Διονυσιακή κωμωδία, η οποία αυτοσχεδιάζει σεναριακά και παραδίδεται ηθελημένα στον αυτοσαρκασμό και στην (απόλυτη) αφέλεια, στοιχεία που δεν μπορούν όμως να υπονομεύσουν το στομφώδες, αλληγορικό φινάλε της.
Ήτανε, λέει, μια πολιτεία μαγεμένη. Ήτανε, λέει, μια χώρα δίχως φυλακή. Ήτανε, λέει, όλοι μαζί κι αγαπημένοι. Ήτανε λέει...» Ένα παλιό τραγούδι του Άκη Πάνου, καλού φίλου του Γιώργου Πανουσόπουλου, είναι η αφορμή για την επιστροφή του σκηνοθέτη του «Ταξειδιού του Μέλιτος», των «Απέναντι» και της «Μανίας» πίσω από την κάμερα έπειτα από 14 ολόκληρα χρόνια. Αυτήν τη χώρα, λοιπόν, όπου «κανείς δεν ήξερε να κλαίει» και την οποία ο Πάνου περιγράφει ως φαντασίωση ενός απελπισμένου –«Άσ’ τον να λέει, η στενοχώρια του τα φταίει. Άσ’ τον να λέει, του ’χει σαλέψει το μυαλό. Μπατίρης είναι, τον κυνηγάνε και τα χρέη... Άσ’ τον να λέει...»–, ο Πανουσόπουλος την βάζει σε μιαν άκρη του αιγαιοπελαγίτικου χάρτη και μας προσκαλεί να γνωρίσουμε το παλιομοδίτικο μα τόσο ανατρεπτικό για την εποχή μας modus vivendi.
Οδηγοί μας ένας Γάλλος ευρωβουλευτής και μια Ελληνίδα οικονομολόγος, οι οποίοι καταφθάνουν στο Αρμενάκι για να το «αξιολογήσουν» σύμφωνα με τα μοντέρνα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά πρότυπα. Το πρώτο που ακούν στο καΐκι που τους μεταφέρει στο νησί είναι πως «τα λεφτά είναι ντεμοντέ» και το δεύτερο πως απαγορεύονται τα αυτοκίνητα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα αναρχο-οικολογικά, την ώρα που φτάνουν στην πλατεία του χωριού ένα λαϊκό δικαστήριο εξετάζει την καταγγελία του τοπικού παπά εναντίον δύο νεαρών, οι οποίοι μόλις τον είδαν έπιασαν... τα αχαμνά τους.
Η αθώωσή τους δίνει τον (ιλαρότατο) τόνο τον οποίο έχει υιοθετήσει εξαρχής η ταινία και δεν εγκαταλείπει ποτέ. Το Αρμενάκι, ένας επίγειος παράδεισος όπου μια κοινωνία ανταλλακτικής οικονομίας κι ελευθέρων ηθών έχει βρει την απάντηση σε κάθε ερώτημα που βασανίζει τον αλλοτριωμένο πολιτισμό μας, είναι ένα ουτοπικό σινε-κατασκεύασμα, το οποίο η ασύμμετρη αυτή κωμωδία εξιδανικεύει και ταυτόχρονα υπονομεύει. Διότι κανείς εδώ δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά, ούτε καν η ταινία τον εαυτό της.
Χωρίς πλοκή, με ένα σενάριο-παρέλαση ενσταντανέ της χαρισάμενης καθημερινότητας του νησιού, απλοϊκότατες απαντήσεις σε κάθε «σοβαρό» ερώτημα, χαρακτήρες-καρικατούρες και μια παντελώς αδιάφορη ερωτική ιστορία, το τελευταίο φιλμ του Πανουσόπουλου είναι μια εφηβικής αθωότητας και παιδικής αφέλειας πρόταση φυγής από την ασφυκτική καθημερινότητα. Αδέξια όσο και παιχνιδιάρα, διαθέτει –δυστυχώς λιγοστές– στιγμές που η απενοχοποιημένη ειλικρίνειά της μοιάζει σημαντικότερη από τη φανερή αδυναμία (ή αδιαφορία;) της να ολοκληρωθεί αφηγηματικά. Θα μπορούσε μάλιστα να ήταν ακόμη και συγκινητική, αν δεν επέλεγε να κορυφωθεί ως μια σοβαροφανής αλληγορία/πολιτική πρόταση... επανάστασης (;), η οποία αποδιοργανώνει κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας ή κινηματογραφικής συνοχής.
Ελλάδα, Γαλλία. 2018. Διάρκεια: 90΄. Διανομή: FEELGOOD ENT.
Περισσότερες πληροφορίες
Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς δεν Ήξερε να Κλαίει
Ένας Γάλλος ευρωβουλευτής και μια Ελληνίδα οικονομολόγος καταφθάνουν στο ειδυλλιακό αιγαιοπελαγίτικο νησί Αρμενάκι, όπου έρχονται αντιμέτωποι με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής που δεν θα τους αφήσει ανεπηρέαστους.