχουν λάβει χώρα στις δύο χώρες με το υψηλότερο ποσοστό χρήσης κλεψίτυπων αντιγράφων, την Ρωσία και την Κίνα, έφεραν μικρό αποτέλεσμα (μείωση του ποσοστού από 90% σε 85% και 80% αντίστοιχα), όμως φαίνεται πως το πρόβλημα έγινε εντονότερο σε άλλες χώρες, εξ ου και η άνοδος του μέσου όρου. Ανάμεσα στις χώρες που παραμένουν σε ποσοστό άνω του 90% είναι η Αρμενία, το Μπαγκλαντές και η Μολδαβία. Αναμενόμενα, η χώρα με το μικρότερο ποσοστό παγκοσμίως είναι οι ΗΠΑ με 20%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό της Ελλάδας εντοπίζεται στο 57%, μειωμένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2007.
Σύμφωνα με την BSA, οι ζημίες στην ελληνική οικονομία από την χρήση κλεψίτυπου λογισμικού - λόγω απωλειών θέσεων εργασίας, εσόδων από φόρους κ.α. - ανέρχονται σε 171 εκατομμύρια ευρώ. Παγκοσμίως, το ποσό αυτό φέρεται να αγγίζει τα 53 δισεκατομύρια (!) δολάρια. Αν και οι τρόποι με τους οποίους υπολογίζονται αυτές οι απώλειες και ζημίες δεν έχουν ποτέ ουσιαστικά διευκρινιστεί εκ μέρους της BSA ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου που διεξάγει αυτές τις έρευνες (για την ακρίβεια η μεθοδολογία τους παραμένει επιμελώς ασαφής), δεν χωρά αμφιβολία στο γεγονός ότι μία σημαντική πτώση του ποσοστού αυτού θα είχε θετικότατη επιρροή στην ελληνική αγορά, λαμβανομένου στα υπόψιν και του περιορισμένου μεγέθους της. Υπολογίζεται πως περισσότερα από 250 εκ. ευρώ σε επιπρόσθετα έσοδα και πάνω από 1000 νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν στη χώρα μας, αν αυτό το 57% μειωνόταν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2012. Πώς αυτό θα καταστεί εφικτό εν μέσω οικονομικής δυστοκίας που ενδέχεται να επικρατεί και μετά από το πρώτο τρίμηνο του 2010, είναι άλλο θέμα...