Στον Μανώλη Λυκιαρδόπουλο, head bartender και συνιδιοκτήτη του «Odori», αρέσει να κάνει βόλτες στην Αθήνα. Το γνωρίζουμε καθώς τον έχουμε ακολουθήσει σε κάποιες απ’ αυτές. Τις ευχαριστηθήκαμε κάνοντας ατέρμονες συζητήσεις για το bartending, ανακαλύπτοντας κάποια σημεία που δεν βλέπεις όταν κυκλοφορείς με αυτοκίνητο και νιώθοντας ικανοποίηση από τα χιλιάδες βήματα που μετρήσαμε στο τέλος σε σχετική εφαρμογή στο κινητό (αν και ακυρώσαμε την προσπάθεια καταλήγοντας στο «Odori» να τρώμε αυτή την πλουσιοπάροχη ποικιλία με τα τυριά και τα αλλαντικά).
Απ’ αυτές τις βόλτες, ο Λυκιαρδόπουλος εμπνεύστηκε τη φετινή cocktail list της βερμουτερίας του, που με τον τίτλο της We Will Always Have Athens αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές κάθε λάτρη της Αθήνας αλλά και τη συστήνει στους επισκέπτες της (στον κατάλογο εσωκλείεται επίσης ένας χάρτης όπου επισημαίνονται τα σημεία στην πόλη τα οποία τον έχουν εμπνεύσει).
Καθένα από τα δεκαπέντε cocktails, που δημιουργήθηκαν από τον Λυκιαρδόπουλο και το team του «Odori» (Αλέξανδρος Στεπτσένκο, Steve Ajulo, Θάνος Ιωάννου, Λευτέρης Δημητρακόπουλος), περιγράφει τη φυσιογνωμία μιας γειτονιάς, αναδίδει τις μυρωδιές της και αναπαράγει την ατμόσφαιρά της με παιχνιδιάρικους τρόπους. Για να καταλάβεις πόσο έξυπνα μπορεί ένας bartender να υπηρετήσει το concept του, κλείνοντάς σου διαρκώς το μάτι και προκαλώντας σε να κάνεις πραγματικές και νοερές περιηγήσεις, δοκίμασε το Ramble & Run Fizz: καθώς αυτό το δροσιστικό ποτό με βάση το gin αναφέρεται στο λόφο του Αρδηττού, αγαπημένο σημείο για γυμναστική των fit conscious περιοίκων, περιέχει ένα cordial από αντιοξειδωτικά και ασπράδι αβγού για πρωτεΐνη (ξέχνα, βέβαια, την ιδέα του τζόγκινγκ, γιατί αυτό το cocktail είναι τόσο ευχάριστο που θα το καταναλώσεις κατά συρροή). Το άφταστο Smellscapes Negroni σε στέλνει για ψώνια στους πάγκους της Βαρβακείου μ’ ένα ψέκασμα του ποτηριού με καπνιστό μπέικον και μια καυτερή πιπεριά πάνω σε σκόνη του καπνιστού αλλαντικού στο πλάι ως συνοδευτικό. Ένα από τα αγαπημένα μας, το Old Town, που παραπέμπει στο Κουκάκι, εκτός του ότι χρησιμοποιεί το mezcal με εύγεστο τρόπο, σκιαγραφεί το νεο-παραδοσιακό χαρακτήρα της περιοχής μ’ ένα σιρόπι ελληνικού pico de gallo από ντοματίνια, πιπεριές και κόλιαντρο (που θα μπορούσες να προμηθευτείς από το ενημερωμένο «after» μανάβικο στην Ερεχθείου).
Άλλη πνευματώδη αναφορά θα βρεις στο C’est Très Beau, που απηχεί το θαυμασμό του Le Corbusier για την Μπλε Πολυκατοικία και ως παραλλαγή του Cuba Libre περιγράφει τον επαναστατικό χαρακτήρα των Εξαρχείων όπου βρίσκεται το κτίριο. Το Cinematography, πάλι, με βάση το bourbon, εμπνέεται από το Cine Paris και τη μαγεία των θερινών σινεμά γι’ αυτό περιέχει σιρόπι από σιμιγδάλι και βανίλια (όπως το σάμαλι), απογεμίζεται με γκαζόζα και γαρνίρεται με βασιλικό (που στους ανοιχτούς χώρους διώχνει τα κουνούπια). Το κλείσιμο του καταλόγου είναι σχεδόν συγκινητικό: το πλούσιο Until Dawn, με τεκίλα, βερμούτ και reduction μπίρας το… έχουμε ζήσει όλοι στην κορυφή του Λυκαβηττού περιμένοντας μόνοι, με φίλους ή με το ταίρι μας το ξημέρωμα με μια μπίρα στο χέρι – ο αφρός, μισός λευκός και μισός σκούρος από το ψέκασμα με bitters απεικονίζει τη νύχτα που γίνεται μέρα αλλά και μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις μας απ’ αυτήν την πόλη.