
Όχι πολλά χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια ενός διεθνούς κινηματογραφικού φεστιβάλ, βρισκόμουν στο λόμπι ενός ξενοδοχείου, περιμένοντας να κάνω μια συνέντευξη. Κάποια στιγμή από ένα παρακείμενο δωμάτιο βγήκε ένας γνωστός Ευρωπαίος ηθοποιός, που για λόγους εχεμύθειας θα παραμείνει ανώνυμος, ο οποίος μου έπιασε την κουβέντα βλέποντας πως φοράω μπλούζα με το όνομα της Κλερ Ντενί, σκηνοθέτριας που λάτρευε και με την οποία είχε συνεργαστεί. Καθώς προχωρούσε η συζήτηση, μου εκμυστηρεύτηκε πως μέσω της Γαλλίδας γνώρισε στο παρελθόν τον Ρόμπερτ Πάτινσον και είχε έτσι την ευκαιρία να μάθει το υποκριτικό "μυστικό" του: μασάει συνέχεια τσίχλα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, την οποία κρύβει όταν ξεκινούν οι λήψεις. Γέλασα καλοσυνάτα στο άκουσμα της "αποκάλυψης", αφού εκτός από… παραφουσκωμένη, η ιστορία μου φάνηκε και λιγάκι κακεντρεχής. Ο 38χρονος Βρετανός, εξάλλου, είναι σαφώς διασημότερος από εκείνον. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι το αφήγημα (προσωπικά επιλέγω το δεύτερο), το βέβαιο είναι πως ο Πάτινσον συμπληρώνει φέτος είκοσι χρόνια ακριβώς που απασχολεί το σινεμά και κατ’ επέκταση τη μοντέρνα ποπ κουλτούρα, στην οποία έχει αφήσει ένα διακριτό αποτύπωμα. Η επιστροφή του στο προσκήνιο μέσω του "Mickey 17", του φιλόδοξου sci-fi διά χειρός Μπονγκ Τζουν-χο ("Παράσιτα"), μας υποχρεώνει να εντρυφήσουμε στην περίπτωσή του και σε μια καριέρα η οποία, στ’ αλήθεια, δεν είχε ποτέ της τίποτα το συνηθισμένο.

Ένας κατεξοχήν μιλένιαλ σταρ
Το ημερολόγιο έγραφε 2005 όταν ο Πάτινσον συστήθηκε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό, ενσαρκώνοντας τον Σέντρικ Ντίγκορι στο "Κύπελλο της Φωτιάς", το τέταρτο κεφάλαιο στο κινηματογραφικό franchise του "Χάρι Πότερ". Θα θυμάστε πως ο συγκεκριμένος χαρακτήρας παίζει δευτερεύοντα πλην όμως κομβικό ρόλο στα τεκταινόμενα της μαγικής περιπέτειας, ισορροπία που τήρησε και με το παραπάνω ο νεαρός, τότε, ηθοποιός. Αφού κατάφερε να ξεχωρίσει, δεν άργησε να "κλειδώσει" τη συμμετοχή του στη σειρά ταινιών που θα του άλλαζε τη ζωή, όπως επίσης το ρου του εμπορικού σινεμά των 00s. Ως Έντουαρντ Κάλεν στο "Λυκόφως" (Κάθριν Χάρντγουικ, 2008), συνδυαστικά με την παρουσία της συμπρωταγωνίστριάς του Κρίστεν Στιούαρτ, μετατράπηκε σε αντικείμενο εμμονικού θαυμασμού από ορδές νεαρών θεατών, εξασφαλίζοντας την επιτυχία των διασκευών των βιβλίων της Στέφανι Μέγιερ. Εκείνες, με τη σειρά τους, εγκαινίασαν τη δυναμική τάση ανάπτυξης mainstream αφηγήσεων που απευθύνονται κατεξοχήν σε εφήβους, εξοικειώνοντάς μας παράλληλα με την έννοια του κινηματογραφικού κόσμου που αναπτύσσεται σε συνέχειες, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο για την εμφάνιση του Marvel Cinematic Universe.

