
Για τους Κόρε. Ύδρο., πρώτα άκουγες να μιλάνε για αυτούς και μετά έβαζες να τσεκάρεις κάποιο κομμάτι τους. Το κερκυραϊκό συγκρότημα αποτελεί τοτέμ των gen Xers που τριαντάρησαν λίγο πριν τη λαίλαπα της κρίσης, αφού ήταν η πρώτη (όντως) σπουδαία, ντόπια μπάντα που γεννήθηκε μπρος στα μάτια τους, σε εποχή που ορισμένοι έψαχναν μανιωδώς πώς η Αθήνα θα γίνει Μέκκα του εναλλακτικού ήχου, έννοια που τότε σήμαινε ακόμα κάτι. Ο αντίστοιχος Τύπος είχε χρησιμοποιήσει κάθε διονυσιακή υπερβολή για να αποδώσει τόσο την πολυτιμότητα της μουσικής τους, όσο και τη διαπεραστικότητα των θρυλικών σήμερα συναυλιών τους στο Gagarin 205 και στο πρώιμο six d.o.g.s. Θυμάμαι ακόμα, στο λύκειο, να διαβάζω αυτά τα άρθρα και από τη μία να θαυμάζω το δημοσιογραφικό οίστρο, από την άλλη να αναρωτιέμαι τι φάση αυτοί οι Κόρε. Ύδρο.; Όταν, λοιπόν, φτάνει η ώρα για το παρθενικό "play" είναι μάλλον δύο τα τινά. Αφενός να ταυτιστείς με το μεταμοντέρνο σμίξιμο της ελληνικής μουσικής παράδοσης και του θορυβώδους ηλεκτρικού ήχου, κοινώς απενοχοποιώντας όσους άκουγαν Sonic Youth και Nirvana, σνόμπαραν τα μπουζούκια, αλλά γίνονταν τάπα στο Batman τραγουδώντας Μπιθικώτση. Αφετέρου, να γυρίσεις τα μάτια από ετεροντροπή στο άκουσμα μιας έντεχνης ρομαντικής επιτήδευσης, αλλά και μερικών συνθέσεων που ενίοτε θύμιζαν τα ‘90s riffs των Καρρά-Παπαδόπουλου-Ζαμπέτα στις Τρύπες. Παραδόξως(;), προσωπικά, μου έλαχε η πρώτη περίπτωση.

Οπότε, η πρεμιέρα του "Εδώ Μιλάνε για Λατρεία" (Βύρωνας Κριτζάς) στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (6-16/3) το οποίο αναμετράται με τον κόσμο των Κόρε. Ύδρο. αποτελούσε μονόδρομο, αν και εύλογα η ευρύτερη προσμονή γύρω του ήταν ήδη στα ύψη και δεν περιορίζεται στη δεδομένη δημοφιλία του σχήματος. Όπως κάθε σημαντική μπάντα, έτσι και οι Κερκυραίοι, ήρθαν αντιμέτωποι με καλλιτεχνικές έριδες μεταξύ των δύο κομβικών μελών, του Παντελή Δημητριάδη και του Αλέξανδρου Μακρή, αλλά και μια ηχηρή διάλυση που άφησε εμβρόντητους τους θαυμαστές τους. Βάλσαμο, ως ένα βαθμό, η μετέπειτα σόλο πορεία του Δημητριάδη με τα Παιδιά της Παλαιότητας. Το γεγονός παραμένει, βέβαια, ότι οι Κόρε. Ύδρο όχι μόνο αποτελούν ζωτικό κομμάτι της πρόσφατης ποπ κουλτούρας, αλλά και ότι έχουν αφήσει αρκετά αναπάντητα ερωτήματα γύρω από το μουσικό βίο τους.
Ο άψογος τίτλος του ντοκιμαντέρ δίνει το αφηγηματικό στίγμα που το διατρέχει. Οι Κόρε. Ύδρο. έλαβαν και λαμβάνουν παθιασμένο, αφιλτράριστο θαυμασμό από το κοινό, αλλά δεν έχουν αποφύγει -οκ, όχι όλοι- την παγίδα του να εγκλωβίζεσαι στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για εσένα, βιώνοντας μια εσωτερική φθορά που έρχεται αναπόφευκτα με την έκθεση και την αποδοχή. Πρόκειται για μία από τις βασικες και πραγματικά ενδιαφέρουσες πτυχές που θίγει ο Κριτζάς, ένας αναγνωρισμένος δημοσιογράφος στην πρώτη κινηματογραφική δουλειά του, ο οποίος αποδεικνύεται άρτια διαβασμένος απέναντι στο θέμα του, αμήχανος, ωστόσο, στο ρόλο του σκηνοθέτη.

Βασική αιτία είναι η εξής. Καθώς το "Εδώ Μιλάνε για Λατρεία" αναπτύσσεται ως ένα τυπικό talking head ντοκιμαντέρ, από αυτά που σε κερδίζει η αξία του αρχειακού ή μη υλικού και η αυθεντικότητα των συμμετεχόντων, αμφότερα εν αφθονία εν προκειμένω, λείπει ένας σταθερός σεναριακός άξονας που να οδηγεί σε μια δραματουργική κορύφωση. Ενώ η γοητεία της εποχής σχηματισμού των Κόρε. Ύδρο. και η ‘00s νοσταλγία αντιπαραβάλλονται υποβλητικά με το σασπένς της ρήξης Δημητριάδη-Μακρή που φτάνει από στιγμή σε στιγμή, όταν η ταινία αγγίζει τη μία ώρα αλλάζει ρότα και στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπικότητα του εμβληματικού frontman. Επιλογή που φυσικά ευσταθεί ως ένα βαθμό, αλλά προκαλεί και μια κάποια αβολότητα, διότι ο Δημητριάδης στέκεται στο μεταίχμιο της περφόρμανς, της ειρωνείας, της ειλικρινούς εξομολόγησης, της σπαρταριστικής ατάκας, αλλά και του εξυπνακισμού, χωρίς σαφή αφηγηματική στόχευση. Στοιχεία που υπό μία έννοια χαρακτηρίζουν τους Κόρε. Ύδρο., αλλά κινηματογραφικά προκύπτουν περίπου κατά λάθος, μέσα από το ερμηνευτικό σολάρισμα του καλλιτέχνη και το ακατάκτο μοντάζ.
Συμπεραίνοντας, το "Εδώ Μιλάνε για Λατρεία" μπορεί να έρχεται με τις ατέλειές του, αλλά αποτελεί μια καίρια καταγραφή της ιστορίας ενός μουσικού σχήματος που θέλοντας και μη στιγμάτισε και άλλαξε ζωές. Κάποια στιγμή δε, η αναφορά του Δημητριάδη στους Pavement, ως ένα από τα συγκροτήματα που τον επηρέασαν, με έκανε να καγχάσω. Οι Αμερικανοί μοιράζονται με τους Κερκυραίους παρόμοιας μορφής, well, λατρεία και αναγνώριση, όπως και ότι διακατέχονταν από το απωθημένο της μαζικής απήχησης που μονίμως τους διέφευγε. Οι Κόρε. Ύδρο. πάντως είναι, ξεκάθαρα, καλύτεροι από τους Pavement. Ίσως.
Διαβάστε όλα τα νεότερα από το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εδώ.