H Κίνα, ο Trump, η Huawei και ένα άχτι ύποπτο

Oι ΗΠΑ σε ρόλο... τρομοκράτη της παγκόσμιας αγοράς τεχνολογίας, θύμα εν τέλει οι εταιρείες και το κοινό

Δεν έχουμε αγγίξει ακόμη τα μισά του 2019 και, ομολογουμένως, η εβδομάδα που ολοκληρώνεται είναι από εκείνες που οι δημοσιογράφοι στις ανασκοπήσεις της χρονιάς ίσως θ' ανακαλούν ως την πλέον ανησυχητική, ή και δραματική ακόμη, για την καταναλωτική τεχνολογία παγκοσμίως - καθώς το τί θα συμβεί βάσει των σχετικών εξελίξεων θα μπορούσε να καθορίσει το τοπίο της αγοράς των προϊόντων αυτών. Αναφερόμαστε φυσικά στην διακοπή συνεργασίας της Google με την Huawei όσον αφορά στο λειτουργικό του Android και τις υπηρεσίες της πρώτης - συνέπεια διατάγματος της κυβέρνησης Trump που ενέταξε την Huawei σε μία blacklist εταιρειών με τις οποίες οι αμερικανικές δεν μπορούν να συνεργάζονται, πυροδοτώντας ένα "ντόμινο" άλλων επιπλοκών για τον κινεζικό κολοσσό. H υπόθεση συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη, όμως η πρώτη εντύπωση που σχηματίζεται για τα "πώς" και, κυρίως, για τα "γιατί" είναι - δυστυχώς - συγκεκριμένη.

Οι... προειδοποιητικές βολές είχαν ακουστεί πέρσι τέτοιο καιρό, όταν η κυβέρνηση Trump είχε κατηγορήσει την ZTE - έναν άλλο, διόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους, Κινέζο κατασκευαστή τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και συσκευών - πως είχε καταπατήσει συμφωνίες για εμπάργκο πώλησης προϊόντων σε χώρες όπως το Ιράν. Στην συνέχεια η ίδια κυβέρνηση είχε εφαρμόσει εμπάργκο στις εμπορικές σχέσεις κάθε αμερικανικής εταιρείας με την ZTE για 7 (!) χρόνια. Αποτέλεσμα: η ZTE βρέθηκε στα πρόθυρα αναστολής της λειτουργίας της και χρειάστηκαν περαιτέρω συζητήσεις με το Πεκίνο, διαβεβαιώσεις εκ μέρους της και ένα τεράστιο πρόστιμο προκειμένου να αρθεί το ερμπάργκο των ΗΠΑ. Ορισμένοι είχαν τότε δηλώσει πως αυτή η κίνηση Trump ήταν μία μικρή επίδειξη ισχύος στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για νέα διαμόρφωση δασμών και εμπορικών ισοζυγίων με την Κίνα. Αποδεικνύεται πως δεν έκαναν λάθος.

Η περίπτωση ωστόσο της Huawei είναι παραλληλίσιμη και ταυτόχρονα διαφορετική από την αντίστοιχη της ZTE. Είναι παραλληλίσιμη γιατί η αμερικανική κυβέρνηση - κατά κύριο λόγο του Trump - επεδίωκε εδώ και χρόνια να περιθωριοποιήσει όλες τις κινεζικές κατασκευάστριες όσον αφορά στα καταναλωτικά τους τηλεπικοινωνιακά προϊόντα, με την αιτιολόγηση ή δικαιολογία πως τα κινητά τους θα μπορούσαν εν δυνάμει να χρησιμοποιηθούν ως... "κατασκοπευτικά εργαλεία" από την κινεζική κυβέρνηση. Όπως τα smartphones της ZTE δεν κυκλοφορούν στις ΗΠΑ, έτσι κι αυτά της Huawei δεν διατίθενται εκεί τον τελευταίο ενάμισι χρόνο μετά από πιέσεις της κυβέρνησης Trump προς τους αμερικανικούς τηλεπικοινωνιακούς παρόχους.