Παράπλευρες ωφέλειες μιας δουλειάς στην οποία ο Πάτινσον ναι μεν χρωστάει τη δημοφιλία του, δεν αποτελεί ωστόσο ενδεικτικό δείγμα του ταλέντου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ολοκληρώθηκαν οι υποχρεώσεις του "Λυκόφωτος" και ύστερα από ορισμένες εμφανίσεις που ενδέχεται να έχει ξεχάσει και ο ίδιος ("Νερό για Ελέφαντες", "Επικίνδυνο Πάθος"), ο Βρετανός προέβη σε κινήσεις που ήρθαν σε ρήξη με τη δημόσια εικόνα του, αυτήν του μοιραίου μυστηριώδους γόη, ώστε να φτιάξει από την αρχή το υποκριτικό προφίλ του. Η αρχή έγινε με το "Cosmopolis" (2012), το οποίο αρκετά υποτιμητικά για τον ίδιο διαφημίστηκε ως η πρώτη "σοβαρή" ταινία του, λόγω του ονόματος του "πολύ" Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ πίσω από την κάμερα, αλλά και της συμμετοχής της στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών. Το αποτέλεσμα, εντέλει, δεν δικαίωσε τους συντελεστές, φάνηκε όμως ότι ο Πάτινσον "ψήνεται" για πιο παράξενα πράγματα. Εξάλλου δεν διαλέγεις το ρόλο ενός εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου δανδή που κάνει (υπερ)καπιταλιστικές μπίζνες από το πίσω κάθισμα μιας λιμουζίνας αν δεν είσαι αποφασισμένος να δοκιμάσεις πράγματα στη φιλμογραφία σου. Έπειτα, με κάποιο τρόπο έπρεπε να δείξει στον κόσμο ότι βρίσκεται σε άλλη φάση, όπως εξάλλου κι η πλειονότητα των θαυμαστών του που σιγά σιγά τελείωναν το σχολείο, αν δεν βρίσκονταν ήδη στο πανεπιστήμιο…
Στον ωκεανό του arthouse
Από περιζήτητος σταρ και αφίσα σε εφηβικά δωμάτια, ο Βρετανός έγινε στα 10s αγαπημένος των ανεξάρτητων παραγωγών, επιλέγοντας συνεργασίες οι οποίες μπορεί να μην είχαν απαραιτήτως στόχο να σπάσουν τα ταμεία, αλλά σίγουρα θα έβαζαν στον ίδιο καλλιτεχνικές προκλήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το άψογο "The Rover" (Ντέιβιντ Μισό, 2014), ένα δυστοπικό αυστραλέζικο γουέστερν που τοποθετείται σε ένα μέλλον έπειτα από μια φρικτή πολιτισμική καταστροφή. Σαν ένα εγκεφαλικό "Mad Max", το φιλμ περιστρέφεται γύρω έναν πρώην στρατιώτη (Γκάι Πιρς), που απλώς προσπαθεί να επιβιώσει, έχοντας στο πλάι του έναν ιδιότροπο, προβληματικό και απρόβλεπτο συνοδοιπόρο τον οποίο υποδύεται ο Πάτινσον. Το παίξιμό του καταφέρνει να προσθέσει ποιότητες σε έναν ήρωα που διαφορετικά θα έμοιαζε με καρικατούρα, με αυτή την ερμηνεία να ευθύνεται βασικά για την αλλαγή στάσης του σινεφίλ κοινού απέναντί του. Μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, είχαμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε γι’ αυτόν το ρόλο, και μας είπε τα εξής: "Θυμάμαι όταν διάβασα πρώτη φορά το σενάριο του "Rover” μου φάνηκε τρομερά πρωτότυπο, όπως και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ο χαρακτήρας μου. Ενθουσιάστηκα τόσο που ήθελα αμέσως να ξεκινήσω να παίζω. Πιστεύω είναι απολαυστικό όταν δεν γνωρίζεις τα πάντα για μερικούς ήρωες, καθώς τους ανακαλύπτεις ενώ τους ερμηνεύεις".

Με σαφώς περισσότερη πίστη στον εαυτό του πλέον, ο ηθοποιός αφιερώθηκε στο arthouse σινεμά. Συνεργάστηκε πάλι με τον Κρόνενμπεργκ ("Οδηγός Επιτυχίας", 2014), ενσάρκωσε τον Λόρενς της Αραβίας για λογαριασμό του Βέρνερ Χέρτζογκ ("Η Βασίλισσα της Ερήμου", 2015), κράτησε αξιέπαινα διπλό ρόλο στη "Γέννηση Ενός Ηγέτη" (2015) του υποψήφιου για Όσκαρ Μπρέιντι Κορμπέ ("The Brutalist"), προτού σαρώσει στο υπερηχητικό "Good Time" (2017) που έβαλε στο χάρτη το ταλέντο του σκηνοθετικού διδύμου των Τζος και Μπένι Σάφντι. Α, και στη "Μαύρη Τρύπα" (Κλερ Ντενί, 2018) τον ακούσαμε να τραγουδά το υπέροχο "Willow" μαζί με τους Tindersticks. Όχι κι άσχημα για κάποιον που αμφισβητούνταν τόσο στην αρχή της καριέρας του…

Απέθαντος ξανά
Ο Πάτινσον δεν έχει φτάσει ακόμα το ταβάνι του, αφού φυσικά δεν ξεχνάμε πως εξερεύνησε τα όριά του στον πυρετώδη "Φάρο" (Ρόμπερτ Έγκερς, 2019) ή πως είναι ο τρέχων "Batman" (Ματ Ριβς, 2022). Ωστόσο συνεχίζει να αναζητά το ξεχωριστό στις συνεργασίες του. Εν προκειμένω, το "Mickey 17" τον βρίσκει εκ νέου μπροστά από την κάμερα ενός εμβληματικού σκηνοθέτη όπως ο Τζουν-χο, αυτήν τη φορά για να ενσαρκώσει τον αναλώσιμο υπάλληλο Μίκι. Η εργασία του αφορά την εξυπηρέτηση επιστημόνων στην προσπάθειά τους να αποικίσουν τον παγωμένο κόσμο του Νιφλχάιμ. Η ιδιαιτερότητα του Μίκι είναι πως μπορεί να καταστρέφεται ξανά και ξανά, και να επιστρέφει στη ζωή, διατηρώντας αναλλοίωτες τις αναμνήσεις του. Ο πρωταγωνιστής φαίνεται συμβιβασμένος με την αλλόκοτη εργασία του, μέχρις ότου μια μέρα εμφανίζεται ένας κλώνος του…