ΚΑΝΣΑΣ

ΚΑΝΣΑΣ

  • KANSAS
  • 1989
  • Έγχρ.

Ενας περιπλανόμενος νεαρός γνωρίζεται μ'έναν υπόδικο από το Κάνσας και παίρνει αθελά του μέρος σε ληστεία τραπέζης.