Στη Βιρτζίνια του 1864 ένας τραυματισμένος στρατιώτης των Βορείων βρίσκει καταφύγιο σε ένα οικοτροφείο θηλέων, όπου ξυπνάει καταπιεσμένα ένστικτα και φονικές αντιπαλότητες. Βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες για το «ηλεκτρισμένο» ριμέικ ενός κλειστοφοβικού γουέστερν του 1971, που υιοθετεί τη γυναικεία –και τολμηρά κυνική– οπτική πάνω στον πόλεμο των δύο φύλων και τον διαρκή αμερικανικό «εμφύλιο».
Ο υποψήφιος για δύο Όσκαρ σεναριογράφος και δηλωμένος κομουνιστής Άλμπερτ Μαλτζ είχε συμπεριληφθεί στη διαβόητη μακαρθική Μαύρη Λίστα και ήταν ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», τους κινηματογραφιστές που απολύθηκαν το 1947 από τη δουλειά τους και φυλακίστηκαν επειδή αρνήθηκαν να καρφώσουν συναδέλφους τους στην επιτροπή αντιαμερικανικών ενεργειών. Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε το «Cloak and Dagger» (1946) του Φριτς Λανγκ και τη «Γυμνή Πόλη» (1948) του Ζιλ Ντασέν, με «βιτρίνα» τον Μάικλ Μπλάνκφορτ το «Σπασμένο Βέλος» (1950) του Ντέλμερ Ντέιβς και αργότερα τα «Οι Γύπες Πετούν Χαμηλά» (1970) και «Ο Προδότης» (1971), αμφότερα με σκηνοθέτη τον Ντον Σίγκελ και πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ.
Βασισμένος σε μυθιστόρημα του Τόμας Κάλιναν, ο «Προδότης» είναι ένα ιδιότυπο γουέστερν που μας μετέφερε στη Βιρτζίνια του εμφυλίου την ώρα που έξω από την κινηματογραφική αίθουσα ο πόλεμος του Βιετνάμ κορυφωνόταν και δίχαζε την αμερικανική κοινή γνώμη. Στο φιλμ ένας τραυματισμένος στρατιώτης των Βορείων βρίσκει καταφύγιο σε ένα οικοτροφείο θηλέων. Η πρόθεση των γυναικών είναι να τον παραδώσουν στις περιπόλους των Νοτίων, όμως η διευθύντρια αποφασίζει να τον κρύψει και να τον περιθάλψει, γεγονός που θα ξυπνήσει κρυφούς πόθους και σφοδρούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις κοπέλες, τους οποίους ο στρατιώτης θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί για να διαφύγει. Πρόκειται για ένα κλειστοφοβικό δράμα που φλερτάρει με το θρίλερ και μια αλληγορία πάνω τόσο στη μάχη των δύο φύλων όσο και στην αμερικανική εσωτερική πολιτικοκοινωνική αντιπαράθεση της εποχής, ένα από τα λιγότερο γνωστά διαμάντια της φιλμογραφίας του Ίστγουντ.
Ευαίσθητη πάνω στα θέματα γυναικείας ενηλικίωσης («Αυτόχειρες Παρθένοι», «Χαμένοι στη Μετάφραση», «Μαρία Αντουανέτα»), η Σοφία Κόπολα διασκευάζει έπειτα από 36 χρόνια την ταινία του Σίγκελ, μένοντας πιστή στην πλοκή, μεταθέτοντας όμως ελαφρά το δραματικό βάρος προς τη θηλυκή πλευρά, η οποία είναι η πλέον αντιφατική και (γι’ αυτό) η πιο ενδιαφέρουσα. Γύρω από την αυστηρή και πειθαρχημένη μις Μάρθα τής για άλλη μία φορά υποδειγματικής Νικόλ Κίντμαν, διαφορετικές γυναικείες ψυχοσυνθέσεις δελεάζονται και απωθούνται από το επιβλητικό αρσενικό, αλλάζοντας έτσι τη δυναμική της απομονωμένης μικροκοινωνίας.
Η Κόπολα φορτίζει με μεγάλη ένταση την αναταραχή που προκαλεί ο στριμωγμένος από τις περιστάσεις στρατιώτης (ο οποίος εκμεταλλεύεται την εξουσία του φύλου του) και η οποία δεν αργεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Κρατώντας τον πόλεμο σε απόσταση, σπρώχνει σε δεύτερο επίπεδο την πολιτική παραβολή κι επικεντρώνεται στη μάχη μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, δυναμώνει το σασπένς κι επιβάλλει μια γοτθική, απειλητική ατμόσφαιρα (φωτογραφία από τον Φιλίπ λε Σουρ του «The Grandmaster» του Γουόνγκ Καρ-Βάι), για να κερδίσει το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κανών και πιθανότατα αρκετές υποψηφιότητες στα επερχόμενα Όσκαρ.
ΗΠΑ. 2017. Διάρκεια: 94΄. Διανομή: UIP.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Αποπλάνηση
Στη Βιρτζίνια του 1864 ένας τραυματισμένος στρατιώτης των Βορείων βρίσκει καταφύγιο σε ένα οικοτροφείο θηλέων, όπου ξυπνάει καταπιεσμένα ένστικτα και φονικές αντιπαλότητες.