Νοικιάζοντας τρεις διαφημιστικές πινακίδες στην είσοδο της πόλης, μια μητέρα καταγγέλλει την τοπική αστυνομία ως ανίκανη να βρει τον ένοχο για τη δολοφονία της κόρης της, μέσα από τις ανακοινώσεις που αναρτά. Ένα πολυεπίπεδο σενάριο οδηγεί ένα πικρό μα ταυτόχρονα αισιόδοξο δράμα πάνω σε μια επαρχιακή Αμερική γεμάτη από τη μία σκοτεινές και από την άλλη διασκεδαστικές αντιφάσεις. Μεγάλο οσκαρικό φαβορί, βραβευμένο με τέσσερις Χρυσές Σφαίρες.
"Βιάστηκε και δολοφονήθηκε". "Και ακόμη καμία σύλληψη". "Πώς κι έτσι, αστυνόμε Γουίλουμπι;" Με το ξεκίνημα της ταινίας η Μίλντρεντ νοικιάζει τις τρεις άδειες διαφημιστικές πινακίδες στην είσοδο του Έμπινγκ, στο Μιζούρι, και αναρτά αυτές τις ανακοινώσεις. Έχουν περάσει μήνες από το βιασμό και τη δολοφονία της κόρης της χωρίς η τοπική αστυνομία να έχει διαλευκάνει την υπόθεση, οπότε η μεσήλικη, χωρισμένη ηρωίδα, η οποία ζει πλέον με τον έφηβο γιο της, πιστεύει πως δεν μπορεί να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους.
Με δυναμικό βλέμμα, πικρόχολο χιούμορ και αποφασιστικότητα στην κάθε κίνηση, η Μίλντρεντ της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ (έτοιμη για το δεύτερο ερμηνευτικό της Όσκαρ) κερδίζει άμεσα τη συμπάθειά μας. Απέναντί της στέκεται η ένστολη εξουσία της πόλης, με αντιπροσώπους τον μειλίχιο σερίφη Γουίλουμπι και τον ρατσιστή, οξύθυμο βοηθό του Ντίξον (ένας απολαυστικός Σαμ Ρόκγουελ). Στη μέση όλων αυτών, οι κάτοικοι του Έμπινγκ δυσανασχετούν με τις εξελίξεις και την αρνητική δημοσιότητα που αυτές επιφέρουν, νιώθοντας μάλλον αμήχανα. Από τη μία συμπονούν τη Μίλντρεντ και από την άλλη συμπαθούν τον δίκαιο αστυνομικό διευθυντή.
Σε παρόμοια θέση, ο Βρετανός Μάρτιν ΜακΝτόνα της οσκαρικά υποψήφιας "Αποστολής στην Μπριζ" και της θεατρικής επιτυχίας "Ο πουπουλένιος" ξετυλίγει την πλοκή τού δεξιοτεχνικά γραμμένου δράματός του, αρχίζοντας μεθοδικά, αργά και περίτεχνα να μας αποκαλύπτει την "άλλη πλευρά του νομίσματος". Τη σχέση της Μίλντρεντ με την κόρη, τον γιο και τον πρώην σύζυγό της, αυτήν του Ντίξον με τη μητέρα του κι εκείνη του Γουίλουμπι με την οικογένειά του. Η βιτρίνα καθεμίας από αυτές κρύβει μυστικά για το εσωτερικό της και η αλληλεπίδρασή τους ξετυλίγει μια (ιλαρο)τραγωδία σαιξπηρικών διαστάσεων, γεμάτη ανατροπές κι εκπλήξεις. Εκπλήξεις που έχουν να κάνουν με τα περίπλοκα και βαθιά αντιφατικά, βγαλμένα από την αληθινή ζωή κίνητρα των χαρακτήρων, των οποίων οι πράξεις φέρνουν συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα από τις –αγνές ή εκδικητικές– προθέσεις που τις προκάλεσαν.
Ανάμεσα στην αστεία και τη δραματική της διάσταση, λοιπόν, η αναστάτωση που φέρνουν οι τρεις πινακίδες στο Έμπινγκ γίνεται ο καταλύτης για να έρθουν στο προσκήνιο όλες οι ανεξέλεγκτες και απωθημένες δυνάμεις που συγκροτούν τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, όπου η μισαλλοδοξία, ο αλτρουισμός, η προκατάληψη και η ελπίδα βαδίζουν χέρι χέρι. Με βιτριολική ειρωνεία, διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, συγκινητική μελαγχολία, αναφορές στο γουέστερν, στους αδερφούς Κοέν και στη Φλάνερι Ο’Κόνορ ("Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν"), ο ΜακΝτόνα τις περιπλέκει με πολιτικά μη ορθή διάθεση και μοναδική κινηματογραφική δεινότητα, αποσπώντας 4 Χρυσές Σφαίρες (ταινίας, σεναρίου, α΄ γυναικείου ρόλου και β΄ αντρικού) και βάζοντας πλώρη για άλλα τόσα Όσκαρ.
ΗΠΑ. 2017. Διάρκεια: 115΄. Διανομή: ODEON.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
Νοικιάζοντας τρεις διαφημιστικές πινακίδες στην είσοδο της πόλης, μια μητέρα καταγγέλλει την τοπική αστυνομία, η οποία δεν έχει βρει τον ένοχο για το βιασμό και τη δολοφονία της κόρης της, μέσα από τις ανακοινώσεις που αναρτά.