Instagram-ικά στέκια διασκέδασης και πολυχώροι εναλλακτικής λογικής, σημεία για fine drinking και για mainstream διασκέδαση, γεύσεις της θάλασσας και γεύσεις του κόσμου. Ο Πειραιάς διαθέτει κλασικά και νέα σημεία αναφοράς για έξοδο, ενώ διαμορφώνει με υπομονή το νέο οικιστικό και πολιτιστικό πρόσωπό του.
Ένα βράδυ στις αρχές Ιουνίου, βρεθήκαμε να καθόμαστε στα τραπέζια του μεζεδοπωλείου «Ρεβαΐζι» έξω στη Θερμοπυλών, πάνω στις σιδηροτροχιές του Τραμ Περάματος, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1936. Εκείνη την εποχή, σ’ αυτόν το δρόμο έκαναν πιάτσα οι εκδιωγμένες από τα γειτονικά Βούρλα πόρνες (οι μεγάλες σε ηλικία, γιατί όσες πέρναγε η μπογιά τους μεταφέρθηκαν στην Τρούμπα), που αποκαλούνταν καλντεριμιτζούδες, ενώ στα πάλκα της περιοχής τραγουδούσε ο ομοφυλόφιλος ρεμπέτης Κώστας Μασσέλος ή Νούρος, την καταραμένη ζωή του οποίου είχαμε έρθει για να παρακολουθήσουμε σε μια παράσταση δρόμου.
Όταν αυτή ολοκληρώθηκε, περπατήσαμε λίγα βήματα παραπέρα ως το «Pirée» (Κάστορος 78, 2104082700-02), το παλιό λαμαρινάδικο που μετατράπηκε σ’ έναν ατμοσφαιρικά φωτισμένο πολυχώρο, όνειρο πολλών ετών του πολυπράγμονος και οραματιστή interior designer Κοσμά Καραβά (Lab 71), και καθίσαμε σε μια από τις αντικέ καρέκλες του κεντρικού μοναστηριακού τραπεζιού για να συζητήσουμε όσα είχαμε δει.
Αργά, καταλήξαμε για ένα straight ποτό στο «Troubar» απ’ όπου έγινε η εκκίνηση για τη μεταμόρφωση της Τρούμπας σε πόλο νυχτερινής διασκέδασης – στην μπάρα αυτού του καθαρόαιμου, χαμηλά φωτισμένου bar, εξηγούσαμε υπό τους ήχους της funk και της soul σε κάποιους φίλους που κατέβαιναν για πρώτη φορά στους πάλαι ποτέ δρόμους των κόκκινων φαναριών ότι το σινεμά «Ολυμπίκ» απέναντι παίζει πορνό από το ’50.
Ενθουσιασμένοι από τον αμαρτωλό εξωτισμό της περιοχής, δεν υπολόγισαν την κούραση, οπότε κλείσαμε τη βραδιά με μια βόλτα στους δρόμους της Τρούμπας, για να δούμε τα χέρια με τα τατουάζ πίσω από την μπάρα του «Madama», το «Darling» που έχει στοιχεία από αμερικανικό diner και γαλλικό μπιστρό, το «Barouge» με ένα ολόκληρο κοντέινερ ως διακοσμητικό στοιχείο, το «El Chapo» που συνδυάζει cocktails και house, το απλό «Rouan Thai» που τιμούν οι φίλοι του ταϊλανδέζικου φαγητού και, βέβαια, το «Lola’s», με τη σκαμπρόζικη φωτεινή επιγραφή, στένσιλ με αναφορές στον παλιό Πειραιά και κεφάτη ατμόσφαιρα μέσα κι έξω.
Μέσα σ’ ένα βράδυ, μπήκαμε, λοιπόν, σε μια χρονομηχανή, η οποία περνώντας μέσα από τα εντατικά έργα οδοποιίας λόγω έλευσης του τραμ και του μετρό και βρίσκοντας το δρόμο παρά τις νέες μονοδρομήσεις μας ταξίδεψε στην ιστορία του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Σε μια ιστορία που εκτείνεται από τα λαμαρινάδικα του Αγίου Διονυσίου μέχρι μια σύγχρονη, πολύβουη πιάτσα διασκέδασης, όπου ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι τεράστιο γκράφιτι (στον «Σκαραβαίο» της οδού Φίλωνος 76) και αρχαία τείχη εκτίθενται κάτω από επιφάνειες plexiglass στο μαξιμαλιστικό café/restaurant/bar «Beluga».
