Ο Σμαραγδής βιογραφεί με καθαρά χρώματα και άπλετο φως ακόμη έναν επιφανή Έλληνα, μένοντας πιστός στην αγιογραφική και πλήρως περιγραφική προσέγγιση την οποία έχει (πιο επιτυχημένα) υιοθετήσει από τον «Ελ Γκρέκο».
Κρητικός και θαυμαστής του Ελ Γκρέκο, ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο αγαπημένος λογοτέχνης του συμπατριώτη του Γιάννη Σμαραγδή, ο οποίος μετά τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και τον Ιωάννη Βαρβάκη βιογραφεί τώρα τον Έλληνα σπουδαιότερο πεζογράφο, βασισμένος στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη εκδόθηκε το 1961, μετά το θάνατό του, και οδηγεί την πιστή στα γεγονότα πλοκή της ταινίας, η οποία δηλώνει εξαρχής πως την κρατά σταθερά ως οδηγό: το 1956 και στην Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας, ενώ ο ήρωάς μας διαβάζει κεφάλαια του ημιτελούς έργου στη σύζυγό του Ελένη, επιστρέφει στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του ξεκινώντας από την επανάσταση του 1897 και την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έζησε σχεδόν όλα του τα χρόνια κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, καθώς ήδη από το 1907, σε ηλικία μόλις 24 ετών, έγινε διάσημος στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους με το δράμα του «Ξημερώνει». Φίλοι και συγγενείς έγραψαν όσα πέρασαν μαζί του, η ογκώδης αλληλογραφία του (ειδικά με τον Παντελή Πρεβελάκη) είναι δημοσιευμένη κι έτσι, πέρα από την «Αναφορά στον Γκρέκο», ο Γιάννης Σμαραγδής έχει στα χέρια του υπεράφθονο υλικό για να πλησιάσει κινηματογραφικά έναν συναισθηματικά τρικυμιώδη και ιδεολογικά παθιασμένο καλλιτέχνη, ο οποίος χάραξε μια ανήσυχη πορεία «ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες».
Όπως και στις προηγούμενες δύο ταινίες του («Ελ Γκρέκο», «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι»), ο σκηνοθέτης επιλέγει μια καθαρά περιγραφική προσέγγιση μέσα από αποσπασματικά επεισόδια-σκηνές που παραπέμπουν στη λογική της ακαδημαϊκής, παλιομοδίτικης πλέον τηλεταινίας. Πολλά από αυτά έχουν προσαρμοστεί μυθοπλαστικά, και μάλιστα προς μια έντονη θρησκευτική κατεύθυνση, δεν διατηρούν όμως ένα ενιαίο ύφος, καθώς ο καρικατουρίστικος στόμφος του Σικελιανού, η παρουσία της γειτόνισσας/«καλής μάγισσας» που επιμένει (χωρίς να μάθουμε ποτέ το γιατί) να μην πραγματοποιήσει το ζευγάρι το ταξίδι στην Κίνα, υλικό από τα Επίκαιρα, όνειρα κι ένα κατά περίσταση έντονο στιλιζάρισμα (το ταξίδι του τρένου, η κρουαζιέρα στο Αιγαίο) δημιουργούν σαφή διηγηματική σύγχυση.
Σύγχυση που επιτείνεται από επιλογές όπως αυτή που θέλει τον ετοιμοθάνατο 74χρονο Καζαντζάκη να τον ερμηνεύει άλλος ηθοποιός (Στέφανος Ληναίος) από τον φιλότιμο Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, ο οποίος τον ενσαρκώνει από τα 15 μέχρι τα 73 (!) του, υπονομεύοντας έτσι την αληθοφάνεια της ταινίας και αδυνατίζοντας το δραματικό πυρήνα της. Αυτόν που θέλει να αναδείξει την κοπιώδη πορεία ενός ανθρώπου από το σκοτάδι προς το φως, μόνιμη θεματική του σκηνοθέτη, χωρίς όμως τούτη να υποστηρίζεται από κάποιο σοβαρό εξωτερικό εμπόδιο ή ουσιαστικό εσωτερικό δίλημμα. Έτσι όλα αρχίζουν, προχωρούν και τελειώνουν σαν μια άσπιλη, μονοδιάστατη αγιογραφία.
Ελλάδα. 2017. Διάρκεια: 122΄. Διανομή: AUDIOVISUAL/ODEON.
Περισσότερες πληροφορίες
Καζαντζάκης
Διαβάζοντας στη σύζυγό του Ελένη την αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο» που έχει σχεδόν ολοκληρώσει, ο Νίκος Καζαντζάκης αναπολεί την πολυτάραχη ζωή του.