
Το «Voodoo» δεν είναι ακόμη ένα ελληνάδικο· αποτελεί ένα case study στη νυχτερινή διασκέδαση. Συναντάμε τους ιδιοκτήτες του με αφορμή τη μετακόμιση του club από την οδό Ιάκχου στον πολυχώρο της Ιεράς Οδού 11 και μαθαίνουμε ότι η επιτυχία μπορεί να έρθει «μαγικά», χωρίς να το καταλάβεις.

Ένα βράδυ –για την ακρίβεια ένα μεσημέρι, καθώς τότε κλείνει συνήθως το «Voodoo»– ο μετρητής που καταγράφει τη ροή στην είσοδο έδειχνε τον αριθμό 1.700. Τόσα άτομα είχαν περάσει εκείνη την ημέρα την πόρτα του πέτρινου χώρου στη γωνία της Ιάκχου, που στέγαζε μέχρι την περασμένη άνοιξη το «Voodoo». Το ρεκόρ αυτό καταρρίφθηκε πριν από λίγους μήνες στο «Voodoo Summer» (ο μετρητής σταμάτησε στο 2.963), δικαιώνοντας τους ανθρώπους που πήραν την απόφαση να κατεβούν στην παραλιακή και φιλοτέχνησαν στον όροφο πάνω από το «Posidonio» ένα κυκλαδίτικο σκηνικό – κομπλέ, με τον πελεκάνο του, τον οποίο ένας πελάτης ζήτησε ένα βράδυ να τον κατεβάσουν για να τον κεράσει σαμπάνιες.

Δεν ήταν όμως τα πράγματα από την αρχή έτσι, όπως θυμούνται ο Νίκος Bjur, ο Γιώργος Ρούσσος, ο Γιάννης Γκουρβέλος, ο Σταμάτης Γκαρώνης, ο Νίκος και ο Δημήτρης Μαυρέλης, δηλαδή οι έξι ιδιοκτήτες του «Voodoo», τους οποίους συνάντησα με αφορμή τη μετακόμιση του χειμερινού club από τη «μαγική γωνιά» (έτσι την αποκαλούν και οι ίδιοι, και οι πελάτες) στον πολυχώρο της Ιεράς Οδού 11 – και συγκεκριμένα στον όροφο όπου για λίγους μήνες είχε στεγαστεί το «Palmitas» (εγκαίνια απόψε Πέμπτη 12/10).

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Bjur και Ρούσσος διατηρούσαν το «Voodoo Restaurant-Bar» και, καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα στη νύχτα την εποχή της κρίσης αλλάζουν, είχαν αρχίσει να προβληματίζονται και να σχεδιάζουν το επόμενο βήμα. Στο δρόμο τους βρέθηκαν οι «βρομοπιτσιρικάδες», τέσσερα παιδιά στο πρώτο μισό των είκοσι, για την ποιότητα των οποίων έσπευσαν να ενημερωθούν, και όλοι μαζί αποφάσισαν να καλύψουν ένα κενό στη διασκέδαση στο Γκάζι παίζοντας ελληνικά. Στην αρχή ήταν δακτυλοδεικτούμενοι και χαρακτηρίστηκαν «λαϊκοί», αλλά υποστήριξαν το mainstream/ελληνάδικο concept (το «Voodoo» δεν ήταν ποτέ μουσικά καθαρόαιμο ελληνάδικο) με τις προσωπικές τους γνωριμίες – π.χ. ο Σταμάτης, ο «όμορφος» ή «πρόεδρος όλης της Αθήνας», ξεσήκωνε τους γνωστούς του στις καφετέριες του Νέου Κόσμου.

«Κάποιες ημέρες δεν πατούσε κόσμος, αλλά εμείς περιμέναμε τους φίλους μας, που μας ειδοποιούσαν ότι θα έρχονταν κατά τις 7 από αλλού, για να πιουν το ποτό τους και να τους κεράσουμε άλλο ένα», θυμούνται. Κάπως έτσι έφτασε το opening party τον Σεπτέμβριο του 2013. Εκείνο το βράδυ έκλεισε ο δρόμος από τον κόσμο και από τότε το «Voodoo» απέκτησε πελάτες που το νιώθουν σαν το σπίτι τους και μπαίνουν ορεξάτοι, χωρίς άγχος.

Πώς έφτασε να καθιερωθεί ως after hours σημείο συνάντησης παικτών του NBA, τραγουδιστών, ηθοποιών και bartenders, οι οποίοι ανακατεύονται με τους εικοσάρηδες και τους τριαντάρηδες όλης της Αθήνας, να αναδειχτεί σε online ψηφοφορία δεύτερο καλύτερο ελληνικό club μετά το «Cavo Paradiso» και ο Μαζωνάκης να προτρέπει από την πίστα του μαγαζιού όπου τραγουδούσε να φύγει με τους πελάτες για να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους εκεί, δεν μπορεί να το εξηγήσει ακριβώς κανείς από τους έξι. Όταν προσπαθούν να το κάνουν, οι λόγοι ακούγονται σαν κλισέ, αλλά διαπιστώνεις ότι μιλούν για τα αυτονόητα που πολλοί επιχειρηματίες αρνούνται να υιοθετήσουν. «Τα ποτά μας είναι καθαρά», μου λένε και δεν σηκώνουν κουβέντα, διότι στέλνουν τακτικά φιάλες για έλεγχο στο Γενικό Χημείο του Κράτους.

«Είμαστε αγαπημένοι και δεν κρατάμε τίποτα μέσα μας, σαν αδέρφια που τσακώνονται κι έπειτα από ένα λεπτό τα έχουν ξεχάσει όλα», ισχυρίζονται και δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις, διότι αυτή η ομάδα τρέχει επίσης με παρόμοια επιτυχία το «CityZen», το «Mind the Gap», το «Bibou» (το νέο τους δημιούργημα στο παλιό «Voodoo») και το «Boiler Room», στο οποίο διαθέτει μερίδιο. «Θέλω να παίζω μουσική όπως θα ήθελα να την ακούω σε ένα club όπου έχω πάει», λέει ο resident DJ Παναγιώτης Κοπανάς και τον πιστεύεις γιατί δεν παίζει ποτέ προκάτ κι επαναλαμβανόμενα sets, ενώ φροντίζει να αφήνει τα τραγούδια να ακούγονται ολόκληρα αντί να σε εξοντώνει με αλλαγές ανά 30 δευτερόλεπτα, όπως επιβάλλει η μόδα. «Για να αλλάξουμε αμάξι, ρωτάμε πρώτα τον Bjur», μου λένε οι μικρότεροι της ομάδας και με αποτελειώνουν, καθώς αποδεικνύουν ότι το «σεμνά, ταπεινά, ήρεμα και όμορφα», που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο το «Voodoo» έγινε το δημοφιλέστερο αθηναϊκό club, δεν αποτελεί καθόλου κλισέ στη συγκεκριμένη περίπτωση.