Μιλώντας με τον Νίκο Διαμαντή, καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ο οποίος επιμελήθηκε την πλατφόρμα δράσεων «Γεφυρώνοντας τις Διαφορετικότητες» που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Ανοίγματος στην Πόλη του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών (εκεί είδαμε και την παράσταση «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές»), επιχειρήσαμε να ερμηνεύσουμε τη γοητεία που μας ασκεί ο Πειραιάς – και όχι μόνο επειδή τρέφει με τα φωτισμένα πλοία φαντασιώσεις απόδρασης.
Εκείνος, λοιπόν, μας υπέδειξε τις εμφανείς ρίζες του Πειραιά: «Υπάρχουν περιοχές παρθένες, στον Άγιο Διονύσιο, γύρω από την Πειραιώς και στις εργατικές συνοικίες του, αλλά και το ίδιο το λιμάνι, που αλλάζει ραγδαία, τα αρχοντικά της Καστέλλας και το ΔΘΠ, το οποίο έχει γίνει έπειτα από τρία χρόνια ένας πολιτιστικός προορισμός. Όλα αυτά δεν έχουν απλώς ένα φολκλορικό στίγμα, αλλά συνδέουν τα σημεία της ιστορίας του Πειραιά. Είναι οι ρίζες του, οι εμφανείς ρίζες του, οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση ρώμης».
Κατά τη γνώμη του Νίκου Διαμαντή, ο Πειραιάς εμπεριέχει μεγάλες αντιθέσεις και γι’ αυτό είναι μια πόλη με δυνατότητες ανάπτυξης: «Αυτές οι αντιθέσεις γειώνουν την κοινωνία, η οποία δεν στέκεται στον αέρα, δεν είναι μια κοινωνία νεόπλουτη, αλλά μια κοινωνία που το παλεύει και δημιουργεί το μέλλον της».
Με τον Γιάννη Σεμιτέκολο, ιδιοκτήτη του «Rockfellas Excelsior», που δεν θα ξεπεράσει ποτέ το κόλλημά του με τον Johnny Cash όπως αποδεικνύει ο αναμνηστικός τοίχος με τις φωτογραφίες πίσω από την μπάρα, θυμηθήκαμε μια διαφορετική πτυχή της πειραιώτικης ιστορίας. Δημοσιογράφος μεταξύ άλλων στο «αθηνόραμα», όπου έγραφε για το nightlife, με πήγε πίσω, στο «Market» και στο «Sail In» της Καστέλλας, στην μπλοκαρισμένη από τον κόσμο Ακτή Θεμιστοκλέους μπροστά στο «Αμερικάνικο» στα μέσα των ’90s, στην 34ου Πεζικού Συντάγματος των δεκάδων ελληνάδικων που ξεφύτρωσαν αμέσως μετά την υπερτοπική επιτυχία του «Καρπουζιού» και του «Βαρελάδικου», στην ακμαία περίοδο της Ακτής Δηλαβέρη με το «L’Action Follie» και το «Iguana», αλλά και σε μια χρυσή εποχή της Μαρίνας Ζέας όπου ήταν περιζήτητο ένα τραπέζι στο «Kitchen Bar» – η «Πισίνα» παραμένει αμετακίνητη.
Τα νέα σημεία αναφοράς
Μετά την πρόσφατη ανανέωσή του, το μητροπολιτικού αέρα «Rockfellas Excelsior» έφερε στoν Πειραιά το fine drinking με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή με θεματικές cocktail lists, guest bartendings, premium spirits, επανατοποθετώντας τον εαυτό του ως ένα νέο σημείο αναφοράς. Τέτοια υπάρχουν αρκετά ακόμη σε έναν Πειραιά που είχε να δει τόσα openings (ή re-openings) πολλά χρόνια.
Το «Mary Pickford», το «κρουαζιερόπλοιο» με τον art deco διάκοσμο, την εκπληκτική θέα στην αθηναϊκή ακτογραμμή και «καπετάνιους» τον Θάνο Προυναρούς του «Baba Au Rum» (στην cocktail list) και τον Λευτέρη Λαζάρου (στο συνοδευτικό φαγητό), το οποίο άραξε στην ταράτσα του –πολυβραβευμένου με αλλεπάλληλους Χρυσούς Σκούφους και αστέρια Michelin– εστιατορίου «Varoulko Seaside», σκοπεύει να κάνει τον Πειραιά προορισμό.
