Ένα βράδυ της περασμένης εβδομάδας, μετά τις 11, ένας περαστικός από την πλατεία Κλαυθμώνος σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, πράγμα σπάνιο γιατί συνήθως οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη κοιτάζουν πάντα κάτω, είτε από συστολή είτε για να βρουν κανένα κέρμα. Σήκωσε λοιπόν το βλέμμα του ψηλά και εκεί, πάνω από το πάρκινγκ του τοίχου που βλέπει στο πλάι του Παρνασσού (του φιλολογικού συλλόγου, όχι του βουνού), αντίκρισε έναν γίγαντα να κρατάει στους ώμους του –ως άλλος Άτλας– ολόκληρο το κτίριο.
Ο γίγαντας αυτός ήταν γυμνός και το σώμα του ήταν γεμάτο τατουάζ. Από το μυαλό του σοκαρισμένου περαστικού πέρασαν ανατριχιαστικές σκηνές από ταινίες τύπου «Κινγκ Κονγκ» και «Γκοτζίλα» και γρήγορα έβγαλε το συμπέρασμα ότι η πόλη κινδυνεύει. Λίγες στιγμές αργότερα αποφάσισε να κόψει το ποτό και, αντί για την πλατεία Καρύτση όπου κατευθυνόταν, τελικά έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, στους πρόποδες του Λυκαβηττού.
Ένας άλλος περαστικός, την ίδια περίπου ώρα, αντιλήφθηκε κι αυτός το επιβλητικό θέαμα και σοκαρίστηκε το ίδιο, όχι όμως επειδή ο γίγαντας ήταν απειλητικός, αλλά επειδή ήταν γυμνός. Και ένας γυμνός άντρας, όσο μεγάλος σε μέγεθος κι αν είναι, καλό είναι να μη στηρίζει κτίρια δημοσίως. Και αν θέλει να τα στηρίξει, ας ρίξει κάτι πάνω του. Άσε που έκανε και ψύχρα.
Ο περαστικός λοιπόν έκανε το καθήκον του: Έβγαλε μια selfie; Όχι, έκανε μια καταγγελία (θα σας γελάσω πού και πώς). Το αποτέλεσμα είναι πως ο γίγαντας εξαφανίστηκε εν μια νυκτί. Διότι εδώ προφανώς υπάρχουν (άγραφοι) νόμοι οι οποίοι ορίζουν ότι το γυμνό είναι άσεμνο και χυδαίο και η τέχνη προφανώς πρέπει να αυτοπεριορίζεται σε νεκρές φύσεις, ναυτικούς με τσιμπούκια και βαρκούλες που αρμενίζουν στο ηλιοβασίλεμα.
Μιλάμε φυσικά για το «Stills», τη βιντεοεγκατάσταση του Βέλγου καλλιτέχνη Kris Verdonck στο πλαίσιο του φεστιβάλ Fast Forward την οποία η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που έχει την επιμέλειά του, απέσυρε ύστερα από καταγγελίες «θιγμένων» πολιτών θέτοντας ταυτόχρονα με επιστολή της κάποια σημαντικά θέματα, παρά το αδιανόητο του γεγονότος να αντιλαμβάνεται κανείς μια εικόνα στον τοίχο ως εγκληματική πράξη.
«Ας αναλογιστεί ο καθένας μας», λέει στο κείμενό της η Στέγη, «τι είναι χυδαίο, τι θα έπρεπε να μας ενοχλεί πιο πολύ, η εικόνα γυμνών ανθρώπων που προβάλλονται σε έναν τοίχο πάρκινγκ της πλατείας Κλαυθμώνος ή η καθημερινότητα εξαθλιωμένων ανθρώπων που ζουν στην κάτω μεριά της πλατείας;». Μα βεβαίως το πρώτο είναι η σωστή απάντηση.
Οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι είναι απλώς ενοχλητικοί και χαλάνε την αισθητική των μη εξαθλιωμένων. Όσο για το άλλο σημείο της επιστολής που προτείνει «να συζητηθεί το πώς οριοθετείται το άσεμνο σε ένα έργο τέχνης και γιατί αφορά μόνο τη σύγχρονη τέχνη και δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο θέμα προσβολής δημοσίας αιδούς σε αρχαία ή αναγεννησιακά έργα», αναρωτιέμαι με ποιους άραγε πρέπει να συζητηθεί. Γιατί μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε να έχει λήξει αιώνες τώρα…
Ξανά εδώ, με τη δημόσια αιδώ
Ο Θύμιος Νικολόπουλος γράφει με αφορμή την απόσυρση του έργου του Βέλγου καλλιτέχνη Kris Verdonck για μια συζήτηση θα έπρεπε να έχει λήξει αιώνες τώρα…