Η περίπτωση της Huawei είναι, ωστόσο, και διαφορετική από αυτήν της ZTE γιατί το timing των όσων συμβαίνουν δεν ήταν σε καμία περίπτωση τυχαίο: ήταν προσεκτικά επιλεγμένο ώστε να δημιουργήσει την μέγιστη δυνατή ζημιά μέσα σε μία γενικότερη σημαντική συγκυρία. Η κυβέρνηση Trump ενέταξε την Huawei σε αυτήν την blacklist του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ γνωρίζοντας πολύ καλά τί θα επακολουθούσε: τα επόμενα 24ωρα μετά από την ανακοίνωση της Google, εμπορικούς δεσμούς με την Huawei διέκοψαν οι Intel, Qualcomm, Microsoft, πολλές άλλες μικρότερες εταιρείες, ακόμη και η... Wi-Fi Alliance και ο SD Association (!), καθιστώντας όλο και δυσκολότερο στον κινεζικό κολοσσό να συνεχίσει την πορεία του στην αγορά. Ακόμη κι εταιρείες μη αμερικανικές, όπως η βρετανική ARM, έκαναν το ίδιο, πρακτικά... μη επιτρέποντας πια στην Huawei όχι μόνο να μην έχει λειτουργικά συστήματα ευρείας αποδοχής ή κάρτες μνήμης SD στα κινητά της, αλλά ούτε το δικαίωμα να σχεδιάσει δικούς της επεξεργαστές (σχεδόν όλοι των φορητών συσκευών στηρίζονται στην βασική δομή αυτών της ARM).

Το πρόβλημα σε όλα αυτά είναι πως οι κινήσεις της κυβέρνησης Trump έγιναν με τρόπο αδίστακτο, επιδεικτικά προκλητικό και αδιαφανή. Έγιναν με τρόπο αδίστακτο γιατί από την διακοπή εμπορικής συνεργασίας των αμερικανικών εταιρειών με την Huawei δεν βλάπτεται φυσικά μόνο η δεύτερη, μα και οι πρώτες (χάνουν έναν μεγάλο πελάτη που σε τελική ανάλυση είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κατασκευαστής smartphones στον κόσμο). Έγιναν με τρόπο επιδεικτικά προκλητικό γιατί οι αξιωματούχοι του Trump φρόντισαν ούτε... βίδα αμερικανική να μην μπορεί να πωληθεί στην Huawei, μα παράλληλα άσκησαν πιέσεις και σε χώρες-συμμάχους των ΗΠΑ να κάνουν το ίδιο. Έγιναν και με τρόπο αδιαφανή γιατί η αρχική δικαιολογία για όλα αυτά - οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που επικαλείται η κυβέρνηση Trump για ενδεχόμενη χρήση των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων της Huawei από την κινεζική κυβέρνηση - δεν έχουν στοιχειοθετηθεί με αποδείξεις ποτέ. Εκφράζονται "γενικοί φόβοι", οι οποίοι βέβαια εκφράζονται πια με άνεση... για σχεδόν το ο,τιδήποτε μέσα από πολλά, συγκεκριμένα χειραγωγούμενα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ.

To θέμα που εξετάζεται εδώ δεν είναι το αν η Huawei συνεργάζεται με την κινεζική κυβέρνηση ή όχι, αν τα κινητά της και ο τηλεπικοινωνιακός της εξοπλισμός φέρουν "κερκόπορτες" (backdoors) κατασκοπικής χρήσης ή όχι, αν λέει την αλήθεια ο πρόεδρός της για την μη συνεργασία του με το Πεκίνο ή όχι. Ο κινεζικός κολοσσός δεν έχει φροντίσει ώστε το όνομά του να μείνει μακριά από άλλες (φυσικά πολύ μικρότερης σημασίας) ατασθαλίες στο παρελθόν, ναι. Όμως το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι το αν και κατά πόσο οποιαδήποτε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προχωρά σε κινήσεις πρακτικής εξόντωσης της Huawei και της οποιασδήποτε Huawei, χωρίς να έχει πρώτα προσφέρει απτές αποδείξεις για να τις δικαιολογήσει.Το θέμα που εξετάζεται είναι το αν και κατά πόσο οποιαδήποτε κυβέρνηση, οποιουδήποτε κράτους, έχει το δικαίωμα να διαταράσσει την παγκόσμια εμπορική ισορροπία που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στις εταιρείες ενός πολύ σημαντικού κλάδου μέσα από ζυμώσεις δεκαετιών, για δικό της όφελος (;) και μόνο. Και, φυσικά, το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι το... παλιό, καλό "γιατί;", ο αληθινός δηλαδή λόγος ή λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν όλα αυτά.

