Στη Νέα Υόρκη του 1981, μιας από τις βιαιότερες χρονιές στην ιστορία της πόλης, ένα φιλόδοξος μετανάστης καλείται να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την ανερχόμενη επιχείρηση και την οικογένειά του. Ο «Νονός», το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου κι ένας ενδιαφέρων σκηνοθέτης («Ο Δρόμος του Χρήματος», «Όλα Χάθηκαν») συνθέτουν το σκοτεινό και πολυδιάστατο, αλλά υπερβολικά βραδυφλεγές και χαμηλότονο πορτρέτο ενός μοντέρνου κινηματογραφικού ήρωα.
Με αφορμή την πραγματική ιστορία της Lehman Brothers, ο Τζέι Σι Τσάντορ είχε περιγράψει διεισδυτικά με το προ τετραετίας υποψήφιο για Όσκαρ σεναρίου ντεμπούτο του «Ο Δρόμος του Χρήματος» την κυνική, διάφανη ηθική μιας ολόκληρης οικονομικής πραγματικότητας και κοινωνικής δομής. Μετά το μικρό διάλειμμα του «Όλα Χάθηκαν», επιστρέφει στις καίριες πολιτικοκοινωνικές του παρατηρήσεις και τη Νέα Υόρκη του 1981, της χρονιάς με τα περισσότερα καταγεγραμμένα περιστατικά βίας στη σύγχρονη ιστορία της μεγαλούπολης. Αφήνοντας πίσω της την πικρή γεύση από τον πόλεμο του Βιετνάμ, το Γουότεργκεϊτ και τα σκοτεινά ’70s, η Αμερική μπαίνει σε μια καινούργια (ρεϊγκανική) δεκαετία με νεοφιλελεύθερη φόρα και άμετρες φιλοδοξίες νεοπλουτισμού – τη δελεαστική υπόσχεση εισόδου σε ένα νέο καπιταλιστικό παράδεισο.
Ο Έιμπελ Μοράλες βρίσκεται μιαν ανάσα από την υλοποίησή της, βλέποντας την εταιρεία διακίνησης πετρελαίου του να ανέρχεται δυναμικά και να μπαίνει στο μάτι των ανταγωνιστών. Όταν αρχίσουν, λοιπόν, να παρατηρούνται τα πρώτα κρούσματα κλοπής φορτίων, προσπαθεί να βρει λύση μέσω νόμιμων οδών, γεγονός που μοιάζει όμως να μην αποδίδει. Ταυτόχρονα η οικογένειά του δέχεται απειλητικές επισκέψεις, ενώ ο εισαγγελέας διεξάγει έρευνα στα λογιστικά του, κάτι το οποίο τον εμποδίζει από το να προχωρήσει σε μια μεγάλη επένδυση ακινήτου που σχεδιάζει. Δεχόμενος από παντού πιέσεις, ακόμη και από την ίδια τη γυναίκα του, αρνείται πεισματικά να καταφύγει σε παράνομες και βίαιες μεθόδους.
Η saga του κοπολικού «Νονού» αποτελεί τον κινηματογραφικό οδηγό του ταλαντούχου Τζέι Σι Τσάντορ, ο οποίος όχι μόνο σκιαγραφεί τον βασικό ήρωα σαν έναν μικρό Μάικλ Κορλεόνε, αλλά υιοθετεί ακόμη και τη φωτογραφική προσέγγιση της εμβληματικής τριλογίας (τα ρεμπραντικά σκούρα του Γκόρντον Γουίλις), με τον Μπράντφορντ Γιανγκ του «Selma» να αναδεικνύει ως ντεκόρ του δράματος μια χειμωνιάτικη, γεμάτη ημίφωτα και σκιές Νέα Υόρκη. Αργά και μεθοδικά χτισμένο, το εν λόγω δράμα εστιάζει στην εσωτερική πάλη ενός φιλόδοξου, μα τίμιου ανθρώπου στο κυνήγι του νέου αμερικανικού ονείρου.
Η δράση γύρω του είναι λιγοστή –η ταινία φέρνει στο νου και τον επίσης «ημιφωτισμένο» κινηματογραφικό κόσμο του Τζέιμς Γκρέι («Η Μικρή Οδησσός», «Σε Επικίνδυνη Τροχιά»)–, αλλά αποτυπώνει αποτελεσματικά τις κοινωνικές συνιστώσες που περιορίζουν τον ορίζοντά του και καθορίζουν τις πράξεις του. Καθαρές και ταυτόχρονα ανήθικες, θαρραλέες όσο και τραγικά προβλέψιμες, αυτές οδηγούν έναν άνθρωπο στην πολυτελή απανθρωποποίηση και μια χώρα στην οργασμική επιχειρηματική ευφορία, διαδικασία που ο Τσάντορ αναλύει διεξοδικά, αλλά με λιγότερη δραματική δύναμη (η υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Τζέσικα Τσάστεϊν, για παράδειγμα, μένει ελαφρώς αναξιοποίητη) και αφηγηματική σπιρτάδα απ’ όση θα έκανε πραγματικά συναρπαστικό το κινηματογραφικό υλικό του.
ΗΠΑ. 2014. Διάρκεια: 125΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ FILM, SEVEN FILMS.
Περισσότερες πληροφορίες
Στα Χρόνια της Βίας
Στην Νέα Υόρκη του 1981, μιας από τις βιαιότερες χρονιές στην ιστορία της πόλης, ένας φιλόδοξος μετανάστης-ανερχόμενος επιχειρηματίας βλέπει τους ανταγωνιστές του να ληστεύουν όλο και συχνότερα τα πετρελαιοφόρα φορτηγά του. Η προσπάθειά του να βρει λύση μέσω νόμιμων οδών μοιάζει να μην αποδίδει, αλλά παρά την ασφυκτική πίεση αρνείται να καταφύγει σε παράνομες και βίαιες μεθόδους.