Το ίδιο και το bar/restaurant «Che», που γνώρισε instant success από την πρώτη μέρα λειτουργίας του και όχι μόνο εξαιτίας της τεράστιας τοιχογραφίας της Φρίντα Κάλο, την οποία δεν έχει μείνει άνθρωπος που να μην έχει μοιραστεί στα social media. Σε ένα όμορφο νεοκλασικό, ο συνιδιοκτήτης Τζίμης Αποστόλου (συνεταίροι του ο Ιωσήφ και ο Στέλιος Καπετανάκης), συλλέκτης παλαιών αντικειμένων, δημιούργησε ένα πολυεπίπεδο πανόραμα της λαϊκής νοτιο-αμερικανικής τέχνης – ο Αποστόλου, από τους γνωστότερους επιχειρηματίες της περιοχής, είναι και συν-δημιουργός του «Tony Bonanno», της τρατορίας που ο Martin Scorcese θα χρησιμοποιούσε οπωσδήποτε ως σκηνικό μαζί με το διπλανό «Tony’s Bar» αν γυρνούσε μια ταινία με Ιταλο-αμερικανούς γκάνγκστερ.
Το εκτός Πειραιά κοινό έχει εκτιμήσει επίσης πολύ το ενός έτους «Hams & Clams» (κι εμείς ιδιαίτερα το σφηνάκι Bloody Mary με το γαλλικής προέλευσης στρείδι από πάνω από όλο τον νόστιμο κατάλογο), ένα φωτεινό στους χρωματισμούς oyster bar με concept και στήσιμο που δεν συναντάς πουθενά αλλού στην Αθήνα. Είναι το αδερφάκι της wine pub «Corks & Forks» (στην απέναντι γωνία), δημιουργίες μιας ομάδας τεσσάρων ανθρώπων, των Παντελή Ζαρταλούδη, Δημήτρη Λύσσανδρου, Σταύρου Καραγιάννη και Μενέλαου Νικολάου οι οποίοι έχουν αξιοζήλευτο ενθουσιασμό και μεράκι.
Τα ίδια χαρακτηριστικά αναγνωρίζεις στον cool σομελιέ Γιάννη Καϋμενάκη, ο οποίος επιθυμεί να φέρει τα wine bars στα μέτρα της παρέας με το «Paleo», σε μια παλιά αποθήκη όπου το μάτι σου τραβάει η ξύλινη οροφή με τους φεγγίτες.
Άλλος ένας άνθρωπος με θέληση να δώσει εναλλακτικό χαρακτήρα στον Πειραιά είναι ο Κοσμάς Καραβάς, ο οποίος με τον συνεταίρο του Δημήτρη Παναγόπουλο και με τη ρετρομαξιμαλιστική ματιά του Άλεξ Πετράκη («Noel» κ.λπ.) ανακαίνισαν ως μεσοπολεμικό βερολινέζικο καμπαρέ το νεοκλασικό του «Belle Amie», του restaurant/bar με σεφ τον Χρήστο Τζιέρα, που έχει φέρει νέα πνοή στο Πασαλιμάνι από το άνοιγμά του το 2014.
Γαστρονομία αντιθέσεων
Η δεξιοτεχνία του Γιώργου Παπαϊωάννου στην επώνυμη υποδειγματική ψαροταβέρνα του Μικρολίμανου, η οποία χάρη στο εξαιρετικό τηγάνι και τη σχάρα αλλά και στη raw λογική της κέρδισε φέτος άλλο ένα Βραβείο Ελληνικής Κουζίνας, καθώς και η ισορροπία που κρατά ο Θανάσης Βασίλαινας στο «1920 Βασίλαινας» ανάμεσα σε πιάτα ελληνικής κουζίνας με πινελιές ήπιου μοντερνισμού και στα κλασικά πιάτα της θρυλικής ταβέρνας που είναι συνδεδεμένη με την ιστορία του Πειραιά, είναι η μία όψη της γαστρονομίας στην περιοχή. Η άλλη είναι οι θεόρατες μερίδες των burgers με τις λαχταριστές τηγανητές πατάτες στο «Μπαρ Μπεε Κιου» (όπου το «Κιου» θα μπορούσε να προέρχεται από το «queue», καθώς υπάρχει αναμονή όλες τις ώρες!).