Όσον αφορά στο τελευταίο... έχουμε κι εμείς θεωρίες, έχουμε ακούσει και όλων των ειδών από άλλους. Κάποιοι θέλουν τις ΗΠΑ να επιθυμούν πάσει θυσία την μη ανάπτυξη των εγχώριων δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5G με εξοπλισμό της Huawei για πλειάδα πιθανών λόγων (ποικίλλουν από την πάντοτε ακόμη αναπόδεικτη φοβία της κατασκοπίας μέχρι την δίψα της αμερικανικής Intel για τα σχετικά έσοδα). Κάποιοι άλλοι θεωρούν πως παράγοντες της οικονομίας των ΗΠΑ νοιώθουν απειλή για την - εκρηκτική τα τελευταία 3 χρόνια είναι η αλήθεια - ανάπτυξη της Huawei στην κινητή τηλεφωνία και δεν θέλουν να την δουν να κατακτά την πρώτη θέση στους κατασκευαστές smartphones παγκοσμίως, όπως θα συνέβαινε κατά πάσα πιθανότητα το 2020 αν δεν... συνέβαιναν πρώτα όλα αυτά. Άλλοι αποδίδουν την όλη πρωτοβουλία σε απλή, συνήθη ξενοφοβία - που όμως δεν δικαιολογεί το γιατί άλλες κινεζικές εταιρείες, όπως η Xiaοmi ή η Lenovo, δεν έχουν διωχθεί στον ίδιο βαθμό από τους Αμερικανούς. Όχι ακόμη, τουλάχιστον.

Ο,τιδήποτε από τα παραπάνω μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι - όταν όλα έχουν ειπωθεί, ωστόσο, η κίνηση της κυβέρνησης Trump είναι αναμφίβολα (α) ένας μοχλός πίεσης της Ουάσινγκτον προς το Πεκίνο σε οικονομικό επίπεδο, καθώς και (β) μία επίδειξη δύναμης στο ίδιο πλαίσιο. Ο ίδιος ο Trump, άλλωστε, είχε το θράσος πριν από λίγες ημέρες απροκάλυπτα να ομολογήσει σε άσχετη συνέντευξη Τύπου (εδώ στο 40') πως "η υπόθεση της Huawei θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μία γενικότερη εμπορική συμφωνία με την Κίνα", κατά βάση... "πετώντας από το παράθυρο" όλες τις κατηγορίες για πιθανό "κατασκοπικό" τρόπο συνεργασίας της εταιρείας με την κινεζική κυβέρνηση. Σαν μαγικά να έπαυε η Huawei να ήταν "απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ" αν οι Κινέζοι συμφωνούσαν σε χαμηλότερη φορολόγηση των αμερικανικών προϊόντων στην Κίνα και υψηλότερη των κινεζικών στις ΗΠΑ. Από αυτό και μόνο διαφαίνεται όχι μόνο η πρακτική τρομοκρατία που ασκεί αυτήν την στιγμή η κυβέρνηση Trump στην αγορά της τεχνολογίας - απειλώντας να την "σπάσει στα δύο", σε "αμερικανική" και "κινεζική" - αλλά και η έλλειψη σοβαρότητας της κυβέρνησης αυτής απέναντι σε όλα τα άλλα σχετικά ζητήματα. Ο καθένας μπορεί, μετά από αυτό, να εξάγει τα συμπεράσματά του. Εμείς πάντως το έχουμε ήδη κάνει.

ΔΕΣ ΑΚΟΜΗ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΑ ΘΕΜΑΤΑ