Τέτοια δίπολα υπάρχουν πολλά. Από τη μία η απόλαυση του ολόφρεσκου ψαριού και των θαλασσινών στο κλασικό spot «Ζέφυρος», το πρώτο εστιατόριο για ψάρι στο Μικρολίμανο, στο μερακλίδικο «Θέα Θάλασσα» και στο «Jimmy’s Fish and the Sushi Tavern», κι από την άλλη το trendy pairing φαγητού και cocktail στο «Nude», αγαπημένο στέκι των στελεχών των ναυτιλιακών εταιρειών της Τρούμπας.
Ένα ακόμη δίπολο η «Μαργαρώ» με το εντελώς «βασικό» μενού και το νεο-νοσταλγικό «Υπερωκεάνειον» «απέναντι» στα νεανικού χαρακτήρα «Gazi College» και «Ιστιοπλοϊκός» (πρόσφατα ανανεωμένος κι αυτός και πάντα εξαιρετικά προνομιούχος ως προς την τοποθεσία με το εστιατόριο κάτω στη μαρίνα να αποτελεί το κρυμμένο και πιο ήσυχο μυστικό του).
Οι σύγχρονα εκτελεσμένες ελληνικές συνταγές του «Δυόσμου» με την ευχάριστη βεράντα μπορούν να συνυπάρχουν με τον «Άμπακο», ένα αυθεντικό steak house που δίνει έμφαση σε ιδιαίτερες κοπές και σε πολυτελή κρεατικά εισαγωγής. Και η world κουζίνα του «Kebab & Curry» ή του «Street Kitchen» με τους ψαρομεζέδες στον «Ηλία» και το «Ημεροβίγλι».
Όλες αυτές οι αντιθέσεις (για να επιστρέψουμε στο βασικό χαρακτηριστικό του Πειραιά) είναι που προσθέτουν στον πολυπρόσωπο λιμάνι ένα τοπίο γεύσης με ανοιχτούς ορίζοντες.
Specialty coffee σκέτη τρέλα
Το τρίτο κύμα του καφέ σκάει στη γωνία Μπουμπουλίνας και Καραΐσκου χάρη στο μεράκι των Μάριου και Μάνου Βλαχάκη και του Γιάννη Μπέση, που δημιούργησαν το λιτό και φωτεινό «Crazy Goat» και αυτοπροσδιορίζονται ως coffee nerds – καμία σχέση όμως με βλοσυρά διδακτικούς baristi, πρόκειται για χαμογελαστά και καλόκαρδα παιδιά. Εδώ χρησιμοποιούν κατά βάση ένα αποκλειστικό, ευχάριστο blend της Bridge Coffee Roasters από Αιθιοπία, Γουατεμάλα, Βραζιλία και Κολομβία, προσφέρουν μονοποικιλιακό καφέ (αυτή την εποχή από τη Νικαράγουα), ενώ διαθέτουν μεγάλο συνοδευτικό κατάλογο με highlights πληθωρικά Crazy Goat Eggs, pancakes αλμυρά ή γλυκά (πρωτότυπη η Red Velvet εκδοχή), σπιτική φραουλάδα, αλλά και cocktails που έχει φτιάξει ο Μάριος, bartender στο «A for Athens».
Ο industrial Άγιος Διονύσιος εξευγενίζεται
«Στόχος μας είναι ο Πειραιάς να κερδίσει το χαμένο στοίχημα του Βοτανικού», δηλώνει ο Πάνος Παναγιωτίδης, γενικός διευθυντής λειτουργικών δραστηριοτήτων της Dimand, η οποία επένδυσε σε τρία κτίρια του Παπαστράτου πίσω από τον Άγιο Διονύσιο, όπου σχεδιάζεται να δημιουργηθούν γραφεία, ξενοδοχειακή μονάδα, συνεδριακό κέντρο, καταστήματα και μουσείο της καπνοβιομηχανίας. Η ριζική ανάπλαση αυτού του «παρθένου» industrial τοπίου θα προχωρήσει επίσης με μια σειρά από νέα projects, τα οποία θα έχουν ως αφετηρία το «Pirée», που έχει δώσει τα σωστά πρώτα δείγματα για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η περιοχή.